James Patterson / Liza Marklund: Τελευταία ευχή

Αντώνης Γκόλτσος 22 Νοε 2015

James Patterson / Liza Marklund

Τελευταία ευχή

(ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ-2015)

The Postcard Killers (2011)

(Μετάφραση από τα αγγλικά: Νίκη Προδρομίδου)

 

 Κριτικές σημειώσεις του  Αντώνη Γκόλτσου, Αθήνα, Νοέμβριος 2015

 

Είχα πάντα ένα ερώτημα-απορία: Πόσο μη αληθοφανής “επιτρέπεται” να είναι ένας αστυνομικός μύθος;

The Postcard KillersΕστιάζοντας το ερώτημα στους “Postcard Killers: Εντάσσεται στα όρια του “επιτρεπτά αληθοφανούς”, ο μύθος δύο αιμομικτικών δίδυμων αδελφών, αποσυνάγωγων της Σχολής Καλών Τεχνών, που θα επιδοθούν σε μία σειρά ανατριχιαστικών φόνων, στα πλαίσια του πρότζεκτ τους που “έχει στόχο να ενσωματώσει τη ζωή, τον θάνατο και την τέχνη, να βρει την υπέρτατη μορφή έκφρασης”; (σελ. 330). Και που θα ιδρύσουν την “Εταιρεία Τέχνης Χωρίς Όρια”, “Προκαλώντας τον θάνατο με έναν συγκεκριμένο καλλιτεχνικό τρόπο, [ώστε] η ανθρωπότητα να μπορέσει να γίνει μια δημιουργός θεότητα και άρα αθάνατη”; (σελ. 331). Και που θα αποκτήσουν, κάπου 35 διαδικτυακούς οπαδούς/μιμητές/συνενόχους, των οποίων το έργο ήταν “…τμήμα ενός παγκόσμιου εννοιολογικού έργου τέχνης που είχε σκοπό να αποκαλύψει τη θεία φύση της ανθρωπότητας(σελ. 339) και ως κίνητρο το ότι “κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να δημιουργήσει τις δικές του ηθικές αρχές και τους δικούς του νόμους, και πως οτιδήποτε άλλο αποτελεί προσβολή των δικαιωμάτων του ανθρώπου(σελ. 339/340).

Νομίζω πως η αποδοχή των πιο πάνω, συνιστά και το βασικό “εμπόδιο” που καλείται να ξεπεράσει ο αναγνώστης των “Postcard Killers”.

Κι έπειτα, πέφτει το μάτι μου στη μικρή κόκκινη “σφραγίδα” του εξωφύλλου, και διαβάζω: “Το τρομακτικότερο θρίλερ διακοπών όλων των εποχών”. Και, μετά, στο οπισθόφυλλο: “Υπέροχο. Ανάλαφρο και περιπετειώδες. Σαν να βλέπεις ταινία με τον Μπρους Γουίλις. Ιδανικό καλοκαιρινό ανάγνωσμα[NEWS OF THE WORLD] και, τέλος: “Το φετινό καλοκαιρινό θρίλερ του Patterson…[MIRROR]. Που σημαίνει, καλοκαιρινό ή όχι, πρόκειται για “θρίλερ” και όχι για “αστυνομικό”? άρα, οι επιφυλάξεις περί “αληθοφάνειας”, για το συγκεκριμένο είδος, συνιστούν ένδειξη υποχονδρίας, μάλλον. Και, μετά, έρχεται ο απολύτως “αστυνομικός” Ian Rankin, να δηλώσει (πάλι στο οπισθόφυλλο): “Ο James Patterson είναι το αφεντικό της αστυνομικής λογοτεχνίας. Τέλος”. Μπερδεύομαι. Αλλά, ας είναι.

Η Τελευταία ευχή είναι ένα περίεργο βιβλίο. Όχι μόνο γιατί, δομικά, είναι αρκετά πρωτότυπο (140 κεφάλαια, σε μόλις 366 σελίδες), αλλά και γιατί αποτελεί το προϊόν συνεργασίας δύο εξαιρετικά επώνυμων συγγραφέων, που θα δουλέψουν, ο καθένας τη συμμετοχή του στην εθνική του γλώσσα, που θα βρίσκονται σε διαρκή επαφή, για να ακούν (με την έννοια του “listen” και όχι απλά του “hear”) τα αμοιβαία κριτικά σχόλια και που, κατά δήλωση του Patterson, θα διακρίνονται για τον αμοιβαίο σεβασμό τους, σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής. Και που βέβαια, κανέναν δεν θα καταπλήξει το γεγονός ότι, πριν την έκδοσή του, οι “Postcard Killers”, είχαν, ήδη, εξασφαλίσει το έντονο ενδιαφέρον του Χόλυγουντ.

 

Και ο Patterson, θα πει: «Οι δολοφόνοι του “Postcard killers”, δύο λαμπεροί (“glamorous”) νεαροί, δεν σκοτώνουν, για να σκοτώσουν. Σκοτώνουν για να στηρίξουν/υποστηρίξουν (“to support”) έναν μεγαλειώδη (“grand”) τρόπο ζωής». Και αν ο αναγνώστης πρέπει να σεβαστεί κάτι, αυτό είναι η άποψη του συγγραφέα, για το βιβλίο του. Ακόμα και όταν το “μεγαλειώδες” φλερτάρει, αν δεν αποτελεί στην προκειμένη περίπτωση, σχιζοφρένεια (;)

 

Οι Αμερικανοί Μακ και Σίλβια Ρούντολφ, δίδυμα αιμομικτικά αδέλφια, ταξιδεύουν στις Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, εκτελώντας και ληστεύοντας νεαρά ζευγάρια, που είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν μαζί τους. Κοινό χαρακτηριστικό των δολοφονιών, το αποτρόπαιο της εκτέλεσης, όσο και το παράδοξο της στάσης των θυμάτων, κατά κανόνα επάνω στο κρεβάτι τους, κρεβάτι ξενοδοχείου, εξοχικού ή τροχόσπιτου.

 

Παντελής η έλλειψη ιχνών των εκτελεστών και οι εθνικές αστυνομίες βρίσκονται σε σύγχυση. Κοινό χαρακτηριστικό της διαδικασίας των εκτελέσεων, οι καρτ-ποστάλ που στέλνονται από τον δολοφόνο (ή τους δολοφόνους;) σε κάποιον δημοσιογράφο του τοπικού Τύπου, με τη Σαιξπήρια ένδειξη “ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ – (ακολουθεί το όνομα της πόλης, όπου και η αναμενόμενη εκτέλεση) – ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ – ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΠΑΦΗ”.

 

James Patterson - Liza MarklundΟι δολοφονίες συνεχίζονται, επί μήνες, δεδομένου και του αλάνθαστου των δολοφόνων. Έως ότου, τα αδέλφια Ρούντολφ υποπέσουν στο πρώτο λάθος (ή ατυχία;). Στη Ρώμη. Θα δολοφονήσουν ένα νεαρό ζευγάρι Αμερικανών. Η κοπέλα, η Κίμι Κάνον, είναι κόρη του Μπρους Γουίλις, συγγνώμη, του Τζέικομπ Κάνον, ντετέκτιβ του τμήματος Ανθρωποκτονιών σε αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης. Σφάλμα! Οι Ρούντολφ δολοφόνησαν την κόρη ενός εμμονικού αστυνομικού-πατέρα-διώκτη, που θα γυρίζει επί έξη μήνες την Ευρώπη, στο κατόπι των δολοφόνων, μετά τη δολοφονία του παιδιού του.

Δεν είναι γνωστό τίνος εφεύρημα είναι ο Τζέικομπ. Του Patterson ή της Marklund; Δεν μπόρεσα να βρω την απάντηση. Το πιθανότερο να πρόκειται για μία ιδέα του Patterson, μετά  την επεξεργασία της και από τη Marklund. Όπως και, αντίστροφα, η ιδέα η σχετική με τη Ντέσι Λάρσον, τη Σουηδή δημοσιογράφο, αποδέκτη του προεξοφλούμενου, πλέον, μηνύματος, του σχετικού με τις άμεσα απειλούμενες δολοφονίες, στη Στοκχόλμη.

Ο Τζέικομπ θα έχει πληροφορηθεί από την Αστυνομία του Βερολίνου (τόπου όπου και οι τελευταίες δολοφονίες) για την άφιξη της καρτ-ποστάλ στη Ντέσι Λάρσον, δημοσιογράφο σε εφημερίδα της Στοκχόλμης (σελ. 41). Της Στοκχόλμης όπου και θα αποβιβασθεί ο Τζέικομπ. Ή, ό,τι έχει απομείνει από αυτόν.

 

Στην πρώτη επαφή μαζί του – όταν ακόμη ο Τζέικομπ βρισκόταν στο Βερολίνο, τον Ιούνιο του 2010 – ο αναγνώστης θα γνωρίσει κάποιον που πίνει ανελέητα, που έχει να πλυθεί από ιδρύσεως και που πειραματίζεται αυτοκτονικές στάσεις, με ένα Glock 26 των εννέα χιλιοστών. Ο Τζέικομπ παραληρεί και είναι μόνο η μανιακή του επιθυμία για εκδίκηση, που του επιτρέπει, αν δεν του επιβάλλει, να ζει.

Θα γνωρίσει τη Λάρσον, “γνωρίσει” με τον δικό του τρόπο, και θα επιχειρήσει να περιληφθεί – πιο σωστά, να εισβάλει – στην ομάδα της Σουηδικής Αστυνομίας, που ασχολείται με τους postcard killers.

 

Όχι ότι όλα αυτά θα αποτρέψουν τις πρώτες εκτελέσεις, στο αρχιπέλαγος, κοντά στη Στοκχόλμη. Ένα νεαρό ζευγάρι Γερμανών τουριστών. Η σφαγή? ενώ, στα πτώματα, ανιχνεύεται και ναρκωτική ουσία.

 

Πατώντας επάνω στην πρότερη εμπειρία του, ο Τζέικομπ θα σκιαγραφήσει το προφίλ των εκτελεστών: «Ένα ζευγάρι δεν φαίνεται τόσο απειλητικό. Πιθανότατα είναι νέοι όμορφοι, δυο ξέγνοιαστοι ταξιδιώτες που συναντούν άλλου ξέγνοιαστους ταξιδιώτες. Απ’ αυτούς που πίνουν σαμπάνια, καπνίζουν μαύρο και το ρίχνουν λίγο έξω… Και μιλάνε μάλλον Αγγλικά» (σελ. 76).  Δεν θα άλλαζε ένα ιώτα, αν τους έβλεπε μπροστά του… Όσο για τις καρτ-ποστάλ… «Δεν είναι ασυνήθιστο κατά συρροή δολοφόνοι που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο κάθε φορά να επικοινωνούν με τον κόσμο γύρω τους για να τραβήξουν την προσοχή… Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα» (σελ. 77).

 

Θα είναι ένα ζευγάρι νεαρών Αυστραλών τουριστών που θα ανοίξει τον δεύτερο κύκλο εκτελέσεων, στη Στοκχόλμη. Ίδιο μοτίβο και τα θύματα: “Πόζαραν. Τα πτώματα πόζαραν. Κάτι έλεγαν η ή τουλάχιστον κάτι αναπαριστούσαν. Τι όμως;…” (σελ. 104). Και η διαπίστωση του φαινομένου που επαναλαμβάνεται: Λείπουν τα διαβατήρια, τα πορτοφόλια, οι φωτογραφικές μηχανές των θυμάτων, ενώ οι πιστωτικές κάρτες τους βρίσκονται στο όριό τους, από τις αναλήψεις μετρητών. Και  οι Patterson/Marklund αρχίζουν να τροχοδρομούν τον μύθο τους.

 

Το επόμενο ζευγάρι των Ολλανδών-υποψήφιων θυμάτων, θα φανεί πιο τυχερό. Ένα, κατά τον  Μακ Ρούντολφ, lapsus της αδελφής του, η εμμονή της να επανέρχεται στο θέμα των δολοφονιών των postcard killers, θα τον πανικοβάλει και θα την παρασύρει μακριά από τα παρ’ ολίγο θύματα. Η Σίλβια Ρούντολφ αναδεικνύεται σε εμπροσθοφυλακή του ζεύγους: «Ήθελα να τους κόψω και τους δύο» (σελ. 119), αλλά και στη σελίδα 58, όπου η εύλογη επιθυμία του Μακ να εγκαταλείψουν τη Στοκχόλμη, θα ανασταλεί από τη ύαινα Σίλβια.

 

Και, ενώ ο μύθος αρχίζει να λαχανιάζει, Patterson και Marklund θα σκεφθούν κάτι κομψό και αποτελεσματικό: Μία επιστολή που θα πρέπει να φύγει από την εφημερίδα, με την υπογραφή της Λάρσον. Θα ζητάει …συνέντευξη από τους δολοφόνους, έναντι σημαντικού ποσού. Οι ενστάσεις της Ντέσι θα καμφθούν, κύρια από τον Τζέικομπ και η επιστολή θα δημοσιευθεί. Προς μεγάλη έκπληξη – αλλά και ενθουσιασμό! – των Ρούντολφ.

 

Στο μεταξύ, η Λάρσον θα ακολουθήσει τη διαίσθησή της. Και την “εξωφρενική ιδέα της” (σελ. 134). Το “ποζάρισμα” των θυμάτων θύμιζε αναπαράσταση έργων τέχνης… Θα το ελέγξει. Και θα καταλήξει. Θα πει, σε έναν αποσβολωμένο Τζέικομπ: «Οι δολοφόνοι τοποθετούν τα πτώματα σε συγκεκριμένη θέση, ώστε να αναπαριστούν διάσημα έργα τέχνης» (σελ. 141). Αγώνας δρόμου, λοιπόν, στα βίντεο των μουσείων, όπου και τα σχετικά έργα! Η όσφρηση της άσημης δημοσιογράφου θα αποδειχθεί οξύτερη αυτής των επωνύμων συναδέλφων της, αλλά και της αστυνομίας, του Τζέικομπ περιλαμβανομένου! Patterson και Marklund λίγο θα το παρακάνουν, εδώ, και η Λάρσον θα κάνει το επόμενο βήμα. Πού είναι λογικό να αναζητήσει κανείς την τύχη των κλοπιμαίων; Μα, σε ένα ενεχυροδανειστήριο, φυσικά! Απλό, έως απλοϊκό. Η δημοσιογράφος θα προλάβει τους πάντες, και εδώ. Τυχαίο; Μάλλον, όχι. Ιδιαίτερα όταν το μυαλό σου έχει μάθει – ή αναγκαστεί – να παίρνει στροφές, μέσα σε ένα υποκοσμικό περιβάλλον, όπως αυτό στο οποίο μεγάλωσε η Ντέσι, με το μισό της σόι κατά κανόνα έγκλειστο, σε κάποια φυλακή…

 

Ο Τζέικομπ, αρχετυπικός Αμερικανός ντετέκτιβ έχει κι αυτός τις επαγγελματικές του εμμονές, “Στο Χάρλεμ οι φόνοι γίνονταν  είτε από ζήλια, είτε από πάθος είτε για εκδίκηση ή για λεφτά. Οι άνθρωποι σκότωναν για ναρκωτικά, έρωτα ή χρέη, όχι για να δημιουργήσουν εκθέσεις τέχνης” (σελ. 173). Όταν, λοιπόν, η Λάρσον  παραλάβει την πολαρόιντ με το ζευγάρι των δολοφονημένων Ολλανδών, τρίτο ζευγάρι δολοφονημένων στη Στοκχόλμη, θα έχει τις ενστάσεις του, σχετικά με την αναπαράσταση των έργων τέχνης, αλλά, τουλάχιστον, η επιστολή της Ντέσι θα έχει ένα αποτέλεσμα: “Οι δολοφόνοι δεν είχαν ακολουθήσει το σύνηθες μοτίβο τους. Αντί να προχωρήσουν στην επόμενη πόλη, είχαν μείνει στη Στοκχόλμη και είχαν διαπράξει κι άλλο φόνο” (σελ. 166).

 

Patterson και Marklund θα επιτρέψουν, να ανακαλυφθεί – εντός δευτερολέπτων – το σημείο από όπου τραβήχτηκε η πολαρόιντ και η Δίωξη θα κατακλύσει το πολυτελές Γκραντ Οτέλ. Όπου και τα θύματα… Και, βέβαια, θα αναπαριστούν ένα έργο τέχνης που, εξ ίσου γρήγορα, θα πιστοποιηθεί. Και, πλέον, η Στοκχόλμη, απόρθητο φρούριο.

 

Στα βίντεο του μουσείου, όπου και το έργο, το ζευγάρι των Ολλανδών επισκεπτών-θυμάτων θα ταυτοποιηθεί εύκολα, πλάι στη γυναίκα με τα σκουρόχρωμα μαλλιά και στον άντρα με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά, που, κατά τη γυναίκα-κηπουρό του μουσείου, “της φάνηκε ότι ήταν ο ηθοποιός Λεονάρντο ντι Κάπριο”! (σελ. 178).

 

Εδώ, μία αριστοτεχνική στροφή του συγγραφικού ζεύγους. Με τις φωτογραφίες των δύο υπόπτων να έχουν κατακλύσει την πόλη, η Σίλβια Ρούντολφ θα παρουσιαστεί αυτόβουλα σε ένα αστυνομικό για να τον ρωτήσει «Με συγχωρείτε… Τι συμβαίνει;… Βλέπω ότι κρατάτε μία φωτογραφία μου… Μπορείτε να μου δώσετε μία εξήγηση;» (σελ. 182).

 

 Και οι Ρούντολφ, σε μία επίδειξη άψογα προετοιμασμένης αμυντικής ζώνης, και απέναντι σε έναν δύσκολα ελεγχόμενο Τζέικομπ Κάνον, θα έχουν απαντήσεις στην κάθε ερώτηση ή υπαινιγμό ή κατηγορία ή επίθεση. Για παράδειγμα, ένα ακλόνητο άλλοθι, έναντι των φόνων στην Αθήνα. Αποδειγμένα, βρίσκονταν στη Μαδρίτη… Και η Υπηρεσία θα είναι ο καλύτερος συνήγορος υπεράσπισης: «Παραδόθηκαν μόνοι τους… Είναι πολύ συνεργάσιμοι. Αρνήθηκαν τη νομική εκπροσώπηση. Δείχνουν αποτροπιασμό με τον θάνατο των φίλων τους. Και έχουν άλλοθι για τους φόνους στην Αθήνα… Μπορώ να τους κρατήσω μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου. Μετά, είμαι αναγκασμένος να τους αφήσω» (σελ. 198), η δήλωση του εισαγγελέα Έβερτ Ρίντερβαλ…

 

Και τα βίντεο του Γκραντ Οτέλ; Εκεί όπου οι Ρούντολφ εμφανίζονται πλάι στους Ολλανδούς; Και που φαίνονται (οι Ρούντολφ, όχι οι Ολλανδοί) να χαιρετούν τους ενοίκους; Στο κατώφλι του δωματίου; Εκεί θα στηριχτούν οι δύσπιστοι τύπου Τζέικομπ; Που θα κάνουν το σφάλμα να μην δουν τα βίντεο μέχρι το τέλος. Και που θα υποχρεωθούν να τα δουν, με την προτροπή του …Μακ Ρούντολφ, για να ανακαλύψουν ότι, μιάμιση ώρα μετά την αναχώρηση των αδελφιών, κάποιος “…παλτό ως το γόνατο, ελαφριά παπούτσια, καστανά μαλλιά, καπελάκι και γυαλιά ηλίου” (σελ. 215) θα χτυπήσει την πόρτα των Ολλανδών, που “θα φανεί” ότι του άνοιξαν, για να αποχωρήσει μετά από ένα εικοσάλεπτο. Τι λάθος, αλλά και τι ρεζίλι, Θεέ μου… «Κρατάω τους λάθος ανθρώπους», θα πει ο εισαγγελέας…

 

Και όλα αυτά, υπό την ασφυκτική πίεση των μίντια «Αρκετά μεγάλα κανάλια έχουν ήδη φτιάξει βινιέτες με τους Ρούντολφ, με μουσική και απ’ όλα». Κι αυτό, έναντι ενός ισχνού «Πρέπει να βρούμε ένα παραθυράκι στην υπεράσπισή τους. Πρέπει να συνεχίσουμε να τους προκαλούμε, ώστε να κάνουν λάθη», του Τζέικομπ. Και όταν η ανάκριση, υπό τον Αμερικανό, αρχίσει να στριμώχνει τους Ρούντολφ, εκείνοι θα ζητήσουν δικηγόρο. Μόνο που, η νομική κάλυψη που θα ζητήσουν, δεν θα είναι Ποινικών προδιαγραφών, αλλά …πνευματικής ιδιοκτησίας!

 

Και είναι φυσικό, αφού θα είναι τα αστέρια της πρες κόνφερενς στο Γκραντ Οτέλ, απέναντι στους εκπρόσωπους του παγκόσμιου Τύπου, έχοντας φανεί και ιδιαίτερα πειστικοί, κατά το “παζάρεμα” της αμοιβής της δικηγόρου τους, με το επιχείρημα της Σίλβια που “με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο ψίθυρο, γέρνοντας μπροστά στο τραπέζι, θα πει «Έχεις ξεχάσει ποιοι είμαστε;» (σελ. 310)… Η δικηγόρος θα κάνει καλά τη δουλειά της “Οι Ρούντολφ βρίσκονταν στη Μαδρίτη όταν έγιναν οι φόνοι στην Αθήνα, στη Νότια Ισπανία όταν έγιναν οι φόνοι στο Βερολίνο. Οι Ολλανδοί ήταν σαφώς ζωντανοί όταν έφυγαν οι Ρούντολφ από το δωμάτιό τους. Η σουηδική αστυνομία τους είχε συλλάβει και τους κρατούσε επειδή κοίταζαν έργα τέχνης” (σελ. 253).

 

Και ένα νέο πλήγμα για τον Τζέικομπ, που συνεχίζει να επιμένει ότι έχουν μπροστά τους, τους κατά συρροή δολοφόνους. Μία καρτ-ποστάλ από την Κοπεγχάγη. Πανομοιότυπη με τις προηγούμενες “ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Η ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ – ΣΤΗ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ – ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ – ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΠΑΦΗ”. Και η Λάρσον θα φύγει για τη Δανία.

 

Ενώ, εδώ, η σκυτάλη φαίνεται να περνά στα χέρια του Patterson, αποκλειστικά. Ο Τζέικομπ θα προσγειωθεί στο Λος Άντζελες, προκειμένου να πληροφορηθεί από κοντά τα των αδελφών Ρούντολφ, στη δική τους “γειτονιά”, αστική και πανεπιστημιακή. Θα τον συνδράμει ένας παλιός του FBI, ένας φίλος σε αποσύνθεση, αλλά πάντα αποτελεσματικός? ένα Ελντοράντο πληροφόρησης. Οι γονείς των Ρούντολφ – ο πατέρας βαθύπλουτος έμπορος τέχνης, και, ίσως, όχι μόνον – είχαν βρεθεί σφαγμένοι, όταν τα αδέλφια ήταν δεν ήταν 13 ετών. Το έγκλημα παρέμεινε ανεξιχνίαστο. Ο εξάδελφος της μητέρας τους που τα ανέλαβε θα σκορπίσει την περιουσία τους μέχρι δεκάρας. Θα βρεθεί «…με κομμένο λαρύγγι… Ήταν με μια πόρνη. Η υπόθεση καταχωρίστηκε ως ληστεία με χρήση βίας. Δεν έγινε καμία σύλληψη…. Τα δίδυμα είχαν μόλις κλείσει τα είκοσι ένα. Ζούσαν εδώ, στο Λος Άντζελες. Κανένας δεν τους συνέδεσε με τον φόνο. Και γιατί να το κάνουν άλλωστε;» (σελ. 272). Όσο για τη συνάντηση με παλιό συμφοιτητή των Ρούντολφ – από τις πιο καλογραμμένες σελίδες του βιβλίου – ο Τζέικομπ θα επιχειρήσει, μέσα από τους νοητικούς μαιάνδρους ενός “φευγάτου” της Σχολής Καλών Τεχνών, να απομονώσει τον λόγο ύπαρξης της διαδικτυακής ομάδας-έμπνευσης των Ρούντολφ, της “Εταιρείας Τέχνης Χωρίς Όρια”. Χωρίς αποτέλεσμα. Θα μάθει, όμως, γιατί τα αδέλφια αποβλήθηκαν από το Πανεπιστήμιο. Ήταν λόγω του “Ταμπού”, έργου τους, μέσω του οποίου “ήθελαν να δείξουν τους αστικούς περιορισμούς και την υποκρισία της κοινωνίας μας… κάνοντας σεξ μέσα σε μία προθήκη, στην αίθουσα εκθέσεων” (σελ. 293). Δεν πρέπει να είναι από τα σημεία που είχε υπ’ όψη της η Marklund, όταν αναφέρεται σε ένα βιβλίο “sexy”(βλ. υποσημείωση 1).

 

Πίσω στην Κοπεγχάγη και τη Ντέσι Λάρσον. Παρατηρώντας το νέο επίτευγμα των δολοφόνων, ένα ζευγάρι φρικτά ακρωτηριασμένων Αμερικανών τουριστών, η Ντέσι θα συμπεράνει πως “…Οι ομοιότητες ήταν ολοφάνερες: δύο πτώματα – ένας άντρας και μία γυναίκα με κομμένο το λαρύγγι Ωστόσο υπήρχαν και διαφορές. Το έγκλημα ήταν πιο βίαιο και πιο σοκαριστικό” και “…Δεν παρέπεμπε σε κανένα έργο τέχνης…” (σελ. 274/275). Και οι Ρούντολφ, πάντα στη Στοκχόλμη!

 

Αλλά και στο Όσλο, τέλη Ιούνιου. Το τροχόσπιτο των Ιταλών τουριστών έμοιαζε εγκαταλειμμένο, “Ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ δεν ασχολήθηκε. Οι Ιταλοί πλήρωναν μέσω του λογαριασμού τους, οπότε δεν τον ένοιαζε. Αν κάποιοι  ήθελαν να έχουν μύγες για κατοικίδια αυτός δεν θα έφερνε αντιρρήσεις…” (σελ. 305)  Κλασικά, και η καρτ-ποστάλ, “…ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Η ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ…” και η φωτογραφία στα χέρια της Ντέσι, που θα αναγνωρίσει αμέσως, στην “τερατώδη έκφραση τρόμου και πόνου των θυμάτων”, την εξαιρετικά διάσημη “Κραυγή” του Έντβαρντ Μουνκ! Ναι, οι Ρούντολφ θα μπορούσαν να είναι οι δράστες, εδώ, “αφού στα μέσα Μαΐου, παρέμεναν ακόμα ασύλληπτοι” (σελ. 306).

 

Οι Ρούντολφ. Που θα φύγουν από την πίσω πόρτα του Γκραντ Οτέλ, αμέσως μετά τη συνάντησή τους με τους δημοσιογράφους και που θα μπορούν να κινούνται, ελεύθεροι πια, παντού και πουθενά, αφήνοντας πίσω, μεταξύ άλλων, έναν έξαλλο Τζέικομπ, που θα συνεχίσει να επιμένει ότι αυτοί είναι οι ένοχοι και που, δεν μπορεί, κάπου θα έχουν αφήσει ίχνη, αφού «Δεν πέταξαν τα πράγματά τους… Όχι όλα τουλάχιστον. Οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι κρατάνε τρόπαια… Κάπου πρέπει να βρίσκεται ο εξοπλισμός τους. Οι σταγόνες [του ναρκωτικού], τα ρούχα που φορούσε αυτός όταν άδειαζε τους λογαριασμούς, τα πράγματα που έχουν κλέψει και δεν έχουν καταφέρει να ξεφορτωθούν. Όπως και το όπλο του φόνου [το μαχαίρι]» (σελ. 321). Και που θα θυμηθεί “το κλειδάκι”. Μια λεπτομέρεια, θαμμένη κάπου στην επίσημη αναφορά της αστυνομίας που είχε ξεθάψει ο φίλος του τού FBI. Ο Τζέικομπ θα επιμείνει ότι το κλειδάκι «…Ανοίγει ντουλάπι, ταχυδρομική θυρίδα, ή κάποιον άλλο χώρο που κλειδώνει. Και ελπίζω πως εκεί θα βρείτε όλες τις αποδείξεις. Σας παρακαλώ, ελέγξτε το αμέσως» (σελ. 323). Και θα συνεχίσουν, Τζέικομπ και Ντέσι, ουσιαστικά μόνοι τους, απέναντι σε μία Υπηρεσία αδρανών (Patterson και Marklund, δεν πρέπει να έχουν και τους στενότερους φίλους μέσα στην Αστυνομία της Στοκχόλμης…) εισβάλλοντας στην ιστοσελίδα της Εταιρείας Τέχνης Χωρίς Όρια και ανακαλύπτοντας με χαρακτηριστική ευκολία (λίγη αυτοσυγκράτηση δεν θα έβλαπτε, αγαπητοί συγγραφείς…) τον κωδικό επαφής των μιμητών δολοφόνων του Σάλτσμπουργκ, εγκλήματος που προσομοίαζε με αυτά των Ρούντολφ, αλλά, που δεν ήταν έργο των διδύμων, αφού, αυτοί, είχαν άλλοθι κατά τον χρόνο τέλεσης του σχετικού εγκλήματος. Να, λοιπόν και η απόδειξη ύπαρξης παράλληλων εκτελεστών, αλλά και το βασικό εύρημα των Patterson/Marklund. Το ότι οι Ρούντολφ επεδείκνυαν άλλοθι για ορισμένα εγκλήματα, στοιχείο που παρέκαμπτε, για καιρό, τις ενστάσεις του Τζέικομπ και καθυστερούσε, αν δεν επέβαλλε, σύγχυση στη Δίωξη, δεν σημαίνει ότι ήταν αθώοι του αίματος. Μιας Δίωξης, που, εν τω μεταξύ, θα είναι οπλισμένη και με την απόδειξη του ευλογοφανούς της πρότασης το Τζέικομπ, σχετικά με το “κλειδάκι”, αφού το υλικό των Ρούντολφ, για το οποίο εκείνος επέμενε, θα βρεθεί σε έναν φοριαμό του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού της Στοκχόλμης…

 

Για να αρχίσει η καταδίωξη εκτός Στοκχόλμης, στην αχανή Βόρειο Σουηδία, αφού όλοι εικάζουν ότι, με τις πύλες εξόδου της χώρας σφραγισμένες, οι Ρούντολφ θα επιχειρούσαν να διαφύγουν από τον Βορρά, προς τη Φινλανδία, και, από εκεί, ενδεχομένως, στην – καθόλου ελέγξιμη – Ρωσία. Στα γνώριμα χωράφια της Marklund, λοιπόν, και η σκυτάλη, κατά πάσα πιθανότητα, στα δικά της χέρια, από εδώ και πέρα και μέχρι το τέλος.

 

Ένα τέλος που, περίπου προεξοφλεί κανείς και που στοιχηματίζει ότι θα καταλάβει, χρονικά, ένα μάλλον εκτενές, όσο και εξαιρετικά εντυπωσιακό, μέρος της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου. Ενός βιβλίου-μασημένου σεναρίου, για όποιον πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου, που, όσο ακριβά και αν στοίχισαν, τουλάχιστον φαίνονται να απαλλάσσουν από το κόστος του σεναριογράφου.   

 

Επαγγελματική δουλειά, η “Τελευταία ευχή/Postcard Killers”. Και πώς να μην είναι, όταν, οι συν-συγγραφείς του αθροίζουν πάνω από 300 εκατ. αντίτυπα, παγκοσμίως. Ένα βιβλίο, που, μπορεί να μη συνιστά σταθμό στην Αστυνομική Λογοτεχνία, αλλά που είναι καλογραμμένο και αποδεικτικό της πρόθεσης των κατ’ εξοχήν επώνυμων συγγραφέων του να σκύψουν επάνω του με γνώση, αλλά και επιμέλεια. Και υποθέτω πως, κάποιες υπερβολές του μύθου, σε όρους αυστηρών “αστυνομικών” στάνταρτς, θα πρέπει να συγχωρεθούν, δεδομένου και του εύρους του όρου “θρίλερ”. Επί τέλους, μάλλον διαφορετικά ορίζεται, ή προκαλείται, το “ρίγος”, στα δύο είδη.

 

Στο απόσπασμα που ακολουθεί (ίδιες οι πιθανότητες να έχει γραφεί από τον Patterson ή τη Marklund) αναφέρεται στην ανάκριση του Μακ Ρούντολφ, από τους Σουηδούς αστυνομικούς, με τον Τζέικομπ να παρακολουθεί, έξαλλα αδύναμος, πίσω από το τζάμι? λιτή, ακριβής και συγχρόνως “ατμοσφαιρική”, γραφή.

 Πέμπτη 17 Ιουνίου.

 Ο Μάλκολμ Ρούντολφ είχε απλωθεί τόσο, που φαινόταν μισοξαπλωμένος στην καρέκλα του, στην αίθουσα ανάκρισης. Είχε ανοίξει τα πόδια του και είχε αγκιστρώσει το ένα χέρι του στη ράχη της καρέκλας. Τα μαλλιά του έπεφταν ανάκατα στο μέτωπό του και τα δύο πάνω κουμπιά του πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτα.

 «Ωραία ήταν. Ταξιδεύαμε αποδώ κι αποκεί, μελετούσαμε την τέχνη και τη ζωή» ακούστηκε η φωνή του από την οθόνη της τηλεόρασης.

 Και τον θάνατο, σκέφτηκε ο Τζέικομπ ενώ καθόταν στην αίθουσα ελέγχου, ακούγοντας τον δολοφόνο.

 Πάνω απ’ όλα μελετούσατε τον θάνατο, παλιοκαθοίκι.

 «Στην αρχή ήταν φανταστικά» είπε ο ξανθός άντρας και χασμουρήθηκε. «Αλλά τις τελευταίες εβδομάδες άρχισε να γίνεται λίγο βαρετό».

 Οπότε στην αρχή περνούσαν καλά σκοτώνοντας, σκέφτηκε ο Τζέικομπ. Έπειτα έγινε κι αυτό ρουτίνα. Πώς θα σου φαινόταν ένα τσεκούρι στο κρανίο σου; Θα σου άρεσε ή όχι και τόσο;

 Ο Ματς Ντιβάλ και η Σάρα Χέκλουντ εξέταζαν τις κινήσεις των Ρούντολφ στην Ευρώπη στους τελευταίου έξι μήνες. Σύμφωνα με τα διαβατήριά τους, ο Μάλκολμ και η Σίλβια Ρούντολφ είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης πριν από οκτώμισι μήνες, την 1η Οκτωβρίου.

 Έκτοτε, σύμφωνα με τον Μάλκολμ, ταξίδευαν αποδώ κι αποκεί θαυμάζοντας πίνακες και απολαμβάνοντας τη ζωή. Είχαν μείνει στο κομμάτι εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ίσχυε η Συνθήκη Σένγκεν – με άλλα λόγια, στις χώρες που δεν ζητούσαν πλέον να τους δείξεις διαβατήριο όποτε περνούσες τα σύνορά τους. Δεν υπήρχαν λοιπόν σφραγίδες που να έδειχναν ποιες χώρες είχαν επισκεφτεί.

 Αυτό σήμαινε ότι η ερευνητική ομάδα έπρεπε να αναζητήσει αλλού πληροφορίες, πράγμα που δεν ήταν τόσο εύκολο όσο ακουγόταν. Προφανώς κανένας απ’ τους δύο δεν είχε κινητό τηλέφωνο, οπότε δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα τηλεφωνήματά τους. Είχαν και οι δύο από μία πιστωτική κάρτα Visa, την οποία χρησιμοποιούσαν πολύ σπάνια.

 Είχαν τραβήξει λεφτά με πιστωτική κάρτα δύο φορές – στις Βρυξέλλες, στις 3 Δεκεμβρίου, και στο Όσλο, στις 6 Μαΐου. Με πιστωτική κάρτα είχαν πληρωθεί επίσης τα ιατρικά έξοδα του Μάλκολμ στη Μαδρίτη, τον Φεβρουάριο. Στις 14 Μαρτίου είχε πληρωθεί με την πιστωτική κάρτα της Σίλβια ένας λογαριασμός ξενοδοχείου στη Μαρμπέγια, στη νότια Ισπανία, ενώ στις 2 Μαΐου ο Μάλκολμ είχε αγοράσει με τη δική του κάρτα τέσσερα εισιτήρια θεάτρου στο Βερολίνο. Η τελευταία φορά που είχαν χρησιμοποιηθεί οι κάρτες ήταν για να πληρωθεί η κρουαζιέρα στη Φινλανδία το προσεχές Σαββατοκύριακο.

 Ο Τζέικομπ παρακολουθούσε από την αίθουσα ελέγχου με το σαγόνι του σφιγμένο. Δίπλα του καθόταν η Ντέσι, απορροφημένη κι αυτή από την ανάκριση.

 «Οι φόνοι στο Βερολίνο έγιναν στις 2 Μαΐου. Είναι δυνατόν να πήγαν θέατρο μετά;» του ψιθύρισε, αλλά αυτός της έκανε νόημα να σωπάσει.

 «Ας επιστρέψουμε στη συζήτησή μας για τη Στοκχόλμη» είπε η Σάρα Χέκλουντ στην οθόνη. «Γιατί αποφασίσατε να έρθετε εδώ;»

   Ο Μάλκολμ Ρούντολφ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

 «Η Σίλβια επέμενε να έρθουμε. Την ενδιαφέρει η φόρμα και το ντιζάιν, αυτή σκανδιναβική απλότητα. Προσωπικά τη θεωρώ πολύ υπερτιμημένη. Τη βρίσκω ψυχρή, απρόσωπη και κάπως βαρετή».

 Χασμουρήθηκε πάλι. Η θλίψη του για τον θάνατο των ολλανδών φίλων του προφανώς είχε υποχωρήσει.

 Ο Ματς Ντιβάλ έσιαξε τη γραβάτα του.

 «Πρέπει να πάρεις πιο σοβαρά αυτό το θέμα» του είπε. «Είστε οι τελευταίοι άνθρωποι που είδαν ζωντανούς τον Πέτερ Βίσερ και τη Νίνκε βαν Μούρικ. Σας κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας στον διάδρομο. Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»

 Ο Τζέικομπ πλησίασε την οθόνη κοιτώντας διερευνητικά τον νεαρό άντρα που έπληττε. Χαμογελούσε το σκατό; Τι ήταν αυτό που ήξερε και προφανώς αγνοούσε η αστυνομία;

 «Δεν μπορεί να είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι που τους είδαν ζωντανούς» αντέτεινε ο Μάλκολμ Ρούντολφ. «Επειδή ήταν ακόμη ζωντανοί όταν φύγαμε. Κάποιος άλλος τους σκότωσε. Προφανώς. Μήπως δεν είδατε καλά τα βίντεο;»

 Η Σάρα και ο Ματς κοιτάχτηκαν προβληματισμένοι. Είχε δει κανείς τα βίντεο μέχρι το τέλος; Το ήλπιζαν, όμως επικρατούσε τέτοιο χάος… Όταν μια υπόθεση ήταν τόσο επείγουσα, μερικές φορές χάνονταν ή μπερδεύονταν πράγματα…

 Διέκοψαν την ανάκριση και διέταξαν να βγουν πάλι όλα τα βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας του Γκραντ Οτέλ. (Κεφ. 77, σελ. 210-212).


 

1.Το γεγονός ότι δεν υφίσταται το στοιχείο “whodunit”, αφού οι δράστες κοινοποιούνται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου,  αποτελεί συνήθη πρακτική, και είναι απολύτως αποδεκτό.

  1. https://www.youtube.com/watch?v=7Db7dw90RNg
  2. Στο σημείο, μία απόχρωση σφάλματος: Η Σίλβια Ρούντολφ καλείται να απαντήσει στην ερώτηση «Πού ήσουν φέτος στις 9 Φεβρουαρίου» (σελ. 188). Και, λίγο πιο κάτω: “Τότε είχαν γίνει οι φόνοι στην Αθήνα”. Το “φέτος” σημαίνει 2010 (σελ. 68). Όμως, η καρτ-ποστάλ της Αθήνας ήταν η εικόνα του Ολυμπιακού Σταδίου από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (σελ. 25). Οι δολοφόνοι της Αθήνας είχαν αποκλίνει από το μοτίβο των εμπνευστών του “κινήματος” στέλνοντας ετεροχρονισμένη καρτ-ποστάλ. Δεν θα έπρεπε ο Τζέικομπ “που ήξερε όλες τις ημερομηνίες των φόνων απέξω κι ανακατωτά” να αναρωτηθεί, στο σημείο αυτό;
  3. (βλ. και απόσπασμα, στο τέλος των Σημειώσεων)