Κώστας Μουζουράκης: Κακό χαρτί

Αντώνης Γκόλτσος 05 Δεκ 2016

110η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας

(10.11.2016)

Κώστας Μουζουράκης

Κακό χαρτί

(Balada para un loco)

(ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ-2016)

     Υπάρχει ένα θέμα με τον Μουζουράκη. Να υποθέσουμε ότι κλίνετε σε μία Σχολή “Αστυνομικής” γραφής, σε μία Σχολή που σας πηγαίνει καλύτερα, ως αναγνώστη, ως κριτικού ή ακόμη και ως συγγραφέα. Οι πιθανότητες είναι ότι η γραφή τού Μουζουράκη, σκληρή (αλλά όχι ακατέργαστη), λιτή (άλλα όχι φτωχή), προκλητική (αλλά όχι χωρίς λόγο), θα σας βρει ελαφρά “κουμπωμένους”. Εκτός και αν είστε από τους αμετανόητους του νεοπολάρ των J. P. Manchette και F. Fajardie, των οποίων ο Μουζουράκης συνιστά επαρκέστατο αντικατοπτρισμό.

  Και επειδή η χρήση των όρων είναι, συχνά, αυθαίρετη ή και επιδεχόμενη παρερμηνείες, να θυμηθούμε τα βασικά χαρακτηριστικά του “νεοπολάρ”. Επιγραμματικά: Ένα περιβάλλον κατεξοχήν βίαιο, συχνά μακάβριο, έντονα κατηγορητικό απέναντι σε περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες και πολιτικά δρώμενα, μία οπτική του αστικού περιθωρίου, μέσα από έναν μύθο όπου η Δίωξη δευτεραγωνιστεί και όπου το έγκλημα είναι συνήθως έργο ψυχοπαθούς ή σειριακού δολοφόνου? και όλα, σε ένα συγγραφικό ύφος που αντιμετωπίζει τον λογιοτατισμό, όπως ο διάολος το λιβάνι. Tο “Κακό χαρτί – Μπαλάντα για έναν τρελό” του Κώστα Μουζουράκη τιμά τις περισσότερες προδιαγραφές του νεοπολάρ. Αυτά, για τους μανιακούς της κατηγοριοποίησης…

  Ο συγγραφέας είχε, ήδη, καταστήσει σαφείς τις προθέσεις του, χρόνια πριν, με το “Φίδια στο Σκορπιό(Καστανιώτης-2010), ένα νεοπολάρ εξαιρετικών επιδόσεων -και όχι μόνον γιατί ήταν η δουλειά ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Ιδιαίτερα ολιγογράφος (δύο μυθιστορήματα και ένα διήγημα, σε επτά χρόνια), ο Μουζουράκης δεν φαίνεται να βιάζεται. Και αυτό είναι καλό. Ιδιαίτερα για κάποιον που πατάει σε πολλές βάρκες, με τη συγγραφή να αποτελεί τη συν-ναυαρχίδα του, με τη μουσική.

  Τι είναι λοιπόν το “Κακό χαρτί”; Η ελεγεία ενός χαρτοπαίχτη; Οι μαίανδροι των διαδρομών των ναρκεμπόρων; Τα αποστάγματα του Εμφυλίου; Το άδειο των κωμοπόλεων-δορυφόρων της Αθήνας; Οι αντιγραφείς της Μαφίας; Οπλολαγνεία; Οι μνήμες που δεν θα αποσβεσθούν, πριν χαθούν -με τον όποιο τρόπο- όσοι επιμένουν να θυμούνται; H ανδρική φιλία, στην απόλυτη εκδοχή της; Στο μίξερ του Μουζουράκη, όλα εμπλέκονται σε ένα καλειδοσκοπικό πάζλ.

  Και είναι ένα βιβλίο με διπλά εξώφυλλα! Ένα ζευγάρι, το κλασικό, εμπροσθόφυλλο/οπισθόφυλλο και ένα, το Πρώτο/ Τελευταίο Κεφάλαιο, όπου κάποιος αρχικά σκοπεύει, στοχεύει και συνεχίζει να ρυθμίζει το τηλεσκοπικό του στόχαστρο, για να καταλήξει στη σκανδάλη… Η πρηνής θέση του σκοπευτή;… Ενός σκοπευτή τριταγωνιστή στην υπόθεση, αλλά τόσο αμετάκλητα καθοριστικού…

  Ο Μουζουράκης είναι απαιτητικός με τον αναγνώστη του, επιδιδόμενος σε ένα συνεχές μπρος-πίσω στην ιστορία του, αλλά και στη σκίαση λεπτομερειών που απαιτούν την εγρήγορση του αναγνώστη. Ασκήσεις που απαιτούν αναγνωστική συνέργεια, από τη στιγμή που, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχουν και χρονολογικές ενδείξεις στα κεφάλαια. Αν η ιστορία του εκτυλίσσεται σε χρόνο παρόντα, ο μύθος ανατρέχει και στον μετά-Βάρκιζα Εμφύλιο, αλλά και στη Ντρανγκέτα, τη Μαφία της Καλαβρίας και των γκρεκάνικων χωριών, των ετών ’60. Τζόγος-ναρκωτικά-εκβιασμός, το τρίπτυχο του σήμερα / Ανταρτοκυνηγοί -κεφαλοκυνηγοί των ετών ’40 / ένας νεαρός χαρτοκλέφτης που αναζητεί απεγνωσμένα να βρει το ποσό που χρωστάει, από κάποια κόλπα στην τσόχα που δεν έπιασαν / Ένα αποσβεσμένα γηραλέο τρίο παλαιμάχων που διηγείται ακατάπαυστα, μέχρι να χρειασθεί να υποβάλει τις δύσκαμπτες κλειδώσεις του στην υπέρτατη δοκιμασία. Στοιχεία διάσπαρτα, όπως τα λευκασμένα κόκκαλα των ανταρτών της Στερεάς, που οι επίγονοί τους, πρωταθλητές -πλέον- του κρασιού, της ρακής και της πόκας των ελάχιστων σεντς, θα ζουν για να θυμούνται. Μέχρι που θα χρειασθεί να ξεβολευτούν.

  Επί το σαφέστερο:

  Ο Άρης, νεαρός χαρτοπαίχτης σε τυπικό ρόλο “λαγού”, θα σπρώχνει τις μίζες από τις τσέπες των αφελών, σε αυτήν του “Ινδιάνου”. Συστηματικά και στημένα, “…αν είσαι το αμόνι, κάνε υπομονή? αν είσαι το σφυρί, χτύπα”? αν έπαιζαν βόλεϊ, ο Άρης θα ήταν ο πασαδόρος και ο “Ινδιάνος” το καρφί…

  Ώσπου θα έχουν την κακή έμπνευση να κλέψουν κάποιον που αποδεικνύεται ατυχής επιλογή. Ο κλέψας του κλέψαντος και ο Άρης θα υπογράψει ένα συμβόλαιο θανάτου, όπου το θύμα θα είναι ο ίδιος, αν δεν επιστρέψει τις πενήντα έξη χιλιάδες ευρώ  που “οφείλει”, σε ένα μήνα.

  Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος και ένας Άρης σε βαθιά  απελπισία που θα επιχειρήσει να καταχώσει βαθειά στο δάσος-καταφύγιο μιας πολλά υποσχόμενης θείας. Όμως ξέρει πως τα λαγωνικά του γκάγκστερ-κυνηγού του -“Νεκροθάφτης”, για τους φίλους- κάπου, κάποτε, θα τον βρουν.

  Εκεί, λοιπόν, στο δάσος, φωτογραφίζοντας τη συλλογή ρετσινιού των πεύκων -προσφορά στα επιστημονικά ενδιαφέροντα της θείας- μία λήψη του θα “πιάσει” ένα γιγαντιαίο τζιπ. Το ίδιο, παραλίγο να τον πετάξει από τον δρόμο, λίγο αργότερα. “Λεπτομέρεια 1η”: Οι φωτογραφίες θα “δείξουν” κάποιον στο πίσω κάθισμα του τζιπ να τείνει ένα πιστόλι στο κεφάλι του συνοδηγού. “Λεπτομέρεια 2η”: Στιγμές μετά το παραλίγο ατύχημα, θα συγκρατήσει τον αριθμό του Καγιέν. “Κοίταξε τη φωτογραφία σαν υπνωτισμένος και πόνταρε ότι αυτό που έβλεπε μπορεί και να άξιζε πενήντα έξη χιλιάδες ευρώ”… (σελ. 73). Ο Άρης ακόμα δεν γνωρίζει τη σχέση της Καγιέν με τον ιδιοκτήτη της, τον “Βαπτιστή”, περιώνυμο γκάγκστερ της περιοχής, και όχι μόνο.                              

  Ίσως το μόνο αδύνατο σημείο στον μύθο του Μουζουράκη. Η διασταύρωση, στο πουθενά, του πουθενά: Ο Άρης οφείλει στον “Νεκροθάφτη” και έχει ένα συμβόλαιο θανάτου σε βάρος του, σε περίπτωση μη εξόφλησης. Αργότερα, ο Άρης, σε ανύποπτη στιγμή, “συλλαμβάνει” με τη μηχανή του μία σκηνή ενδεχόμενης απαγωγής ή και μέλλουσας δολοφονίας, ενώ φωτογραφίζει τη συλλογή ρετσινιού, σε ένα δάσος στα Γεράνεια όρη. Κατά τον ίδιο, το χρέος θα μπορούσε  να εξοφληθεί, με τα χρήματα που θα κέρδιζε από τον εκβιασμό σε βάρος των πιθανών απαγωγέων ή και δολοφόνων. Ακραίο.

  Και ο Άρης, στο καφενείο της Μαρίας, σε ένα χωριό περίπου εγκαταλειμμένο, κάπου εκεί στα Γεράνεια, θα γνωρίσει τον Δάσκαλο, τον Καπετάνιο και τον Ιταλό, τρεις γέρους που θα αθροίζουν κάπου δυόμισι αιώνες, ο καθένας με την ιστορία του. Ο πρώτος, κάποτε  διωγμένος από τον τόπο και το σχολείο του, δηλωμένος “Κουμμούνι”, “Πουσταράς” και “Ανώμαλος”, από τους φωστήρες συγχωριανούς του, που τον ήθελαν να «…βγάνει απ’ τα κούτσ’κα τον Θεό!», αυτόν που “…με εργαλείο την Επικούρεια θεώρηση που λέει ότι όνειρα και προφητείες είναι πλάνες των απλοϊκών… ή και ότι “…αν ο Θεός εισάκουε τις προσευχές των ανθρώπων, σύντομα θα χάνονταν όλοι οι άνθρωποι, γιατί, όταν προσεύχονται, ζητούν διαρκώς πολλά και άσχημα ο ένας για τον άλλο…” (σελ. 243). Ο δεύτερος, περιώνυμος αντάρτης, που σήμερα, αποσβεσμένος, θα διηγείται ιστορίες αδελφοκτόνου φρίκης (σελ. 230-235). Ο τρίτος, δευτεροκλασάτο στέλεχος της Καλαβρέζικης Μαφίας, θα εξαφανιστεί από τα μέρη του, αφού δολοφόνησε δύο συντρόφους του, όταν κατάλαβε ότι για άλλον δούλευε και ότι ο στόχος που του ανέθεσαν ήταν άλλος (σελ. 259-266).

  Οι περιγραφές των ιστοριών των τριών γέρων -αν και κάποτε υπερβολικές σε έκταση και οριακά στο πλαίσιο του κεντρικού μύθου- πέρα από το εξαιρετικό τής περιγραφής, νομιμοποιούν τη δράση, ιδιαίτερα του Καπετάνιου και του Ιταλού, όταν χρειασθεί να εμπλακούν ενεργά στις περιπέτειες του Άρη. Όταν αυτός αποκαταστήσει τη σχέση τού “Βαπτιστή”, με την εξαφάνιση του Φώτη, γιου της Μαρίας (απλά, ο πρώτος θα έχει δολοφονήσει τον δεύτερο…) θα ζητήσει -άφρονα και άπειρα- την επαφή με τον γκάγκστερ φιλοδοξώντας τον εκβιασμό. Όμως, ο “Βαπτιστής”, εξίσου απλά, θα του στείλει το εκτελεστικό απόσπασμα. Σε σκηνές που θα ζήλευε να είχε γυρίσει ο  Sam Peckinpah ή να τραβήξει ο Quentin Tarantino, ο Καπετάνιος και ο Ιταλός θα αναλάβουν τον ρόλο της ασπίδας του Άρη. Με τεράστιο κόστος για τον Καπετάνιο… (σελ. 226-230 / 235-241 και 248-259). Κι όταν ο Άρης, συμπεράνει, παρορμητικά, βιαστικά και πρόχειρα «Εδώ έγινε πόλεμος κανονικός. Έχετε τρελαθεί;», ο Ιταλός θα του απαντήσει, καθώς περνούσε το λουρί του λασπωμένου Τόμσον στον ώμο του, «Ήρθες εδώ και σκάλισες τις στάχτες. Και τώρα απορείς με τη φωτιά;».

  Και ο Άρης, συστηματικά παρορμητικός και άμυαλος, θα σχεδιάσει μία δεύτερη προσέγγιση του “Βαπτιστή”. Κατά τον Ιταλό, μία προσέγγιση, εξίσου παράφρονα με την πρώτη. Ο Ιταλός θα προσφερθεί να συνδράμει τον Άρη, υπό έναν όρο: Ότι θα είναι, ο ίδιος, παρών στη συνάντηση. Και ο παλιός Μαφιόζος θα κάνει μία επίδειξη της εξ απαλών ονύχων Μαφιόζικης προϋπηρεσίας του, αποκλίνοντας αυθαίρετα από το σχέδιο που συμφωνήθηκε με τον Άρη και εισβάλλοντας στο διαμέρισμα της κόρης του “Βαπτιστή”, σε μία αναπαράσταση του “Σκουπιδιάρη” της Ιταλικής του προϊστορίας. Όπου με πρόσχημα, κάλυψη και καμουφλάζ την Ιταλική του “επένδυση”, ήτοι ξέφτια ρούχα και “μια μεγάλη μαύρη σακούλα τη σκούπα και το φαράσι του γεμάτο ξερά φύλλα” θα ξεγελάσει τον φρουρό, για να ανέβει στο διαμέρισμα, όπου και θα περιμένει τον “Βαπτιστή”.

  Ο Μαζουράκης θα πλέξει την ακροτελεύτια ουρά του μύθου του, μαστορικά. Το τελικό προϊόν: Ο “Βαπτιστής” θα φορέσει το κίτρινο αδιάβροχο, αντί του Άρη, στο θανάσιμο πέρασμα επάνω στη γέφυρα και εμπρός στο στόχαστρο του ελεύθερου σκοπευτή, που άκουγε στο όνομα “Πιγκάλ”…        

  Όμως, μην το ξεχνάμε: Το απλήρωτο χρέος του Άρη, στον “Νεκροθάφτη”, παραμένει. Και ξέρετε πολύ καλά τι θα συμβεί. Το έχετε διαβάσει. Όμως, μάλλον σας διαφεύγει. Αν το τελευταίο είναι γεγονός, θα σας πρότεινα να επιστρέφατε, πολύ πίσω, στην τρίτη παράγραφο της σελίδας 16…

  Την ξαναδιαβάσατε;

  Οπότε, συμπεραίνετε: Το τέλος του Άρη είναι, εν πάση περιπτώσει, προδιαγραμμένο. Μπορεί να γλύτωσε, με την πρώτη. Δεν θα γλυτώσει, με τη δεύτερη. Δεν θα με εξέπληττε η ένσταση του Μουζουράκη, εδώ: Είναι βέβαιο ότι “ο μεγαλομέτοχος ασφαλιστικής εταιρείας” (“Νεκροθάφτης”, για τους φίλους) θα επέμενε να αναθέσει το συμβόλαιο θανάτου σε κάποιον Πιγκάλ, που σκότωσε -αντί του συμφωνηθέντος θύματος- τον …εντολέα του;…

  Το “Κακό χαρτί” είναι ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα, θα έλεγα ιδιαίτερα “πολυθραυσματικά” γραμμένο. Ο Μουζουράκης επιδίδεται σε μία χρονικά αφηνιασμένη ανακολουθία σκηνών και γεγονότων. Συχνά μέσα στο ίδιο Κεφάλαιο. Όμως, το σημαντικότερο: Ο μύθος του παραμένει απολύτως συνεκτικός. Ένα μικρό κατόρθωμα!

  Παρακολουθήστε, εάν έχετε την υπομονή:

 

  •  Κεφάλαιο 0 – “Πιγκάλ” (σελ. 11-16): Σε “fast forward”, ήδη το τέλος της ιστορίας (αλλά ακατάληπτο, για κάποιον που δεν την έχει διαβάσει).
  •  Κεφάλαιο 1 – “Επιχείρησις Γης Μαδιάμ” (σελ. 17-25): Πρώτη εμφάνιση του Άρη στο καρέ των τριών γερόντων, στο καφενείο της Μαρίας. Έχει προηγηθεί η χαρτοπαικτική συνάντηση του Κεφαλαίου 2.
  •  Κεφάλαιο 2 – “Ο λαγός” (σελ. 26-42): Το χαρτοπαικτικό Βατερλό του Άρη. Από τα ελάχιστα “αυτοτελή” Κεφάλαια.
  •  Κεφάλαιο 3 – “Goin’ out West” (σελ. 43-71): Ο Άρης στο μπαρ, το πρώτο ξυλοφόρτωμα, ο Άρης νικητής στα σημεία, αλλά πληγώνεται στο πόδι. Στο ίδιο Κεφάλαιο, ο Άρης φωτογραφίζει το ρετσίνι και την Καγιέν. Και στο ίδιο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην πρώτη εμφάνιση του Άρη στο Καφενείο της Μαρίας (όπως και στο Κεφάλαιο 1).
  •  Κεφάλαιο 4 – “Κακό χαρτί” (σελ. 72-91): Ο Καπετάνιος διηγείται Σαρακατσαναίικες ιστορίες των αρχών του αιώνα (η σκηνή της σελίδας 75, σελίδα ανθολογίας). Στο σήμερα, ο Άρης μαθαίνει τον ιδιοκτήτη της Καγιέν και πρωτοεμφανίζεται το όνομα του “Βαπτιστή”. Ο Ιταλός κερδίζει σε παρουσία.
  •  Κεφάλαιο 5 – “Balada para un loco” (σελ. 92-110): Ο Άρης στο μπαρ του “Βαπτιστή”. Θα κάνει το λάθος να αναφερθεί στα της Καγιέν. Θα φύγει αιωρούμενος, λόγω αλκοόλ. Δεν θα προσέξει το αυτοκίνητο που τον ακολούθησε. Από τα ομοιογενή Κεφάλαια.
  •  Κεφάλαιο 6 – “Ρελάνς” (σελ. 111-147): Ο Καπετάνιος διηγείται ιστορίες του Εμφυλίου. Ο ορισμός του τραγικού. Επιστροφή στο σήμερα. Σελίδα ανθολογίας, η 132. Μία εξαιρετική πινελιά χιούμορ που το κείμενο έχει ανάγκη, στη σελίδα 133. Ο Δάσκαλος φιλοσοφεί επί 6,5 σελίδες? είναι πολύ. Ο Άρης υφίσταται δολοφονική επίθεση? τα επίχειρα της αφροσύνης του, στο μπαρ του “Βαπτιστή”… Γνωριμία με τον μικρό Ρομά.
  •  Κεφάλαιο 7 – “Πλάνητες και πλανήτες” (σελ. 148-151): Ο απολαυστικός μονόλογος του μικρού Ρομά. Πρώτη ένδειξη ότι ο Φώτης, γιος της Μαρίας, έπεσε θύμα του “Βαπτιστή”. Κεφάλαιο χρονικά ομοιογενές.
  •  Κεφάλαιο 8 – “Κόντρα ρελάνς” (σελ. 152-221): Flash back στο 1980 και η προϊστορία του “Βαπτιστή”, κατά κόσμον, Ιωάννη Οικονόμου. Μπουμπούκι. Από το λαθρεμπόριο καυσίμων στις δουλειές με τη Μαφία των ναρκωτικών. Χρήμα για όλους… Ο Μουζουράκης αναφέρεται επίσης στον Γοργοπόταμο του ’64, τη μασονική Ρ2 και τη Γκλάντιο του σταθμού της Μπολόνια, του ’80, την έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου του ’69. Η αναφορά, ενδεικτική! Επαναφορά, στο 1980 και στον Φώτη, πρωτοπαλίκαρο του “Βαπτιστή” αλλά και της Τζένης, ιδιοκτησίας του γκάγκστερ. Σφάλμα! Καπετάνιος και Ιταλός δασκαλεύουν τον Άρη, για τον τρόπο προσέγγισης του “Βαπτιστή”. Νέα επιστροφή στον Εμφύλιο και στην -το λιγότερο- τραυματική προϊστορία του Καπετάνιου. Οδηγίες στον Άρη για το πού θα βρει το καταχωμένο πιστόλι, ρετάλι της Βάρκιζας? το Κεφάλαιο 8 είναι ένα παροξυσμικό  τουρμπιγιόν.
  •   Κεφάλαιο 9 – “Ο θερισμός” (σελ. 221-269): Καπετάνιος και Ιταλός, ομάδα -αυτοκτονικής- εφόδου, κατά των μπράβων του “Βαπτιστή”. Κάπου στη μέση της σκηνής, επιστροφή στον Εμφύλιο, έτος 1949? ο Καπετάνιος διηγείται. Ανεξάντλητα. Αλλά εξαιρετικά πειστικά. Επιστροφή στους καμικάζι Ιταλό και Καπετάνιο. Θα καθαρίσουν τη δουλειά για τον Άρη. Συμπλοκή ανθολογίας! Ο Ιταλός θα νικήσει. Όχι, ο Καπετάνιος… Αριστοτεχνική παρένθεση με τα παθήματα του Δασκάλου, που, διωκόμενος από το σμάρι των ολιγοφρενών και αναλφάβητων, θα “τρέμει τη μέρα που θα ξεχάσει ότι η υπέρμετρη οργή γεννά την παραφροσύνη”. Πίσω στο σκηνικό της συμπλοκής και ο Ιταλός θα εκτελέσει τον τραυματία μπράβο, όχι πριν του εκμαιεύσει την ιστορία πίσω από τον “Βαπτιστή” και τον Φώτη. Το Κεφάλαιο θα κλείσει με τη θητεία του Ιταλού στη Ντραγκέτα, μια ιστορία-μυθιστόρημα, από μόνη της.  Το Κεφάλαιο 9 ανταγωνίζεται το προηγούμενό του, σε όρους χρονικής παλινδρόμησης και ο Μουζουράκης  τοποθετείται στους αντίποδες της χρονικής ακολουθίας.
  • Κεφάλαιο 10 – “Το δέρμα του θανάτου” (σελ. 269-283): Η ταφή του καπετάνιου, υπό τους ήχους του Τάσου Λειβαδίτη ή η ωδή στην ανδρική φιλία. Πανέμορφο το κείμενο των πρώτων σελίδων του. Ίσως το επιγραμματικότερο της γραφής του Μουζουράκη. Κείμενο αυστηρά λιτό, που εξαίρει και δεν εξαιρεί την ποιητικότητα.   
  • Κεφάλαιο 11 – “Χειμώνας” (σελ. 284-286): Σουρεαλιστική γραφή. Ένα Κεφάλαιο που θα είχε θέση οπουδήποτε στον μύθο. Εδώ, χρήσιμο για το στήσιμο του σκηνικού που θα ακολουθήσει.
  • Κεφάλαιο 12 – “Ο οβολός του βαρκάρη” (σελ. 287-308): Ο Ιταλός αναλαμβάνει υπηρεσία. Οι παλιές ημέρες είναι πάντα χρήσιμες… Ο Ιταλός “κάνει χαρτιά”. Συμπαίκτες του ένας τελικά απλοϊκός “Βαπτιστής” -απλοϊκός απέναντι στη χθόνια ιδιοφυΐα του Ιταλού- και ένας εφηβικής απλοϊκότητας Άρης. Η τράπουλα σημαδεμένη και ο Ιταλός καταλαμβάνει τις πρώτες τρεις θέσεις.
  • Κεφάλαιο 13 – “Ήρεμη λύσσα” (σελ. 309-311): Ο Δάσκαλος μαθαίνει πόκα στον μπόμπιρα Ρομά. Κείμενο εμβόλιμο και ίχνη σαδισμού του Μουζουράκη, που επιλέγει να βλέπει τον αναγνώστη του να τρώει, ανυπόμονα, τα νύχια του.
  •  Κεφάλαιο 14 – “Ρέστα” (σελ. 312-317): Ο Ιταλός που θα εκμαιεύσει από τον “Βαπτιστή” την ιστορία του Φώτη. Και θα αποφασίσει για την  τύχη του “Βαπτιστή”. Έχει κάθε λόγο, «Έχω δυο σκοτωμένους φίλους στην πλάτη μου και τίποτα δεν είναι βαρύτερο απ’ το κουφάρι ενός φίλου». Και θα στείλει τον “Βαπτιστή”, στη γέφυρα. Όπου…
  • Κεφάλαιο 15 – “Πιγκάλ” (σελ. 318): … … …

 

  Εκδοτικά, ο Μουζουράκης έχει πρόβλημα εθνικότητας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το “Κακό χαρτί” θα έβρισκε, πολύ εύκολα, ένα περιβάλλον οικείο, οι Manchette και Fajardie θα του είχαν ανοίξει διάπλατα τον δρόμο? και αυτό, ήδη από το πρώτο του βιβλίο, το “Φίδια στο Σκορπιό”, πριν σχεδόν 7 χρόνια.

  Τον Σεπτέμβριο του 2011, με την ευκαιρία της 53ης Συνάντησης της Λέσχης μας, έγραφα για το πρώτο βιβλίο του Μουζουράκη, [Η γραφή Μουζουράκη δείχνει να παντρεύει -ευτυχής η σύζευξη- τις “σχολές” Αποστολίδη και Γκάκα. Που σημαίνει, ντύνει την άκρατη βία σε ένα εξαιρετικά κομψό περιτύλιγμα εύστοχης γλώσσας και εσωτερικής περιδίνησης], όπως και ότι [Η ιστορία -πρίσμα πολύεδρο- είναι μαστορικά στημένη]. Θα μπορούσε να είναι ο Πρόλογος και αυτών εδώ των Σημειώσεων…   

  Πόσο επηρέασαν τη γραφή του, τα σχεδόν 7 χρόνια που πέρασαν; Νομίζω, αρκετά. Το “αγροτικό” στοιχείο -συχνής παρουσίας στις νεοπολάρ ιστορίες- είναι πάντα παρόν, και ο Μουζουράκης κινείται το ίδιο άνετα, τόσο εντός, όσο και εκτός των τειχών. Οι χαρακτήρες του παραμένουν πολύ καλά σκιαγραφημένοι και οι διάλογοι είναι αβίαστα αντιπροσωπευτικοί του ομιλούντος. Στο “Κακό χαρτί”, δείχνει να ελέγχει καλύτερα τη γλώσσα. Ίσως τον βοηθά η ακραία σκηνογραφία του Εμφυλίου και η αναφορά στις μαφιόζικες ιστορίες της Ντρανγκέτα, και το ύφος στο “Κακό χαρτί” δείχνει ανεπιτήδευτα σκληρό και περισσότερο γωνιώδες, από αυτό του “Φίδια στο Σκορπιό”.

  Ένα στοιχείο που διαφέρει δραστικά, έναντι του πρώτου βιβλίου, είναι η δομή του μύθου. Έναντι του πρώτου βιβλίου όπου η πλοκή είναι σαφώς γραμμικότερη, η ιστορία στο “Κακό χαρτί” είναι πολλές ιστορίες, έδρες ενός πρίσματος που εμπλέκονται και απεμπλέκονται, συχνά παρενθετικά και στην ίδια Κεφαλαιακή ενότητα. Μία εμπλοκή, πιο σωστά, ένα πρακτικά αδιάκοπο πήγαιν-έλα στον χρονοχώρο. Πρόκειται για ιστορία που, για να μην εκφυλιστεί σε μανιέρα, απαιτεί  καλή συνθετική ικανότητα από τον συγγραφέα? που ο Μουζουράκης αποδεικνύει ότι την έχει. Αλλά και από τον αναγνώστη? που την έχει;

  Και ο Μουζουράκης είναι βουλιμικός! Όταν πρόκειται για  περιγραφή εποχής, οι παρεχόμενες δόσεις αγγίζουν τον κορεσμό. Τα συγκεκριμένα Κεφάλαια, ή τμήματα Κεφαλαίων, θα μπορούσαν θαυμάσια να συστήσουν το αντικείμενο ενός αξιόλογου διηγήματος. Οι ιστορίες του αντάρτικου στον Όθρυ ή των γκρεκάνικων χωριών της Καλαβρίας, αποτελούν καλό παράδειγμα.

  Στα λιγότερο θετικά, ένα στοιχείο που ο Μουζουράκης φαίνεται να έχει συμβιβαστεί μαζί του είναι αυτό της σύμπτωσης/ συγκυρίας (βλ. πιο πάνω, σελ. 4). Το θέμα είχε προκύψει και στο “Φίδια στο Σκορπιό”, όπου, σε δύο τουλάχιστον σημεία, η σύμπτωση είχε εξόφθαλμα συντρέξει τον συγγραφέα. Αλλά, είμαι έτοιμος να δεχτώ πως, αυτή η ευαισθησία περί τις συμπτώσεις σε έναν αστυνομικό μύθο, συνιστά υποχονδρία του υποφαινομένου…       

  Και, για να καταλήξω σε μία παράκληση προς στον Μουζουράκη: Κώστα, γράφε συχνότερα!