Ο νέος ισολογισμός

Θανάσης Διαμαντόπουλος 14 Ιαν 2013

Στη «θαυμαστή» νέα χώρα μας, αυτή που απεκάλυψε η κρίση, έχουν βέβαια εμφανιστεί πολλά δείγματα ηθικοπολιτικοκοινωνικής οπισθοδρόμησης. Παράλληλα όμως και τόσα δείγματα προόδου, που είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς αν είναι αρνητικό ή θετικό το τελικό πρόσημο του νέου ισολογισμού. Ας ξεκινήσουμε από τις αρνητικές εξελίξεις…

Εν πρώτοις, στην κοινωνική ανοχή στην ανομία: πριν από είκοσι τρία χρόνια βλέπαμε την Κοινοβουλευτική Ομάδα του τότε κραταιού ΠΑΣΟΚ να χειροκροτεί φρενιτιωδώς έναν πρώην εισαγγελέα, υπουργό του Κινήματος, παραπεμπόμενο για εξαπάτηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας! Ο βλακώδης εθνικός «πατριωτισμός» εκείνης της συμπεριφοράς όμως, μπορεί να συγκριθεί σε απαξία με τον άλλου είδους «πατριωτισμό» που συνιστά, για παράδειγμα, σήμερα η έμπρακτη στήριξη, το χειροκρότημα, η επιβράβευση, η οποία παρέχεται από ένστολους υπηρέτες της νομιμότητας(!) προς συναδέλφους τους, παραπεμπόμενους για… εμπορία ναρκωτικών;

Δεύτερον, στα όρια του ανεκτού πολιτικού καιροσκοπισμού και εκχυδαϊσμού. Πώς να συγκριθούν οι χθεσινοί εθνοβλαπτικοί σημαιοφόροι του πιο πρωτόγονου κομματισμού και της ανενδοίαστης δημαγωγίας με τους διαρκώς συνωμοσιολογούντες εθναμύντορες που σφραγίζουν το πολιτικό μας παρόν; Με τις δυνάμεις των άκρων, μάλιστα, να καραδοκούν να επωφεληθούν από την – αναπόφευκτη – κατάρρευση των προσδοκιών που δημιουργούν οι δυνάμεις της ανευθυνότητας; (Στο παρελθόν, τα άκρα δεν είχαν αυτόνομη πολιτική παρουσία. Σήμερα ένα ναζιστοειδές πολιτικό μόρφωμα όχι μόνον ευημερεί πολιτικά, αλλά και επιτυγχάνει νομιμοποιητική σύμπλευση, έστω και εξειδικευμένη, με εθνικιστικό κόμμα που προήλθε από τα σπλάχνα της παραδοσιακής Δεξιάς. Και κανείς δεν αναδεικνύει την ιστορική αναλογία με τη νομιμοποίηση που, πολύ νωρίς επί Βαϊμάρης, παρείχαν οι Γερμανοί Εθνικιστές στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα!)

Και, τέλος, τρίτον, στην κατάρρευση των ηθικών αναχωμάτων. Πότε, π.χ., η τρίτη εξουσία, «το αποκούμπι των αδύναμων και των αδικημένων», έχει τόσο προσβληθεί από το μικρόβιο του συντεχνιασμού; Και πότε το προνομιούχο υπαλληλικό προσωπικό της Βουλής εκβίαζε τόσο απροκάλυπτα πολιτεία και κοινωνία;

Από την άλλη, όμως, μπορούν να υποβαθμιστούν κάποια στοιχεία με αντίθετο πρόσημο;

Πώς μπορεί να αξιολογηθεί το ότι, σε συνθήκες κατάρρευσης ασφαλειών ή βεβαιοτήτων (με καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου για πολλούς συνέλληνες τέτοια ώστε να αισθάνονται πως δεν έχουν τίποτε πια να χάσουν), ένα σημαντικότατο ποσοστό επιμένει στον δύσκολο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας; Δείχνοντας να συνειδητοποιεί ότι, παρά τα όποια σφάλματα της γραφειοκρατίας της, τα θεσμικοπολιτικά ελλείμματα και τις προσβλητικές αμετροέπειες αξιωματούχων της, η Ευρώπη παραμένει ανάχωμα, ελπίδα και προοπτική;

Μπορεί να αγνοηθεί επίσης ότι στον παράγοντα που ευθύνεται ίσως περισσότερο για την κατάντια μας, δηλαδή τα ΜΜΕ, παράγονται πλέον φωνές αυτοκριτικής; Την ώρα, μάλιστα, που και κάποιοι πολιτικοί – π.χ. Λοβέρδος – τόλμησαν να τα καταδείξουν ως συνένοχα για την κατάσταση; (Ενώ, σχετικά, περιορίστηκαν ως προς την εμβέλειά τους οι εκπομπές-βιομηχανίες κοινωνικής αποχαύνωσης;)

Επιπρόσθετα: Το ότι πολιτικές δυνάμεις με τεράστιες διαφορές ιδεολογίας και πολιτικής προέλευσης, οι οποίες έως πρόσφατα χρησιμοποιούσαν εναντίον αλλήλων τα πιο θανατηφόρα όπλα του χυδαίου λαϊκισμού και της άμετρης δημαγωγίας, βρήκαν έστω και αργά τη δύναμη να συνεπωμισθούν τις κυβερνητικές ευθύνες (καταφέρνοντας μάλιστα, μέχρι σήμερα, να διαχειρίζονται τις αναπόφευκτες ενδοκυβερνητικές τριβές) είναι αμελητέο;

Και, τέλος, αυτό το σταδιακά αναπτυσσόμενο κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα θετικό παράπλευρο αποτέλεσμα της κρίσης;

Ποιο είναι λοιπόν το τελικό πρόσημο του ισολογισμού; Μήπως ισχύει ο συλλογισμός του Ν. Καζαντζάκη; «Το καλό και το κακό είναι οχτροί, αυτό είναι το πρώτο στάδιο της μύησης. Το καλό και το κακό είναι φίλοι, αυτό είναι το δεύτερο στάδιο της μύησης. Το καλό και το κακό είναι ένα, αυτό είναι το τρίτο στάδιο της μύησης, το ανώτερο που μπόρεσε να φτάσει ο νους του ανθρώπου»… Ητοι, μήπως χρειαζόμασταν την κρίση;

ΥΓ: Κύριε Στουρνάρα, η επίκληση ακραίων δημοσιονομικών αναγκών μπορεί να οδηγήσει σε νομιμοποίηση των παραλογισμών του φορολογικού νομοσχεδίου; Εκ των οποίων πολλοί οδηγούν σε μείωση των εισπρακτικών προοπτικών του κράτους, ενώ άλλοι – π.χ. η αυτόνομη φορολόγηση των μισθωμάτων – είναι επιπρόσθετα και προκλητικά αντικοινωνικοί;

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο