Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992)

dimart 21 Σεπ 2017

Σήμερα κλείνουν είκοσι πέντε χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Κοτζιά, αγαπημένου συγγραφέα, κριτικού και μεταφραστή. Το κείμενο της Ελένης Κεχαγιόγλου αποτελεί εισαγωγή στην Πολιορκία, το πρώτο βιβλίο του Κοτζιά, για την έκδοση που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα Τα Νέα (16/2/2013), στο πλαίσιο της σειράς «Ο ελληνικός 20ός αιώνας σαν μυθιστόρημα». Τα κείμενα του Ηλία Μαγκλίνη και του Γιάννη Παπαθεοδώρου αποτελούν τις εισηγήσεις τους στην εκδήλωση με τίτλο «Αλέξανδρος Κοτζιάς – Είκοσι χρόνια μετά – Γράφοντας χθες για το επώδυνο σήμερα» που διοργανώθηκε στο Megaron Plus στις 24/1/2013, από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με τις εκδόσεις Κέδρος. Το αφιέρωμα του dim/art περιλαμβάνει επίσης ένα απόσπασμα από την Πολιορκία, ένα κείμενο του Κώστα Στεργιόπουλου για τον Κοτζιά και την Πολιορκία, βίντεο από τις εκπομπές «Παρασκήνιο» και «Αντιθέσεις» με τον Κοτζιά να μιλά για τον Παπαδιαμάντη και ένα ηχητικό ντοκουμέντο από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη, στο οποίο ο Κοτζιάς μιλά για τον Στρατή Τσίρκα.

«Με πόση αναλγησία αυτοκαταστρέφονται οι άνθρωποι»

—της Ελένης Κεχαγιόγλου—

O Αλέξανδρος Κοτζιάς, επιφανής εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, υπήρξε συγγραφέας που υπερέβη την εποχή του ή, μάλλον, που υπερέβη τον αναγνωστικό «ορίζοντα προσδοκιών» οπωσδήποτε του μεταπολέμου αλλά ίσως και της μεταπολίτευσης. Εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Πολιορκία, το 1953, με τα τραύματα του Εμφυλίου νωπά, με αριστερούς στα ξερονήσια της εξορίας και Πρωθυπουργό της Ελλάδος τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, του «Ελληνικού Συναγερμού», να εκπροσωπεί και να εκφράζει το «κράτος της δεξιάς». Το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία, από τον Αναγκαστικό Νόμο του 1947 και εξής, και παρότι αποδεκατισμένο μετά την ήττα στον Εμφύλιο, παρά επίσης και την απορία μερίδας των απλών μελών του για μια σειρά από ενέργειες (από το ότι ο Βελουχιώτης, εν μια νυκτί, από ήρωας κατέληξε προδότης επειδή αντιτάχθηκε στη Συμφωνία της Βάρκιζας, και η «γραμμή» έγινε αίφνης: «Ούτε ψωμί ούτε νερό στον προδότη τον Άρη», έως την καταδίκη ως χαφιέ του «διανοούμενου Γραμματέα» Νίκου Πλουμπίδη επειδή αποτόλμησε να προτείνει το 1950 στις Αρχές να παραδοθεί εκείνος προκειμένου να σωθεί ο Μπελογιάννης), είχε ισχυρή κοινωνική και ιδεολογική επιρροή, καθώς και το ηθικό πλεονέκτημα του ηττημένου, σε μια κοινωνία η οποία εξακολουθούσε να ταλανίζεται από τα ανεπίλυτα πάθη που την είχαν εξωθήσει στον Εμφύλιο. Σε έναν μισαλλόδοξο ψυχροπολεμικό κόσμο, όπου ο ιδεολογικός αντίπαλος εκπροσωπούσε και για τις δύο πλευρές την ταύτιση με το απόλυτο κακό, δεν νοείτο «προοδευτικός συγγραφέας» που να μην τίθεται με μανιχαϊστική βεβαιότητα υπέρ του απόλυτου Καλού στο έργο του, να μην καταγγέλλει τον ιδεολογικό εχθρό, να μην ανάγει σε ήρωές του (και σε Ήρωες) τους αριστερούς αγωνιστές. Δεν νοείτο καν να επιχειρεί να διερευνήσει την ψυχολογία των ανθρώπων που βρέθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο ερήμην τους, ιστορικά υποκείμενα σε μια περίοδο πολλαπλών εθνικών εγκλημάτων. Πολλώ δε μάλλον, δεν νοείτο συγγραφέας προοδευτικός, μη αντιδραστικός, να επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο στο έργο του έναν αρνητικό ήρωα, τον Μηνά Παπαθανάση, στέλεχος της Χωροφυλακής, που η ιστορική συγκυρία τού κλήρωσε την περίοδο της Κατοχής να επιδίδεται στο κυνηγητό των επαναστατών.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς προέβη σε όλα τα παραπάνω, ασυγχώρητα για την εποχή του, «λάθη» ? και, μοιραία, παραναγνώστηκε· παρερμηνεύτηκε διότι βρέθηκε εκτός του κανόνα του κυρίαρχου ανταγωνιστικού ιδεολογικού διπόλου. Ήταν 27 χρόνων το 1953 όταν εξέδωσε την Πολιορκία, το πρώτο του μυθιστόρημα· έως έναν χρόνο νωρίτερα υπηρετούσε τη μακρά στρατιωτική θητεία του (1948-1952). ΕΠΟΝίτης στη διάρκεια της Κατοχής (αρχισυντάκτης επίσης στο παράνομο περιοδικό-όργανο της ΕΠΟΝ Μαθητική Φωνή, όπου και πρωτοδημοσίευσε διήγημά του ωςμαθητής του Βαρβακείου), είχε εγκαταλείψει το 1947 τη Νομική στην οποία εγγράφηκε το 1943, επειδή δεν τον ενδιέφεραν τα νομικά, είχε ήδη δει το πατρικό του να λεηλατείται και να πυρπολείται στις αιματηρές συγκρούσεις των Δεκεμβριανών του ’44 από μεικτής σύνθεσης πολιτικές δυνάμεις.

Η συνέχεια του αφιερώματος στο dimartblog