Dashiell Hammett: Το γυάλινο κλειδί

09 Φεβ 2017

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 

113η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας

(09.02.2017)

 

Dashiell HammettThe Glass Key

Το γυάλινο κλειδί

(ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ-2012)

The Glass Key (1931)

(Μετάφραση: Χίλντα Παπαδημητρίου)

Γράφει η Ελένη Σακαντάνη Μπότσογλου

Εισαγωγή

Sakantani1

Ελένη Σακαντάνη Μπότσογλου

 Το Γυάλινο κλειδί” δεν είναι το πρώτο έργο του Hammett που διαβάζουμε στη Λέσχη. Τον Μάρτιο του 2008 και τον Μάρτιο του 2014, με σημειώσεις του Αντώνη Γκόλτσου, είχαμε διαβάσει και συζητήσει το “Γεράκι της Μάλτας” και τον “Κόκκινο θερισμό”, αντίστοιχα, που είναι προγενέστερα μυθιστορήματα του Hammett, με κεντρικά πρόσωπα τους εμβληματικούς ντετέκτιβς Sam Spade και Continental Op, αντίστοιχα. Τυπικά δείγματα της τέχνης του Hammett. Τούτο δω δημοσιεύτηκε το 1930 και μοιάζει πιο φιλόδοξο. Με την πρώτη ματιά βλέπουμε πως είναι “καλοθρεμμένο” (410σελ).  Διαβάζοντάς το διαπιστώνουμε πως ο συγγραφέας έχει επεξεργαστεί συστηματικά την προσωπικότητα των κύριων προσώπων. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δυο κεντρικοί ήρωες, ο Νεντ Μπόμοντ και ο Πολ Μάντβινγκ δύο άντρες που τους συνδέει, εκτός των άλλων, μια δυνατή φιλία. Η σχέση αυτή είναι για μένα από τα πιο ελκυστικά στοιχεία του βιβλίου.

Περίληψη

 Είναι πολύ εύκολο να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της πλοκής. Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη, οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί στην αρχή κάθε κεφαλαίου επιτρέπουν να υπολογίσουμε πως η δράση διαρκεί περίπου δυο βδομάδες. Ο τόπος, που ονομαστικά δεν προσδιορίζεται, αλλά είναι μια πόλη που βρίσκεται σε απόσταση δυόμιση ωρών με το τρένο από την Νέα Υόρκη, παραπέμπει στη Βαλτιμόρη όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 26 του ο συγγραφέας μας.

 Στην πόλη αυτή κορυφώνεται η προεκλογική περίοδος που αφορά στο σύνολο των αρχών (πολιτικών και δικαστικών), οι οποίες ελέγχονται από τον  Πολ Μάντβινγκ, εργολάβο δημοσίων έργων και ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων. Από τις συζητήσεις του με τον Μπόμοντ αντιλαμβανόμαστε πως διαθέτει “υποστηρικτές” σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά και στον υπόκοσμο. Από την άλλη πλευρά η συμμορία του Σαντ Ο’Ρόρι, που δραστηριοποιείται στον υπόκοσμο της παράνομης εμπορίας αλκοόλ και ναρκωτικών, διεκδικεί όχι μερίδιο, αλλά το σύνολο της εξουσίας. Για να επικρατήσει ο Ο’Ρόρι έχει φροντίσει να βάλει στο χέρι την τοπική εφημερίδα Ο Παρατηρητής. Ο Νεντ Μπόμοντ είναι το πρωτοπαλίκαρο και ο σύμβουλος του Μάντβινγκ ενώ ο Ο’Ρόρι, που μοιάζει αρκετά ευφυής  για να μη χρειάζεται συμβουλάτορα, κυκλοφορεί κατά κανόνα με συνοδούς πιθηκόμορφους μπρατσάδες.

 Ένα  βράδυ, ο Μπόμοντ, βγαίνοντας από  συνάντηση σε νυχτερινό κέντρο, σκοντάφτει σε ένα πτώμα στην  κεντρική Τσάινα Στριτ. Αναγνωρίζει τον Τέιλορ Χένρι γιο του τοπικού γερουσιαστή αλλά δεν καλεί την αστυνομία πριν συναντηθεί με τον Μάντβινγκ. Του ζητά να τον διορίσει βοηθό εισαγγελέα ώστε να διεξάγει την έρευνα για τον φόνο.

 Πριν ξεκινήσει την έρευνα, ο Μπόμοντ βάζει μπρος μιαν άλλη επιχείρηση: ταξιδεύει για τρεις μέρες στη Νέα Υόρκη κυνηγώντας κάποιον Μπέρνι Ντισπέιν που πόνταρε για λογαριασμό του στον ιππόδρομο και το έσκασε με τα κέρδη. Για να τον στριμώξει, εφαρμόζει το μεγάλο κόλπο : “φυτεύει” στον χώρο όπου μένει ο Μπέρνι, με αριστοτεχνικό τρόπο,  το καπέλο του θύματος. Έπειτα του εξηγεί πως αν δε του αποδώσει, έντοκα, τα χρωστούμενα, τον περιμένει η ηλεκτρική καρέκλα. Επιστρέφοντας  ο Νεντ από τη Νέα Υόρκη με τα λεφτά στην τσέπη, οι δυο φίλοι Μάντβινγκ και Μπόμοντ χοντραίνουν το παιχνίδι ώστε να εξασφαλίσουν τη νίκη στις εκλογές. Ο Μπόμοντ προσπαθεί να διεισδύσει στο αντίπαλο στρατόπεδο προβάλλοντας ότι τα “έσπασε” με το αφεντικό του. Καταλήγει στο νοσοκομείο επειδή αρνείται να αποκαλύψει στον      Ο’Ρόρι τα μυστικά του Μάντβινγκ.

 

 Οπότε, αναλαμβάνουν δράση δύο γυναίκες. Η μία είναι η Όπαλ, κόρη του Μάντβινγκ. Μισεί τον πατέρα της επειδή τον θεωρεί δολοφόνο του αγαπημένου της Τέιλορ. Πλημμυρίζει την πόλη με ανώνυμες επιστολές που μέσω ερωτημάτων ενοχοποιούν τον Μάντβινγκ. Για να την ελέγξει ο πατέρας της την κλειδώνει στο δωμάτιό της. Η άλλη είναι η κόρη του γερουσιαστή Χένρι Τζάνετ που ο Μάντβινγκ επιθυμεί να παντρευτεί, ενώ εκείνη γοητεύεται από τον Μπόμοντ. Ποιος από τους δυο φίλους θα την κερδίσει; Μα φυσικά ο Νεντ: Θα  φύγουν μαζί για τη Νέα Υόρκη, αφού συμβάλουν από κοινού στην αποκάλυψη του δολοφόνου του Τέιλορ και στην εξουδετέρωση των εχθρών του Μάντβινγκ. Καθώς ο αγώνας για την εξουσία κορυφώνονταν προέκυψαν άλλα δυο πτώματα: Ο εκδότης του Παρατηρητή Μάθιους αυτοκτονεί, τον ωθεί σε αυτό ο Μπόμοντ ερωτοτροπώντας μπροστά στα μάτια του με τη νεαρή γυναίκα του. Ταυτόχρονα εξαφανίζει το σημείωμα του αυτόχειρα που καθιστούσε γενική κληρονόμο τη σύζυγό του, ώστε να βάλει στο χέρι την εφημερίδα. Τέλος ο Σαντ Ο’Ρόρι εκτελείται από έναν από τους “πιθήκους” του που ο Μπόμοντ έχει κάνει τύφλα στο μεθύσι.

 

Η Δράση

 Όπως είδαμε είναι πλούσια και επιταχύνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο μέχρι την αποκάλυψη του τέλους. Το βιβλίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις το όποιου εκδότη ή αναγνώστη ζητά αγωνία βία και αίμα. Η μάχη για την εξουσία είναι αδυσώπητη και χωρίς αρχές. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται. Το μόνο που λείπει για να ανταποκρίνεται το “Γυάλινο κλειδί” στα σημερινά μας γούστα είναι κάποιες σκηνές σκληρού ερωτισμού. Αντί γι αυτό, έχουμε την αφήγηση από τους μελλοντικούς (;)  εραστές Νεντ και Τζάνετ δυο ονείρων, που με τους συμβολισμούς τους θα ενδιέφεραν πολύ τον Σίγκμουντ Φρόυντ… Το μόνο “τολμηρό” κομμάτι είναι τα φιλιά που ανταλλάσσουν ο Μπόμοντ με την κυρία Μάθιους αλλά αυτά  εξυπηρετούν το σατανικό του σχέδιο, για τον έλεγχο του Παρατηρητή.

Η αφήγηση

 Είπαμε από την αρχή πως είναι ευθύγραμμη και εκτυλίσσεται σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια, λες και ο αφηγητής έχει κρατήσει σημειώσεις για ακριβή αναφορά των δραστηριοτήτων των ηρώων. “Ο Νεντ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δέκα και μισή” (σελ. 32). “Λίγο πριν από το μεσημέρι ο Νεντ Μπόμοντ έφυγε από το διαμέρισμά του” (σελ. 39). Σαν να ήταν ένας απανταχού παρών ιδιωτικός ντετέκτιβ.  Επαγγελματίας ντετέκτιβ υπάρχει στο βιβλίο  και λέγεται Τζακ, αλλά είναι πρόσωπο δευτερεύουσας σημασίας που ο κύριος ερευνητής, ο Νεντ – κατά δήλωσή του «απλός ερασιτέχνης ντετέκτιβ», ο ίδιος (σελ. 338) – έχει προσλάβει για βοηθητικές παρακολουθήσεις και έρευνες. Ο αφηγητής μοιάζει να διαθέτει, εκτός από σημειωματάριο, και φωτογραφική μηχανή υψηλής ευκρίνειας, όπου αποτυπώνονται όχι μόνον οι κινήσεις αλλά  οι σκέψεις  και τα συναισθήματα των ηρώων : “Ο Νεντ Μπόμοντ άφησε την εφημερίδα κατά μέρος, ήπιε τον καφέ που είχε μείνει στο φλιτζάνι του, ακούμπησε το φλιτζάνι και το πιατάκι στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του και έγειρε στα μαξιλάρια. Το πρόσωπό του ήταν κουρασμένο και ωχρό. Τράβηξε τα σκεπάσματα ως το λαιμό, έδεσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του και κάρφωσε δύσθυμα το βλέμμα του στην γκραβούρα που κρεμόταν ανάμεσα στα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας του. Έμεινε έτσι περίπου ένα μισάωρο, τελείως ακίνητος, αν εξαιρούσες τα βλέφαρά του. Κατόπιν έπιασε την εφημερίδα και ξαναδιάβασε την ιστορία. Καθώς διάβαζε, η δυσθυμία απλώθηκε από τα μάτια σε όλο το πρόσωπό του. Άφησε πάλι την εφημερίδα, σηκώθηκε από το κρεβάτι, αργά, κουρασμένα, φόρεσε πάνω από τις λευκές πιτζάμες του ένα κοντό κιμονό με μικρά καφέ και μαύρα σχέδια και, βήχοντας λιγάκι, πήγε στο καθιστικό του(σελ. 36-37). Εντυπωσιαζόμαστε, όχι μόνον από τη λεπτομερή περιγραφή των κινήσεων και των συναισθημάτων, αλλά και από τη διακριτική κομψότητα και το καλό γούστο του Νεντ, που εκ πρώτης όψεως δε θα περίμενε κανείς από το πρωτοπαλίκαρο ενός γκάγκστερ!

 Τη διαδοχή των γεγονότων δε διακόπτει καμιά αναδρομή στο παρελθόν, όλα εκτυλίσσονται στο “τώρα”. Αναπαράγονται μόνο κάποια άρθρα του Παρατηρητή, τα οποία όμως υπηρετούν την εξέλιξη της πλοκής. Οι αναφορές στο παρελθόν των κυρίων προσώπων είναι λακωνικές. Ο Μάντβινγκ: «Δεν περνιέμαι για κανένας Ναπολέοντας, Νεντ, αλλά άρχισα από θεληματάρης του Πάκι Φλόιντ στην 5η οδό και βρέθηκα εδώ που είμαι σήμερα» (σελ. 143). Για το παρελθόν του Μπόμοντ: «Από τη Νέα Υόρκη ήρθες εδώ, έτσι δεν είναι;» «Δεν έχω πει ποτέ και σε κανέναν από πού ήρθα». Τραβώντας το χέρι του από τα μαλλιά του ο Ο’Ρόρι έκανε μια μικρή χειρονομία διαμαρτυρίας. «Δεν φαντάζομαι να με περνάς για άνθρωπο που δίνει δεκάρα για την καταγωγή των άλλων» (σελ. 156).     

 “Το γυάλινο κλειδί” διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, όχι μόνο γιατί ο αναγνώστης καίγεται να μάθει τη συνέχεια, αλλά και γιατί ο Hammett γράφει απλά, με σύντομες προτάσεις, αποφεύγοντας τις αναδρομές στο παρελθόν, τις παρενθετικές ιστορίες, τις  αλλαγές οπτικής γωνίας. Όλα τα επεισόδια προσδιορίζονται όχι μόνο χρονικά αλλά και τοπικά. Κάθε νέο πρόσωπο που κάνει την εμφάνισή του περιγράφεται με σαφήνεια και συντομία: “Ο περιφερειακός εισαγγελέας Μάικλ Τζόζεφ Φαρ, ήταν ένας εύσωμος σαραντάρης. Τα κοκκινωπά κοντοκουρεμένα μαλλιά του στέκονταν όρθια πάνω από το κοκκινωπό εριστικό πρόσωπό του. Το καρυδένιο γραφείο του ήταν άδειο, εκτός από μια τηλεφωνική συσκευή κι ένα ογκώδες σετ γραφείου από πράσινο όνυχα: μια γυμνή μεταλλική φιγούρα που σήκωνε ψιλά ένα αεροπλάνο στέκονταν στο ένα πόδι ανάμεσα σε δυο πένες, μια μαύρη και μια λευκή, οι οποίες έγερναν λοξά, δεξιά και αριστερά, σχηματίζοντας κομψές γωνίες” (σελ 104). Αριστοτεχνική παρουσίαση ενός δημόσιου λειτουργού που βρίσκεται στη θέση του μόνο για να δέχεται οδηγίες από το αφεντικό του, τον Μάντβινγκ. Αξιοσημείωτο επίσης ότι  η περιγραφή αυτή είναι από τις ελάχιστες που κοσμούν το μυθιστόρημα.

Τα πρόσωπα

 Οι χαρακτήρες των κύριων προσώπων στο “Γυάλινο κλειδί” διαθέτουν περισσότερο βάθος από τις φιγούρες που κινούνται στον “Κόκκινο θερισμό”. Αντιλαμβανόμαστε πως ο συγγραφέας προσπάθησε να τους καταστήσει πιο ανθρώπινους. Ο Νεντ Μπόμοντ  και ο Πωλ Μάντβινγκ συνδέονται με πραγματικό δεσμό φιλίας, όπου ο εξαρτημένος δεν είναι αυτός που θα περίμενε κανείς. “Ο Νεντ απάντησε εκνευρισμένος πιάνοντας το σέικερ. «Εντάξει εικασίες κάνω απλώς. Ξέχασέ το» «Κόφτο Νεντ. Ξέρεις ότι οι εικασίες σου είναι σημαντικές για μένα. Αν έχεις κάτι στο μυαλό σου ξέρασέ το»”. Αλλά και ο Νεντ είναι πραγματικά αφοσιωμένος στον Πωλ, αφού για την επιτυχία του φίλου του στον προεκλογικό αγώνα ρισκάρει τα πάντα: τη σωματική του ακεραιότητα, ακόμα και τη ζωή του. “Άνοιξε το λουκέτο και σήκωσε το τζάμι. Έξω ήταν νύχτα. Πέρασε το ένα πόδι πάνω από το περβάζι, μετά το άλλο, ξάπλωσε μπρούμυτα στο περβάζι και, πιασμένος γερά από αυτό, άρχισε να κατεβάζει το σώμα του σιγά σιγά, αναζήτησε με τα πόδια του κάποιο στήριγμα, δεν βρήκε τίποτα και άφησε το σώμα του να πέσει (σελ. 180).

 Ο Νεντ θεωρείται από τη μητέρα και την κόρη του Πωλ μέλος της οικογένειας. Αποκαλεί την κυρία Μάντβινγκ “μανούλα” και εκμαιεύει από την ‘Όπαλ όλα της τα μυστικά. Ο ίδιος ο πανίσχυρος και αδίσταχτος Μάντβινγκ αποκαλύπτεται συναισθηματικά εξαρτημένος όχι μόνο από το φίλο του, αλλά και από τη μητέρα του αφού, ενώ βρίσκεται σε ώριμη ηλικία, εξακολουθεί να ζει μαζί της.  “Ο Μάντβινγκ διάλεξε την καρέκλα όπου καθόταν προηγουμένως η Τζάνετ Χένρι. Η ηλικία του φαινόταν πια στο πρόσωπό του, και κάθισε κουρασμένα. «Τι κάνει η Όπαλ;» τον ρώτησε ο Νεντ. «Καλά είναι το καημένο το παιδί. Από δω και πέρα θα είναι μια χαρά» «Εσύ την έφερες σε αυτό το χάλι» «Το ξέρω Νεντ. Χριστέ μου, το ξέρω πολύ καλά» Ο Μάντβινγκ τέντωσε τα πόδια του και κοίταξε τα παπούτσια του. «Δεν νομίζω να πιστεύεις ότι νιώθω περήφανος για τον εαυτό μου». Έπειτα από μία παύση ο Μάντβινγκ πρόσθεσε: «Νομίζω … ξέρω ότι η Όπαλ θα ήθελε να σε δει πριν φύγεις» «Θα πρέπει να την αποχαιρετήσεις εκ μέρους μου- και τη μανούλα επίσης. Φεύγω στις τέσσερις και μισή» Ο Μάντβινγκ σήκωσε τα γαλανά του μάτια που ήταν συννεφιασμένα από αγωνία. «Έχεις δίκιο φυσικά Νεντ» είπε βραχνά «αλλά … ε… ένας Θεός ξέρει πόσο δίκιο έχεις!»”.

 Η παρουσία των γυναικών στο “Γυάλινο κλειδί” είναι ευδιάκριτη αλλά όχι καθοριστική. Τρεις ανήκουν στην καλή κοινωνία, η Όπαλ Μάντβινγκ, η Τζάνετ Χένρι και η Ελοΐζ Μάθιους. Και οι τρεις είναι νέες, εξαρτημένες κοινωνικά, από τον πατέρα τους, οι δυο πρώτες, από τον σύζυγο, η τρίτη. Η μόνη που κινείται αυτόνομα είναι η κοπέλα του Μπέρνι Ντισπέιν, η οποία ασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα. Η δράση τους πηγάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το συναίσθημα, ενώ όλες τους είναι ξανθιές. Υπάρχει και η ηλικιωμένη μητέρα του Μάντβινγκ,  αλλά όπως λέει και η ίδια  (σελ 51-52) δεν ανακατεύεται σε ανδρικές υποθέσεις.

Ο τίτλος

 Αναφέρεται σε ένα όνειρο που αφηγείται η Τζάνετ Χένρι στον Νεντ Μπόμοντ όταν η σχέση τους αρχίζει να παίρνει μορφή και αποφασίζουν να συνεργαστούν για να αποκαλύψουν τον δολοφόνο του Τέιλορ Χένρι. “«Είχαμε … αυτό είναι το όνειρο … είχαμε χαθεί σ΄ ένα δάσος – εσύ κι εγώ – κι ήμασταν κουρασμένοι και πεινασμένοι. Περπατούσαμε ώρες ατελείωτες, μέχρι που φτάσαμε σ΄ ένα σπιτάκι και χτυπήσαμε την πόρτα αλλά δεν άνοιξε κανείς. Δοκιμάσαμε την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Κοιτάξαμε από το παράθυρο και είδαμε ένα τεράστιο τραπέζι φορτωμένο με κάθε λογής φαγητά, αλλά ούτε από τα παράθυρα μπορούσαμε να μπούμε , επειδή είχαν σιδερένια κάγκελα. Πήγαμε πάλι στην πόρτα και χτυπήσαμε πολλές φορές, δεν μας άνοιξε κανείς. Τότε σκεφτήκαμε ότι πολλές φορές οι άνθρωποι αφήνουν το κλειδί τους κάτω από το χαλάκι της πόρτας, ψάξαμε και το βρήκαμε εκεί. Αλλά μόλις ανοίξαμε την πόρτα, είδαμε χιλιάδες φίδια στο πάτωμα, τα οποία δεν φαίνονταν από το παράθυρο, κι όλα έρχονταν προς το μέρος μας. Κλείσαμε αμέσως την πόρτα και την κλειδώσαμε, και τα ακούγαμε έντρομοι να σφυρίζουν και να χτυπάνε τα κεφάλια τους στο εσωτερικό της πόρτας. Τότε μου πρότεινες να ανοίξουμε την πόρτα και να κρυφτούμε, οπότε τα φίδια θα έβγαιναν έξω και θα χάνονταν, και αυτό κάναμε. Με βοήθησες να σκαρφαλώσω στη στέγη, μέχρις ότου χάθηκε και το τελευταίο φίδι έρποντας στο δάσος. Τότε πηδήξαμε κάτω και τρέξαμε μέσα και κλειδώσαμε την πόρτα και αρχίσαμε να τρώμε μέχρι σκασμού και ξύπνησα καθισμένη στο κρεβάτι, χειροκροτώντας και γελώντας» «Νομίζω ότι το έβγαλες από το μυαλό σου» της είπε ο Νεντ έπειτα από μικρή παύση(σελ. 341). Την άλλη, απαισιόδοξη εκδοχή του ονείρου, τη διαβάζουμε στη σελ. 405 “«Σ΄ εκείνο το όνειρο … δεν σου είπα … το κλειδί ήταν γυάλινο και θρυμματίστηκε στα χέρια μας μόλις ανοίξαμε την πόρτα, επειδή η κλειδαριά ήταν στενή και το ζορίσαμε για να μπει»… «Δεν μπορέσαμε να κλειδώσουμε τα φίδια στο σπίτι κι αυτά άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω μας, και ξύπνησα ουρλιάζοντας»”.

 Οι συμβολισμοί είναι πολλαπλοί, εύθραυστοι, σαν το γυάλινο κλειδί. Το κλειδί του παραδείσου που τελικά ανοίγει την πόρτα της κόλασης; Το κλειδί της απαγορευμένης γνώσης που καταδικάζει όποιον γνωρίζει να ζει με τις ενοχές του;  Μπορεί όμως να είναι το κλειδί της ελευθερίας, μιας δύσκολης και εύθραυστης ελευθερίας. Έχοντας αποδεσμευτεί από όλα, η Τζάνετ και ο Νεντ είναι πλέον ελεύθεροι να κατευθύνουν τη μοίρα τους,  μαζί ή χώρια.   Ο Hammett τους εγκαταλείπει μέσα στο βαγόνι του τρένου για τη Νέα Υόρκη, αφήνοντας τον αναγνώστη να δώσει ο ίδιος ένα τέλος στη υπόθεση. Η απέραντη, πολύχρωμη και ακοίμητη μητρόπολη είναι μπροστά τους.

 Περί κλασικισμού και ποιότητας    

 Στη συλλογή δοκιμίων “Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος” που δημοσίευσε το 2009, στις εκδόσεις ΑΓΡΑ,  ο Ανδρέας Αποστολίδης αφιερώνει στον Hammett το κείμενο “Ο αφηγηματικός παροξυσμός του Χάμμεττ”. Τον θεωρεί εισηγητή του είδους “σκληρό” ή “μαύρο” αστυνομικό μυθιστόρημα. Το ξεχωρίζει από το “κλασικό” που κινείται σε ένα “ντεκόρ βικτωριανού τύπου” όπου ο ερευνητής αναλαμβάνει να μας οδηγήσει στη λύση του αινίγματος με μοναδικό όπλο τη φοβερή εξυπνάδα του. Οι ήρωες είναι καθώς πρέπει και ο συγγραφέας αποφεύγει τις υπερβολικές φρικαλεότητες. Αντίθετα στο hard boiled τα πτώματα σωρεύονται, οι μάχες στο κέντρο ή τις παρυφές της πόλης διαδέχονται η μία την άλλη. Οι εγκληματίες δρουν οργανωμένα και τα κίνητρα είναι το χρήμα και η εξουσία (που εξασφαλίζει το χρήμα). Τυπικό παράδειγμα “Ο κόκκινος θερισμός”, έργο του 1929, για το οποίο στις Σημειώσεις του ο Αντώνης  Γκόλτσος γράφει πως μετά την πρώτη ανάγνωση είχε μία όχι ευχάριστη επίγευση, αίσθηση που  δεν επιβεβαιώθηκε και που τελικά ανατρέπεται από τις Σημειώσεις του. Για τον σημερινό αναγνώστη, η δωρική απλότητα του “Κόκκινου θερισμού” αρχικά ξενίζει.

 Στη σελ.164 του δοκιμίου του γράφει ο Αποστολίδης:  “Στο φιλόδοξο και κρυπτογραφικό στο νόημα έργο του,Το γυάλινο κλειδί”, (ο Hammett) επιχειρεί έναν πρωτότυπο όσο και παράδοξο συγκερασμό του “σκληρού” αναγνώσματος και του κοινωνικού μυθιστορήματος, με το ψυχολογικό διήγημα και το όνειρο … Το τι  κάνουν, θέλουν ή σκέφτονται οι χαρακτήρες … ο αναγνώστης το διαπιστώνει μέσα από μια ομίχλη υπονοούμενων και αρχικά ψευδών εντυπώσεων, διότι οι πληροφορίες προέρχονται αποκλειστικά από τους διαλόγους. Το σωστό ή το λάθος των πράξεών τους είναι αδύνατο να το κρίνει ο αναγνώστης”. Αντίθετα θεωρώ πως για τον αναγνώστη του Hammett το θέμα του “σωστού ή λάθους”, δεν τίθεται: όλα τα πρόσωπα του έργου κινούνται σε ένα πλαίσιο όπου δεν υπάρχουν ηθικά ζητήματα. Τα κύρια πρόσωπα μάχονται για να επικρατήσουν. Αν χάσουν στην καλύτερη περίπτωση πρέπει να φύγουν, στη χειρότερη, να πεθάνουν.               Γι αυτό, για μένα, ο Hammett εισήγαγε τον ρεαλισμό στο αστυνομικό μυθιστόρημα.

 Και λίγες λέξεις, για τη Μετάφραση. Η Χίλντα Παπαδημητρίου “αστυνομικός” συγγραφέας η ίδια, και δόκιμος μεταφραστής των Αμερικανών hard-boilers, D. Hammett, R. Chandler, R. Macdonald (και όχι μόνον), δεν λάθεψε ούτε αυτήν τη φορά. Ας μην γελιόμαστε, σχετικά με το “απλό” στιλ του Hammett. Ένα λιγότερο λόγιο κείμενο δεν σημαίνει ένα ευκολότερο για μετάφραση κείμενο. Θα έλεγα πως ένα απλό κείμενο είναι δυσκολότερο, σε όρους μεταφοράς της “ατμόσφαιρας”, μέσα από τη μετάφραση. Και η Χίλντα μετέφερε, εδώ, ρυθμό και ένταση, ακέραια, ανέπαφα και αυτούσια. Καθόλου, εύκολο!    

Ελένη Σακαντάνη Μπότσογλου, Αθήνα, Φεβρουάριος, 2017