Δώστε χρόνο στην Ελλάδα!

Γιάννης Καλογήρου 03 Ιουν 2012

Για όσους -και φαίνεται ότι αποτελούμε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις- υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας και «την πάση θυσία παραμονή στην Ευρωζώνη», ιδιαίτερα τώρα που ζούμε σε έναν πολύ ταραγμένο κόσμο, η επιλογή της καταγγελίας είναι επικίνδυνη, ατελέσφορη και πιθανότατα αναντίστρεπτη. Ακόμη και αν η πιθανότητα να οδηγήσει η καταγγελία σε μια αναγκαστική αποχώρηση από την Ευρωζώνη είναι μικρή- που δεν είναι-, η επίπτωση θα είναι πελώρια. Θα σημάνει ακόμη πιο οδυνηρές οικονομικές συνέπειες για πολύ μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως όμως θα σηματοδοτήσει την «πολιτική υποβάθμιση» της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα. Ο πολιτικός δρόμος από την Ευρώπη στη Βόρεια Αφρική δεν είναι μακρύς.

Αν, από την άλλη πλευρά, χρειάζεται να «δοθεί χρόνος στην Ελλάδα» -όπως υποστηρίζουν οι σοφότεροι παλαιότεροι μεγάλοι Ευρωπαίοι πολιτικοί- και να αντιμετωπισθεί ευρύτερα η κρίση της Ευρωζώνης, τότε επί της ουσίας η επιλογή της αναθεώρησης ή της επαναδιαπραγμάτευσης διαφέρει κυρίως ως προς το εσωτερικό «πολιτικό μάρκετινγκ». Η αναθεώρηση θα πρέπει να προκύψει μέσα από μια διαλεκτική «τήρησης δεσμεύσεων» και ενεργού συμμετοχής της χώρας μας στο πλαίσιο μιας διεργασίας αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής πορείας μέσω συνεχών διαπραγματεύσεων, οικοδόμησης συμμαχιών, αντιπαραθέσεων, αλλά και συγκλίσεων. Αλλωστε, η ειρηνική μεταπολεμική ευρωπαϊκή ενοποίηση σφραγίσθηκε από συγκρούσεις, διαπραγματεύσεις και αναγκαίους συμβιβασμούς – άλλοτε προωθητικούς και άλλοτε όχι. Ομως, ακόμη και η ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα μόνη της είναι μικρή σε πλανητική κλίμακα. Και η Ελλάδα ακόμη μικρότερη για να παραμείνει «ανάδελφη». Η Ευρώπη ή θα γίνει ομοσπονδιακή ή συνεχώς θα περιθωριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προοπτικής, η χώρα μας θα πρέπει να επιδιώξει αλλαγές που θα κινούνται σε δύο κατευθύνσεις:

Πρώτον, διασφάλιση μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα τόσο για τον αναγκαίο δημοσιονομικό εξορθολογισμό (από την πλευρά των δαπανών αλλά και από την πλευρά των εσόδων), όσο και για μια καλά σχεδιασμένη και συστηματική προώθηση εκείνων των διαρθρωτικών αλλαγών (με έμφαση στη μεταρρύθμιση και την ανασυγκρότηση του κράτους και την ενθάρρυνση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης) που διευκολύνουν τη διαμόρφωση μιας νέας αναπτυξιακής δυναμικής με την παράλληλη διασφάλιση των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.

Δεύτερον, χρηματοδοτική και τεχνική υποστήριξη ενός προγράμματος υποδομών μεγάλης κλίμακας (συμβατικών, ηλεκτρονικών, ερευνητικών και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού), με ταυτόχρονη διασφάλιση των όρων για την αποτελεσματική και αποδοτική διοίκηση της υλοποίησής του. Αλλωστε, σε λίγο, συμπληρώνεται μια δεκαετία από την ολοκλήρωση των τελευταίων μεγάλων έργων υποδομής.

Ομως, το κεντρικό πρόβλημα σήμερα είναι ο τερματισμός της διάχυτης αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας. Η αβεβαιότητα αυτή παραλύει κάθε πρωτοβουλία στον δημόσιο τομέα αλλά και στον επιχειρηματικό τομέα, ακόμη και στο επίπεδο του οικογενειακού και προσωπικού προγραμματισμού. Η αβεβαιότητα συμβάλλει καθοριστικά στην ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και παρατείνει επικίνδυνα μια τροχιά παρακμής. Το οικονομικό πρόβλημα της χώρας έχει γίνει σήμερα πρωταρχικά πολιτικό. Αμφισβητείται η ικανότητα πολιτικής διαχείρισης των προβλημάτων του οικονομικού και κοινωνικού βίου μας. Και επειδή στην ελληνική οικονομία και κοινωνία οι θεσμοί ποτέ δεν ήταν αποτελεσματικοί, ο ρόλος προσώπων και ηγετικών ομάδων μεγεθύνεται. Αν καταφέρουμε να μείνουμε στο ευρωπαϊκό γήπεδο και πείσουμε ότι αρχίζουμε- πέρα από τις έως σήμερα μεγάλες θυσίες- ως πολιτική ηγεσία και κοινωνία «να κάνουμε κάτι δημιουργικό», χωρίς άλλα αναποτελεσματικά αυτομαστιγώματα και ισοπεδωτικές κριτικές που μπορούν να μας πάνε πίσω έως την απαρχή του ελληνικού κράτους, τότε μπορούμε και να ελπίζουμε.

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

.

To άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο «Έθνος» το Σάββατο 3/6/2012