Για μια νέα τροχιά της ελληνικής οικονομίας

Γιάννης Καλογήρου 11 Μαρ 2014

Αυτές οι ευρωεκλογές γίνονται σε μια πολύ ιδιαίτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα κι ενώ τις ευρωπαϊκές κοινωνίες διαπερνά, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η αβεβαιότητα (που σημαίνει: δεν γνωρίζω τι θα γίνει αύριο) και η ανασφάλεια που εκφράζονται με έναν γενικευμένο και συγκεχυμένο φόβο. Φόβο για το μέλλον, φόβο για τον επιούσιο, φόβο για την ασφάλεια, φόβο έναντι του διαφορετικού – όπως κι αν είναι αυτό. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σε υπερένταση, σε σύγχυση και φοβούνται. Αυτό λέγεται κρίση δημοκρατίας και στην ιστορία ανάλογες κρίσεις τροφοδότησαν πολέμους.

Σε τούτη εδώ τη συγκυρία, αυτός ο φόβος τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό, που όπως είπε τις προάλλες ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο στο Στρασβούργο, ο ευρωσκεπτικισμός σκοτώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και στη διαμόρφωσή του καθοριστικό και αποδομητικό ρόλο παίζει το δημοκρατικό έλλειμμα στον τρόπο λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων, αυτό που έπαιξε τον καθοριστικό, αποδομητικό ρόλο. Η Ευρώπη επομένως χρειάζεται θεσμική ανασύνταξη, οι λειτουργίες της πρέπει να επανέλθουν στους θεσμούς και όχι στις παρακάμερες, στους αγωγούς και όχι στις παροχετεύσεις, στις διαδικασίες και όχι στα τετελεσμένα – και αυτό το μήνυμα πρέπει να περάσει τώρα, στην ανασύνθεση της Ευρωβουλής, με την ενδυνάμωση όσων κομμάτων αντιστέκονται στους εθνικούς εγωισμούς, στους συντηρητικούς αναχρονισμούς και στις εύκολες συνταγές για την υπέρβαση της κρίσης.

Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει μια μείζονα διαρθρωτική κρίση. Και πάλι κατά τον Ναπολιτάνο: «Μια κύρια πηγή άρνησης προς την ΕΕ που προκύπτει από την επιδείνωση των συνθηκών ζωής που βιώνουν μεγάλα στρώματα των ευρωπαϊκών πληθυσμών και ιδιαίτερα την ανεργία, κυρίως την ανεργία των νέων». Διότι, τονίζει, ο πρόεδρος Ναπολιτάνο «η δημοσιονομική πειθαρχία ήταν αναγκαία, όμως για την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέος δεν αρκεί η πολιτική λιτότητας με κάθε κόστος. Οι επιπτώσεις από τη σταθεροποίηση προκάλεσαν πτώση του ΑΕΠ και της εσωτερικής ζήτησης και έθρεψε τη δημαγωγική ανευθυνότητα παγιδεύοντας τελικά την Ευρώπη σε ένα φαύλο κύκλο. Σε αυτή τη συγκυρία ακόμη και αν ανακάμψουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, δεν θα υπάρξει αν δεν μελετήσουμε τις ριζικές μετατροπές που έχουν γίνει στους όρους του ανταγωνισμού και δεν αναβαθμίσουμε το ενδιαφέρον μας για την επένδυση στη γνώση και στην έρευνα».

Τούτες οι ευρωεκλογές επομένως έχουν ταυτότητα, διότι χαρακτηρίζονται από δύο ιδιαιτερότητες: Η πρώτη ιδιαιτερότητα είναι, ότι για πρώτη φορά η ψήφος των ευρωπαίων πολιτών, αυτή που θα αναδείξει τη σύνθεση της νέας Ευρωβουλής θα καθορίσει επίσης, σε μεγάλο βαθμό, και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Άρα, η ψήφος στις ευρωεκλογές επηρεάζει καθοριστικά τις πολιτικές ισορροπίες σε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, με εύλογη αντανάκλαση και στους εσωτερικούς εθνικούς συσχετισμούς.

Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι, ότι η οικονομική κρίση άγγιξε ευθέως ή εμμέσως όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναζητήσει το στίγμα της, ενώ πελαγοδρομούσε σε αχαρτογράφητες περιοχές. Ο πολιτικός συσχετισμός επομένως, που θα αποτυπωθεί σε τούτες τις ευρωεκλογές, θα είναι εξαιρετικά κρίσιμος για τις εξελίξεις στη διαχείριση της κρίσης. Η οποία δεν έχει τελειώσει, είναι εδώ και η υπέρβασή της απαιτεί φαντασία, τόλμη και διορατικότητα. Άλλωστε η βαθύτερη ουσία της κρίσης είναι η στρατηγική υποβάθμιση της Ευρώπης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και η τεράστια πίεση που δέχεται το ευρωπαϊκό κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο, το μεγάλο επίτευγμα του μεταπολεμικού κόσμου.

Στα καθ΄ημάς, τώρα, η δημιουργία τελικώς της Ελιάς/ Δημοκρατικής Παράταξης- παρά την ελλειπή σύνθεσή της και τα προβλήματά της- είναι γεγονός και αυτό έχει τώρα σημασία. Η Ελιά πέρα από τη βασική αποστολή της να δώσει φωνή σε έναν σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό χώρο- αυτόν που ιστορικά ονομάσθηκε «Κεντροαριστερά» και σήμερα υπο-αντιπροσωπεύεται πρέπει να καλύψει ένα μεγάλο προγραμματικό κενό: Να απαντήσει με επάρκεια, τεκμηρίωση και πειστικότητα σε μεγάλες προγραμματικές προκλήσεις. Η ανάγκη προγραμματικού λόγου και προγραμματικής πολιτικής γίνεται επιτακτική σήμερα που- κατ΄αναλογία με την απόσπαση της «οικονομίας του χαρτιού» από την «πραγματική οικονομία της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών»- η «πολιτική επικοινωνία» αποσπάται από το «περιεχόμενο της πολιτικής». Η Πολιτική μεταλλάσσεται σε επικοινωνιακή διαχείριση «πολιτικών προϊόντων» σε συνδυασμό με την προώθηση εντυπωσιακών αλλά αποσπασματικών λύσεων με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Όλο και περισσότερο, η πολιτική απομακρύνεται από τη σημαντική κοινωνική λειτουργία της που είναι η αντιμετώπιση σύνθετων προκλήσεων, η δημοκρατική επίλυση προβλημάτων, η ανάδειξη της σημασίας του δημοσίου συμφέροντος με την πρόταξή του και τον συγκερασμό και την εξισορρόπηση των ιδιαίτερων συμφερόντων.

Δύο είναι σήμερα- και μπροστά στις ευρωεκλογές- οι μεγάλες προγραμματικές προκλήσεις, με τις οποίες η Ελιά πρέπει άμεσα να καταπιαστεί και με βάση τις απαντήσεις που θα δώσει θα διαμορφώσει το στίγμα της.

Η πρώτη πρόκληση αναφέρεται στον ρόλο και τη στρατηγική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, που στις σημερινές συνθήκες μπορεί να προσδιορίσει και τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκές χώρες θα επιλέξουν να απαντήσουν στην Ευρωκρίση, αλλά και στις προκλήσεις ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου παγκόσμιου περίγυρου. Η κρίσιμη επιλογή έχει δύο πτυχές:

α) άμεσα στο πως θα αντιμετωπισθεί η ύφεση, η οικονομική στασιμότητα και η μεγάλη ανεργία ιδίως των νέων, αλλά και η διαίρεση ανταγωνιστικότητας στο εσωτερικό της Ένωσης, και β) μεσοπρόθεσμα, στο τι πρέπει να αλλάξει προκειμένου να διατηρηθεί ο πυρήνας του ευρωπαϊκού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, που πέτυχε να συνδυάσει την πολιτική δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα με οικονομική ευημερία.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο βρίσκεται σήμερα υπό πίεση, καθώς νέες δυναμικές οικονομίες εντάσσονται με γοργούς ρυθμούς στους παγκόσμιους συσχετισμούς και μεγάλοι πληθυσμοί διεκδικούν ευλόγως το δικαίωμά τους στην οικονομική μεγέθυνση. Όμως, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός εξελίσσεται με άνισους για την Ευρώπη όρους και με κάποια απλούστευση η πρόκληση που τίθεται μπορεί να συνοψιστεί στο δίλημμα: η Κίνα (καθώς θα αναπτύσσεται) θα προσεγγίσει το ευρωπαϊκό κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο ή η Ευρώπη θα γίνει (με όρους κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης) περισσότερο «κινεζική»; Γενικότερα, έως σήμερα, η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε τις ασιατικές και ορισμένες άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά έθεσε σε δοκιμασία το ευρωπαϊκό μοντέλο, ενώ διεύρυνε τις ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών και μεταξύ των χωρών του αναπτυγμένου κόσμου.

Και τώρα, ερχόμαστε στη δεύτερη πρόκληση, καθώς σ΄ αυτό τον εξελισσόμενο και μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας, η αναζωογόνηση και η αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος μιας χώρας στην κλίμακα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας- και όχι απλά η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας με αποκλειστικό γνώμονα τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας- αποτελεί μεσοπρόθεσμα μια προϋπόθεση, εκ των ων ουκ άνευ, για τη βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, αλλά και για την αύξηση της απασχόλησης και του μεγαλύτερου εθνικού προβλήματος την ανεργία των νέων και τη διαρροή- όχι την κινητικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο που είναι και χρήσιμη και αναπόφευκτη- αξιόλογου μορφωμένου και καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain).

Έτσι, η δεύτερη πρόκληση αφορά την άμεση προτεραιότητα να διαμορφωθεί ένα σχέδιο και μια στρατηγική υλοποίησης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τον τερματισμό της παρατεταμένης και εκτεταμένης λιτότητας και την επαναλειτουργία ενός συστήματος χρηματοδότησης της οικονομίας που απαιτεί βεβαίως ελληνικές, αλλά και ευρωπαϊκές ρυθμίσεις (για τις οποίες αξιόλογες προτάσεις έχει κάνει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα). Ο τερματισμός της λιτότητας δεν σημαίνει παραμέληση της πολιτικής συστηματικού, βαθμιαίου και λελογισμένου εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών.

Η διατύπωση ενός τέτοιου σχεδίου δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε είναι μια απλή συγκέντρωση αυτονόητων μέτρων και ρυθμίσεων. Σημασία έχει το τι αλλά και το πώς και το πότε. Απαιτείται ένα σύστημα δημόσιων πολιτικών (και όχι ασύνδετα μέτρα και αποσπασματικές και περιστασιακές λύσεις) με συγκεκριμένο περιεχόμενο που στηρίζεται σε βασικές στρατηγικής επιλογές, απαντήσεις σε διλήμματα και περιλαμβάνει ιεραρχήσεις, αποτίμηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων, ανάδειξη των προϋποθέσεων και των εμποδίων, αλλά και των υποκειμένων και των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών για την εφαρμογή. Και κυρίως έμφαση στην υλοποίηση (ας θυμηθούμε το “implementation, implementation, implementation” του αείμνηστου Padoa Siopa) και στην τεκμηριωμένη εξήγηση στους πολίτες και τις κοινωνικές ομάδες (“Expliquez, Expliquez, Expliquez” του Delors).

Η βασική στρατηγική επιλογή αυτού του σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να συνοψισθεί στην ακόλουθη θέση οδηγό: Η ελληνική κοινωνία πρέπει να επενδύσει στη γνώση (σε όλα τα επίπεδα και τις βαθμίδες, στα γράμματα και όχι απλώς στα χαρτιά) και στο ανθρώπινο δυναμικό της, να υποστηρίξει τη συστηματική προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και να απαιτήσει τη συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και ευφυούς κράτους με σύγχρονες λειτουργικές δυνατότητες και επιχειρησιακές ικανότητες. Αυτοί είναι οι αναγκαίοι πυλώνες που μπορούν να στηρίξουν μια νέα τροχιά της ελληνικής οικονομίας υψηλού αναπτυξιακού δυναμικού, με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης που θα την καταστήσουν ανθεκτικότερη στον διεθνή ανταγωνισμό.