LEONARDO SCIASCIA «ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΞΙΖΕΙ»

19 Ιαν 2017

Leonardo Sciascia

Στον καθένα αυτό που του αξίζει

(ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ-1999)

A ciascuno il suo (1966)

(Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης)
 Κριτκή ανάλυση: Κώστας Γιαβής

“Δεν υπάρχει  Αμερικανός συγγραφέας του οποίου το έργο να έχει τέτοια απήχηση στο ευρύ κοινό, από ό,τι είχε ο Λεονάρντο Σάσα”. LScasca   Όταν ένας Ιταλός κριτικός δήλωνε με θλίψη, δύο χρόνια μετά το θάνατο του Σάσα το 1989, ότι ήταν μεγάλη η απώλεια, δεν ήταν απλώς μια συναισθηματικά φορτισμένη δήλωση. Ο Σάσα ήταν κάτι περισσότερο από ένας διακεκριμένος συγγραφέας. Ο ίδιος αλλά και το έργο του ήταν μια σημαντική, γεμάτη ήθος παρουσία στα πολιτισμικά δρώμενα της Ιταλίας. Έγραφε τακτικά για τον Τύπο και συμμετείχε στις μεγάλες πολιτικές αντιπαραθέσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί την αφήγηση ως μέσο για τη διερεύνηση αλλά και για να επιτίθεται στο ήθος μιας κουλτούρας – της νησιωτικής, κορεσμένης από τη Μαφία κουλτούρας της Σικελίας – την οποία θεωρούσε ως μία αλληγορία του κόσμου.

  Τα σημαντικότερα μυθιστορήματα, “Suo ciascuno il” (Στον καθένα αυτό που του αξίζει), “Il giorno della Civetta” (Η ημέρα της κουκουβάγιας), “Il Consiglio d’egitto” (Το Πρωτόκολλο της Αιγύπτου), και “Il Contesto” (Πολιτικές δολοφονίες), είναι σχετικά με την πολιτική ηθική, αν και δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο, ούτε και ηθικολογούν από πρόθεση. Κάθε ένα από αυτά είναι ένα έργο με ύφος, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά ένα περίεργο είδος: Όταν όλα τα στοιχεία συγκεντρώνονται και μπαίνουν σε μία σειρά, αυτό οδηγεί σε μια λανθασμένη λύση ή το μυστήριο αποδεικνύεται άλυτο, διότι σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι, εκτός από τον ερευνητή, είναι διπρόσωποι.

 

  Γεννημένος το 1921, ένα χρόνο πριν από την εισβολή του Μουσολίνι στη Ρώμη, στο Ρακαλμούτο, μια μικρή πόλη της Σικελίας,  στη νοτιοδυτική ενδοχώρα κοντά στο Αγκριτζέντο, ο Σάσα είχε ανατραφεί σε ένα τοπίο των άκρων  – καλοκαίρια με καύσωνες και παγωμένοι χειμώνες, θειωρυχεία και αμπέλια, λατομεία και οπωροφόρα δέντρα. Σε συνεντεύξεις που έδωσε στα τέλη του 1970, σχολίασε σχετικά πόσο παράξενο ήταν να έχει μεγαλώσει κατά τα χρόνια του φασισμού, να ζει μια διπλή ζωή ως ένα παιδί που μισούσε τον Μουσολίνι αλλά παράλληλα να φοράει  την υποχρεωτική σχολική στολή: μαύρο πουκάμισο, γραβάτα με ανάγλυφη καρφίτσα με την εικόνα του Ντούτσε, μαύρο δίκοχο. Πέρασε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κοινωνία μη-κοινωνία», μία πιραντελλική μυθοπλασία που απαρτίζεται από αποξενωμένα, αόρατα, παραποιημένα ή μη αυθεντικά πλάσματα, μία κοινωνία θεμελιωμένη στην εξαπάτηση και την κακή πίστη, “διπλά άδικη, διπλά ανελεύθερη, διπλά παράλογη”.

 

  Γεννημένος σε έναν πολιτισμό του παραλογισμού, έμοιαζε με Γάλλο συγγραφέα του Διαφωτισμού, αρκετό καιρό προτού ανακαλύψει τους λογοτεχνικούς του ήρωες – Βολταίρος, Σταντάλ, Ντιντερό («αυτός είναι ο δάσκαλός μου») – ο ίδιος ο Σάσα είχε δεσμευτεί στο λόγο, ως σταθερό άξονα έκφρασής του. Η δέσμευσή του ήταν τόσο βασανιστική, ώστε, με την πάροδο του χρόνου, έγινε αυτό που αποκαλούσε ο ίδιος “νεύρωση της λογικής”, ένας ορθολογισμός που πλησίαζε στα όρια του παραλογισμού.

  Τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του είναι έρευνες για την αδυναμία της δικαιοσύνης και της τελικής πνευματικής κόπωσης που προκαλείται από την απογοήτευση. Ο ίδιος ο Σάσα πίστευε στη δυνατότητα ενός ελεύθερου και δίκαιου κόσμου, ωστόσο ατελούς, αλλά το εξέχον μέσο της φαντασίας του είναι ο σκεπτικισμός. Ο σκεπτικισμός, ως μέσο κοινωνικής επιβίωσης, είναι επίσης μία βασική αξία της Μαφίας, επομένως ο σκεπτικισμός που καλλιεργήθηκε από τον Σάσα  ήταν ένας ηθικός εμβολιασμός κατά του ήθους της Μαφίας. Αλλά θα μπορούσε επίσης να αυτοεκφραστεί ως ακούσια συνενοχή. Για παράδειγμα, ο αιχμηρός αντικομφορμισμός του έφτασε σε επικίνδυνα επίπεδα όταν το 1987, αυτός ο ισόβιος εχθρός της Μαφίας, επέκρινε τα μέλη της επιτροπής κατά της Μαφίας – που είχε εισέλθει πιο βαθιά μέσα στην ιεραρχία της Μαφίας από τον καθένα, μετά τον Μουσολίνι – για  πολιτικό καιροσκοπισμό.

 

  Η κατηγορία αυτή είχε δυσάρεστες συνέπειες για την εικόνα τού Σάσα, ως δίκαιου και αμερόληπτου δημόσιου πνευματικού προσώπου. Έδειξε επίσης τι συμβαίνει όταν ο σκεπτικισμός παρακάμπτει ή αποκρύπτει  γεγονότα. Αλλά ανεξάρτητα από τους κινδύνους αυτούς, ο Σάσα δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό.

  Ο “ντετέκτιβ”, στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο καθηγητής Λαουράνα, έχει ένα διαφορετικό πρόβλημα. Ο ίδιος δεν διακατέχεται από τον ελαστικό, επίμονο, ομοιοπαθητικό σκεπτικισμό που υποβόσκει τόσο βαθιά και αόρατα μέσα στις υφές της αφήγησης του Σάσα. Ακόμα χειρότερα, ο ίδιος επιτρέπει στον έρωτα να επηρεάσει την σαφήνεια της έρευνάς του. Η κοινωνία παραμένει όμηρος σε ένα ασφυκτικό κλοιό του απορρήτου, της σιωπής και της εσφαλμένης κατεύθυνσης. Η εγκληματικότητα υφίσταται ως έκφραση της μανιακής αυτο-συγκράτησης και  το κακό ως παντοδύναμη αλλά προφανώς άναρχη οντότητα (Μαφία, Φασισμός, Ερυθρές Ταξιαρχίες).  Οι τερατώδεις διαστροφές της πίστης, της αγάπης, και η τιμή και η υπόληψη που χρηματοδοτείται από τη Μαφία – αυτά είναι τα πραγματικά θέματα στα καλύτερα μυθιστορήματα του Σάσα. Η επιγραφή στην αρχή του βιβλίου προέρχεται από το βιβλίο του Πόε «Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ«:  “Μην πιστέψετε όμως πως πρόκειται να αποκαλύψω κάποιο μυστήριο ή να γράψω ένα μυθιστόρημα.

  Πολλά χρόνια αργότερα, ο Σάσα δήλωσε ότι η πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα βιβλίο για την πολιτική απογοήτευση και το κοινωνικό χάος που προκλήθηκε από την αποτυχία του συνασπισμού των Σοσιαλιστών και Χριστιανοδημοκρατών το 1964, η οποία είχε δώσει ελπίδα για μια ισορροπημένη, σταθερή και ειλικρινή κυβέρνηση. Η αποτυχία του συνασπισμού ήταν εν μέρει υπεύθυνη για τη ρήξη της δημόσιας τάξης που οδήγησε στα επεισόδια βίας της δεκαετίας του 1970, η οποία και κορυφώθηκε το 1978 με την απαγωγή και την εκτέλεση του Χριστιανοδημοκρατικού ηγέτη Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ακόμη και χωρίς το πλεονέκτημα της αποστασιοποίησης, όταν έγραψε το “Στον καθένα αυτό που του αξίζει”, ο Σάσα ήξερε ότι κινδύνευε σε μεγάλο βαθμό και ότι προκάλεσε αναστάτωση, όταν το βιβλίο αντιμετωπίστηκε ως μία ιστορία της Μαφίας. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ιστορία της Μαφίας, αν και δεν έχει να κάνει σχεδόν καθόλου με την οργάνωση που ονομάζεται “Η Μαφία”, την οποία ο Σάσα στην εισαγωγή της “Ημέρας της κουκουβάγιας” ορίζει ως “μια παρασιτική μεσαία τάξη που εκμεταλλεύεται αντί να παράγει”, επειδή η Μαφία είναι ακριβώς ένα συστηματικό σύνολο παραδοχών και συμπεριφορών, συχνά με δολοφονικές τάσεις, όπου έχουν ενσωματωθεί η διπροσωπία και η απόκρυψη.

  Στην ιστορία μας τώρα, πριν μάθουμε ποιος διέπραξε τις δύο δολοφονίες που ξεκινούν την όλη δράση, μαθαίνουμε ότι ο δικηγόρος Ροζέλο, ένας από τους πολλούς που μαζεύονται καθημερινά στην πλατεία για να ανταλλάξουν κουτσομπολιά και να φιλοσοφήσουν για την κατάσταση των πραγμάτων, έχει μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα και είναι μπλεγμένος σε δραστηριότητες που ο κόσμος υποθέτει ότι είναι – αλλά τις θεωρεί και αμελητέες – εγκληματικές επιχειρήσεις. Αλλά αυτό για το οποίο τον θαυμάζουν όλοι είναι το πολιτικό του δαιμόνιο. Ως επαρχιακός σύμβουλος, ο Ροζέλο καταφέρνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στο Χριστιανοδημοκρατικό Συμβούλιο και σε μια συμμαχία με τους Σοσιαλιστές. Αυτή τη διφορούμενη, επικίνδυνη προσωπικότητα είχε στο μυαλό του ο Σάσα, όταν έγραφε το βιβλίο.

  «Δεν έχω μεγάλη δημιουργική φαντασία», είχε δηλώσει ο Σάσα σε συνεντεύξεις του. «Όλα τα βιβλία μου είναι η ιστορία μιας σειράς από ιστορικές αυταπάτες που βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια». Ο Ροζέλο, ελπιδοφόρος μεταρρυθμιστής στη μεταπολεμική ιταλική πολιτική σκηνή, σχεδιάζει επίσης τη διπλή δολοφονία με την οποία αρχίζει η ιστορία. Ο φαρμακοποιός της πόλης, έχοντας μόλις λάβει μια απειλή θανάτου που την εκλαμβάνει ως αστείο, πηγαίνει για κυνήγι με έναν σεβαστό τοπικό γιατρό, τον Δρ Ροσίο. Και οι δύο δολοφονούνται, χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Στην πόλη πέφτει επιδημία υποθέσεων και αναλύσεων σχετικά με τους δύο φόνους.

  Ο Σάσα δραματοποιεί από μέσα προς τα έξω, το πώς μία κοινότητα θα κατασκευάζει και θα παρουσιάζει την αλήθεια μέσα από έναν ιστό αβάσιμων υπαινιγμών, συνήθως επειδή χρειάζεται να πιστέψει στη χειρότερη φύση των ανθρώπων, αν και, όπως αποδεικνύεται αυτό απέχει πολύ από το χειρότερο. Οι δολοφονίες υποτίθεται ότι είναι ένα κλασικό παράδειγμα της εκδίκησης ενός απατημένου – σχετικά με μια υποτιθέμενη εξωσυζυγική σχέση τού φαρμακοποιού – με μία φίλη. Ο Δρ Ροσίο, καθαρά από ατυχία, σκοτώθηκε επειδή ήταν μάρτυρας.

  Ο καθηγητής Λαουράνα, ένας άτολμος, ήσυχος και γλυκομίλητος δάσκαλος, μπλέκεται στην επίλυση του μυστηρίου, όταν παρατηρεί ότι ένα κομμάτι από την απειλητική επιστολή έχει κοπεί με ψαλίδι από την εφημερίδα του Βατικανού, την Osservatore Romano, την οποία αναγνωρίζει από τα γράμματα: «Unicuique». Η εφημερίδα είναι μία ένδειξη για το έγκλημα. Το μήνυμα, αν και θα το συνειδητοποιήσει μόνο όταν είναι πολύ αργά, είναι μια ένδειξη για την τύχη του Λαουράνα. Είναι σίγουρα απίθανο να είναι ντετέκτιβ ή ήρωας, αυτός που υπήρξε ένα αγόρι άτολμο, σεξουαλικά καταπιεσμένο  από τη μητέρα του. Ο αφηγητής τον περιγράφει ως “έναν τίμιο, μεθοδικό, θλιμμένο άντρα, όχι ιδιαίτερα έξυπνο και μάλιστα με στιγμές θετικής χοντροκεφαλιάς”. Είναι, όμως, έξυπνος και αρκετά Σικελός, για να γνωρίζει ότι τα φαινόμενα απατούν ορισμένες φορές, και ότι η λεπτότητα συχνά είναι μάσκα της κακίας. Μετά από μία αξιαγάπητη συνέντευξη με τον τοπικό εφημέριο, έναν αξιαγάπητο άνθρωπο, ο Λαουράνα θυμίζει στον εαυτό του ότι “Όλη η Σικελία, ίσως ολόκληρη η Ιταλία. . . αποτελείται από συμπαθητικά άτομα των οποίων όμως θα έπρεπε να κόψουμε το κεφάλι”. Αλλά η πίστη του στην υπεροχή της λογικής και της ειλικρίνειας πάνω στον παραλογισμό και τη σιωπή δεν μπορεί να τον σώσει από μια παθολογία που προσβάλλει τον πολιτισμό του: η σιωπηλή συνενοχή που επιτρέπει σε εκείνους που ξέρουν ποιος έχει διαπράξει τις δολοφονίες και για ποιο λόγο – σχεδόν όλοι γύρω του το ξέρουν – να αποκρύψουν αυτά που ξέρουν από αυτόν. Σε αυτόν τον πολιτισμό, η αυτο-κτητικότητα είναι μια ασπίδα ενάντια στις αρχόμενες κακές προθέσεις των άλλων.

  Με την απόκρυψη των ερωτικών και πολιτικών διασυνδέσεων που εμπλέκουν τον Ροζέλο και τη χήρα του Ροσίο, μπορούν να κρατήσουν μυστικά, χωρίς να απειλούνται από τη δύναμη που έχουν τα μυστικά αυτά. Με την παρουσία του κακού, η κουλτούρα τους, όχι μόνο επιτρέπει, αλλά επιμένει στην αποσιώπηση και στο κρυφό κουτσομπολιό παρά στην αντιπαράθεση και στην έκθεση των γεγονότων.

  Το απλό ύφος του Σάσα δίνει στο έργο του ένα μάλλον δροσερό τόνο, αλλά η σύνθετη, αγκαθωτή σύνταξή του ενισχύει τις συνεννοήσεις και τις αβεβαιότητες που οδηγούν την πλοκή. Πρόκειται για ένα οξύαιχμο στυλ, που επικρίνει, ενώ αποκαλύπτει, και ταυτόχρονα μπορεί να μιμηθεί τη σοφιστεία και τη σάπια μεγαλοστομία, κυρίαρχα ιδιώματα του πολιτισμού αυτού. Αμέσως μετά τις δολοφονίες, το μεγαλύτερο μέρος του κουτσομπολιού αφορά τα κυνηγετικά σκυλιά που “αναφέρουν” τις δολοφονίες, επιστρέφοντας χωρίς αφεντικά τους:

  “Η επιστροφή αυτή των σκυλιών έσπρωξε το χωριό ολόκληρο, για μέρες και μέρες (και το ίδιο θα συμβαίνει κάθε φορά που θα γίνεται κουβέντα για τα χαρακτηριστικά των σκυλιών) να διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις για τη δημιουργία του κόσμου: διότι, τελικά, δεν είναι σωστό για τα σκυλιά να στερούνται της ικανότητας του λόγου” :

  Όπως σε όλα τα βιβλία του Σάσα, έτσι και στο “Στον καθένα αυτό που του αξίζει” είναι γεμάτο με εξαίσιες παράπλευρες, φιλόνικες συνομιλίες. Σε μια συνέντευξη που ο Λαουράνα διεξάγει με τον ηλικιωμένο πατέρα του Δρ Ροσίο, ο ηλικιωμένος ορθολογιστής κάνει διάκριση μεταξύ Σικελίας και «Βορρά»:

  «Γνωμικό, κανόνας: ο νεκρός είναι νεκρός, ας βοηθήσουμε τον ζωντανό. Αν πείτε αυτό το γνωμικό σε κάποιον από το Βορρά, αυτός θα φανταστεί τη σκηνή ενός δυστυχήματος όπου υπάρχει ένας νεκρός κι ένας τραυματισμένος: κι είναι λογικό να αφήσει κανείς τον νεκρό και να προσπαθήσει να σώσει τον τραυματισμένο. Ένας Σικελός, αντίθετα, θα φανταστεί έναν δολοφονημένο νεκρό και το δολοφόνο του: και ο ζωντανός που θα πρέπει να βοηθηθεί είναι ο δολοφόνος» 

  Σε αυτό το κομψά βάναυσο βιβλίο, διαφαίνεται ότι ο κώδικας αυτός είναι ενεργοποιημένος μέσα στο κεφάλι του. Ο καθηγητής Λαουράνα πάει στην Κόλαση – καταλήγει θαμμένος σε ένα ορυχείο θειαφιού – χωρίς να πέσει θύμα εκδίκησης κάποιου, απλώς είναι μια παράπλευρη απώλεια των πολιτικών και ερωτικών σχεδίων του Ροζέλο και της χήρας Ροσίο, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι κάτοικοι στάθηκαν συνένοχοι, λόγω αυτο-προστασίας, μέσα από την ευπρεπή σιωπή τους.

  Ο Σάσα αποτελεί ένα σπάνιο είδος μυθιστοριογράφου ο οποίος προτιμήθηκε από κινηματογραφιστές, εν μέρει επειδή οι σκηνοθέτες που γύρισαν  τα έργα του σε ταινίες- Elio Petri (Α ciascuno il suo), Damiano Damiani (Il giorno della Civetta) και Francesco Rosi (Il Contesto), κυκλοφόρησε ως Cadaveri eccellenti), είχαν παρόμοιες αριστερές τάσεις και κοινωνικές ανησυχίες. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Στην παιδική ηλικία και την εφηβεία του, ο Σάσα δεν ήταν μόνο ένας φανατικός αναγνώστης, ήταν επίσης ένας μεγάλος λάτρης των κινηματογραφικών ταινιών, ιδιαίτερα των βουβών, και κάποτε παραδέχτηκε ότι ο τρόπος γραφής του οφείλεται περισσότερο στον Κινηματογράφο από ό, τι στη Λογοτεχνία. Αν και η τελική γραμμή της πολύ καλής κινηματογραφικής προσαρμογής του 1967 στην ταινία του Petri, η οποία κυκλοφόρησε με τον ανόητο τίτλο  “Συνεχίζουμε να σκοτώνουμε με  τον παλιό τρόπο”, δεν εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, είναι αλήθεια ότι περιέχει το ανελέητο και παγερά κόμικ όραμα του Σάσα, για το κακό.

  «Hanno Fatto un vero capolavoro»/“Έχουν κάνει ένα αριστούργημα». Φράση από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, εννοώντας, ειρωνικά, το παράνομο ζευγάρι που κανόνισε τις δολοφονίες, για να συνεχίσουν μαζί.

Κώστας Γιαβής, Ιανουάριος 2017