Μεταξύ προπαγάνδας και πραγματικότητας*

Γιάννης Μαστρογεωργίου Γιώργος Παπούλιας 05 Μαϊ 2016

Έως το 2009 η υπόθεση των στατιστικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας ήταν μία πονεμένη ιστορία με θύματα την αξιοπιστία της υπηρεσίας και κατ επέκταση των ελληνικών κυβερνήσεων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην έξαρση της κρίσης στα πρώτα της βήματα. Είθισται η εμπιστοσύνη όταν χάνεται στη διεθνή οικονομία δύσκολα να αποκαθίσταται…παρόλαυτά η Κυβέρνηση Παπανδρέου και ο πρώην ΥΠΟΙΚ Γ. Παπακωνσταντίνου έθεσαν τη λειτουργία της Ελληνικής Υπηρεσίας σε νέες βάσεις. Από τότε το αίσθημα εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους ως προς τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας δεν αμφισβητείται ουσιαστικά – το ΔΝΤ βέβαια διατηρεί επιφυλάξεις – αλλά ένα νέο φαινόμενο παρατηρείται. Η επιλεκτική ανάδειξη στοιχείων της ελληνικής οικονομίας εκ μέρους της Κυβέρνησης, ώστε να ωραιοποιείται υπέρ το δέον μία καταφανώς δύσκολη κατάσταση. Ενώ, λοιπόν, η Κυβέρνηση διατείνεται ότι η οικονομία όχι μόνο αντέχει, αλλά ανακάμπτει παρουσιάζοντας τους αριθμούς για το έλλειμμα, η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική. Ενδεικτικά παρουσιάζουμε:

-ΑΕΠ -1,54 δισ €
-Γενικό έλλειμμα +6,3 δισ €
-Πρωτογενές έλλειμμα (από πρωτογενές πλεόνασμα το 2014) 6 δισ €
-Δαπάνες κυβέρνησης +7,5 δισ €
-Έσοδα κυβέρνησης +1,2 δισ € αλλά με εκτίναξη των φόρων και με εισπράξεις από την ΕΕ
-Χρέος -8,3 δισ €. Ένα καλό στοιχείο που όμως δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο από την επιστροφή των 10 δισ € του ΤΧΣ και από το ότι την περίοδο της  πρώτης διαπραγμάτευσης, πληρώναμε το χρέος με τα ταμειακά διαθέσιμα. 

Λένε πολλοί ότι η στατιστική είναι ο πιο επιστημονικός τρόπος για να πεις ψέμματα…σε κάθε περίπτωση για να κρίνει κάποιος την ελληνική οικονομία, πρέπει να αποτυπώνει τα στοιχεία ολόκληρης της εικόνας και όχι μεμονωμένες ψηφίδες της.

Ο χρόνος είναι χρήμα (time is money)

Οι ευθύνες της ελληνικής Κυβέρνησης για την ανησυχητική πλέον για την πορεία της οικονομίας καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης είναι αδιαμφισβήτητες.

Ενώ συμφώνησε και υπέγραψε πέρυσι συγκεκριμένα μέτρα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, δεν τα τήρησε, χρονοτριβώντας για την πρώτη αξιολόγηση η οποία έπρεπε να είχε κλείσει πριν… έξι μήνες ή για να είμαστε πιο ακριβείς εδώ και 2 χρόνια, και με τη ρευστότητα πάλι να βρίσκεται στα όρια. Από εμπλοκή σε εμπλοκή, το μόνο που κερδίζει η χώρα είναι να γονατίζει όλο και περισσότερο οικονομία, οι επενδύσεις και οι επιχειρήσεις με 40. 200 λουκέτα μέσα σε 17 μήνες, ενώ τα capital controls που θα αίρονταν στο πρώτο εξάμηνο του 2016, φαίνεται πως θα αποτελέσουν μία σίγουρη δικλείδα αποτροπής της φυγής των καταθέσεων.

Παράλληλα, η ανάσα από την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχει σχεδόν εξαντληθεί, δημιουργώντας τις συνθήκες για μία νέα ανακεφαλαιοποίηση – κάτι για το οποίο το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει από τον Ιανουάριο – με το κούρεμα καταθέσεων το οποίο απεσοβήθη το 2015, να είναι πλέον υπαρκτή απειλή.

Σε ό,τι αφορά λοιπόν την εμπλοκή που έχει προκύψει ( αφού τα μέτρα των 5,4 δισ. έχουν συμφωνηθεί, αλλά ελέω ρήξης για τα μέτρα-κάβα η προσοχή των πολιτών έχει στραφεί αλλού…) η εκτίμηση μας είναι ότι πρόκειται για έναν ακόμα προπαγανδιστικό κυβερνητικό ελιγμό.

Τα 3,6 δισ. ευρώ αφορούν την περικοπή δαπανών του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Το δημόσιο. Μισθοί, συντάξεις, απολύσεις και αυτό που λένε στο ΔΝΤ ως «μισθολογικό κόστος». Και ενώ η Κυβέρνηση διατείνεται ότι αυτά δεν μπορούν να γίνουν, ξεχνάμε όλοι ότι έχουν υπογραφεί από το καλοκαίρι.  Συγκεκριμένα, στο κείμενο της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου του 2015 αναφέρεται πως τα μέτρα περιλαμβάνουν «την πλήρη θεσμοθέτηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική με πρόβλεψη για αυτόματες περικοπές δαπανών σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους του φιλόδοξου πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού, με την έγκριση των δανειστών».  Με απλά λόγια, η Κυβέρνηση έχει συμφωνήσει από το καλοκαίρι πως κάθε φορά που δεν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι θα μπαίνει αυτόματος κόφτης στις δαπάνες, όχι όπως επιλέξει η κυβέρνηση, αλλά όπως θα επιλέγουν οι Θεσμοί.

Εν προκειμένω και σύμφωνα με την ελληνική πρόταση, ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών θα έχει τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τις περικοπές κάποιους κωδικούς όπως για παράδειγμα οι συντάξεις, αρκεί να καλύπτονται με ισοδύναμα μέτρα οι όποιες τρύπες δημιουργούνται. Όμως, οι Θεσμοί δύσκολα θα αφήσουν τις περικοπές στην επιλογή του εκάστοτε ΥΠΟΙΚ. Το υπογραμμίζει, άλλωστε, η συμφωνία, ότι οι όποιες περικοπές θα γίνονται με την σύμφωνη γνώμη των εταίρων. Για αυτό το ΔΝΤ επιμένει ότι θα γίνονται αυτόματες περικοπές μισθών και συντάξεων,  χωρίς να υπάρχει παρέμβαση από την πλευρά του υπουργού Οικονομικών. Αυτό που χρειάζεται είναι να δοθεί το πράσινο φως στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο να πράξει το έργο του.

Η νέα αυτή κυβερνητική παράσταση στήνεται μάλιστα τη στιγμή που το ΥΠΟΙΚ αποστέλλει στην Κομισιόν το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων που αριθμεί 89 σελίδες, καταγράφοντας τη ρητή δέσμευση της Κυβέρνησης για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Το ΥΠΟΙΚ αναφέρει ότι η Ελλάδα θα στοχεύσει σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. «Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν μέσω του συνδυασμού εμπροσθοβαρών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, ενός φιλόδοξου προγράμματος για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, καθώς και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς τόνωση της ανάπτυξης – ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των ευπαθών ομάδων».

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω είναι απορίας άξιο πού ακριβώς έγκειται η νέα εμπλοκή. Η για να το πούμε με άλλα λόγια, είναι σαφές ότι η νέα εμπλοκή δεν έχει να κάνει σε τίποτε με την αποδοχή των όρων του Μνημονίου από την Κυβέρνηση, αλλά με τις πολιτικές ισορροπίες. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν οι Θεσμοί δείξουν διάθεση μετριασμού ή παράκαμψης των απαιτητικών δεσμεύων της χώρας, αυτό θα γίνει άπαξ και μετά την ολοκλήρωση της εκκρεμότητας με τη Μ. Βρετανία, η Ελλάδα θα αντιμετωπίζεται χωρίς καμία περαιτέρω διάθεση κατανόησης.

* Δελτίο πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης του ελληνικού think tank το ΔΙΚΤΥΟ