Το πρόβλημα της απασχόλησης από τη σκοπιά της παραγωγικής ανασυγκρότησης

Γιάννης Καλογήρου 21 Ιαν 2014

* Ανεργία στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του νέου καταμερισμού εργασίας

.

Η ελληνική κρίση κι η Ευρωκρίση εξελίσσονται σε ένα περιβάλλον όπου το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό έχει διπλασιαστεί σε διάστημα δυό περίπου δεκαετιών, όπου αναδύονται νέοι δυναμικοί παγκόσμιοι παίκτες (BRICS, αλλά και χώρες όπως το Βιετνάμ που στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία) και όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις αναδιατάσσουν ραγδαία το παραγωγικό σκηνικό. Σε αυτό το περιβάλλον τόσο η χώρα μας, όσο και η Ευρώπη, βρίσκονται μπρος σε ένα σταυροδρόμι επιλογών, αποφάσεων και δράσεων.

.

Η αναγκαιότητα ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης

.

Η χώρα μας χρειάζεται σήμερα επειγόντως ένα εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης – γιατί πώς αλλιώς θα βγει η ελληνική οικονομία από τη βαθειά και παρατεταμένη ύφεση, πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το μέγιστο των προβλημάτων της, την ανεργία, και ειδικότερα την ανεργία των νέων; Ασφαλώς, η άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας επιβάλλει να διαμορφωθεί ένα όσο περισσότερο γίνεται αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας και βεβαίως απαιτεί έναν συνδυασμό κατάλληλης μακρο-οικονομικής πολιτικής (σίγουρα πολύ λιγότερο περιοριστικής) και ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.

.

Όμως, η αναζωογόνηση και η αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος στον εξελισσόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας– που χαρακτηρίζεται από την ισχυροποίηση της θέσης νέων χωρών κυρίως από την Ασία, αλλά και από πολλές άλλες περιοχές του κόσμου που παλαιότερα ήταν αποκλεισμένες από την παγκόσμια οικονομία- αποτελεί μεσοπρόθεσμα μια προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ και για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και για την αύξηση της απασχόλησης. Για τον σκοπό αυτό, η ελληνική κοινωνία πρέπει να επενδύσει  στη γνώση και το ανθρώπινο δυναμικό της, να υποστηρίξει τη συστηματική προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και να απαιτήσει τη μεθοδική συγκρότηση ενός αποδοτικού, αποτελεσματικού και ευφυούς κράτους με σύγχρονες λειτουργικές δυνατότητες και επιχειρησιακές ικανότητες.  Οι τέσσερεις αυτοί παράγοντες (επένδυση στη γνώση, ανάπτυξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, υποστήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και ευφυούς κράτους) μπορούν να αποτελέσουν τους τέσσερεις  πυλώνες στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια νέα διαδρομή της ελληνικής οικονομίας που θα είναι υψηλού αναπτυξιακού δυναμικού, θα έχει ποιοτικότερα χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης και θα είναι ανθεκτικότερη στον διεθνή ανταγωνισμό.

.

Η αμφίδρομη ατροφική σχέση πανεπιστημίων/ ερευνητικών κέντρων και επιχειρηματικού τομέα: Μια συστημική υστέρηση

.

Ειδικότερα, πρέπει να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της ελλειπούς σύνδεσης των εγχώριων επιχειρήσεων με τα πανεπιστήμια και γενικότερα η  μη αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας της χώρας, παρά τα γεγονός ότι έχει αναπτυχθεί- με μειωμένη εθνική χρηματοδότηση- την τελευταία τριακονταετία μια αξιόλογη και μετρήσιμη με διεθνή κριτήρια (ερευνητικές συνεργασίες, δημοσιεύσεις, αναφορές, θέση στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο έρευνας κ.λπ.)  ερευνητική δραστηριότητα στα ελληνικά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα.  Επιπροσθέτως, είναι ζητούμενο αν η ερευνητική αυτή δραστηριότητα στις σημερινές συνθήκες της κρίσης θα μπορέσει να συνεχιστεί και στο μέλλον λόγω του σοβαρού κινδύνου μονομερούς διαρροής από τη χώρα επιστημονικού δυναμικού (brain drain).

.

Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παραγωγή καινοτομιών και η αξιοποίησή τους από νέες δραστηριότητες, είτε από υφιστάμενες επιχειρήσεις είτε από νέες, περνά από ένα σύστημα αναγκαίων σχέσεων, κρίκων, δικτυώσεων, μακροχρονίων συνεργασιών που είτε υπάρχουν, είτε λείπουν ή μπορούν υπό προϋποθέσεις να διαμορφωθούν. Κάποιες από τις αιτίες της συστημικής αυτής υστέρησης πηγάζουν τόσο από την πλευρά των πανεπιστημίων όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων.

.

Πιο συγκεκριμένα, ένα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας χαρακτηριζόταν και εν μέρει συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από την αντίληψη ότι ο ρόλος των πανεπιστημίων είναι καθαρά επιστημονικός και ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται με την παραγωγή πρακτικών εφαρμογών χρήσιμων για τη λειτουργία και την κάλυψη αναγκών του επιχειρηματικού τομέα. Ταυτόχρονα, διαμορφώθηκε και η άποψη ότι η σύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις θα μπορούσε να αλλοιώσει τον (δημόσιο) χαρακτήρα των πανεπιστημίων. Όμως γνωρίζουμε πια καλά από τη διεθνή εμπειρία ότι χωρίς την  αλληλεπίδραση με τη βιομηχανία και την παραγωγή γενικότερα είναι πολύ δύσκολη η πραγματοποίηση όχι μόνο της εφαρμοσμένης αλλά και πτυχών της βασικής έρευνας, ιδίως στα τεχνολογικά/πολυτεχνικά ιδρύματα. Γενικότερα, η ερευνητική δραστηριότητα στις σύγχρονες κοινωνίες έχει μια τριπλή αποστολή: α) τη διαμόρφωση απαντήσεων σε ερωτήματα που προέρχονται από την επιστημονική περιέργεια των ίδιων των ερευνητών που συνεισφέρουν στην ενίσχυση του γενικότερου αποθέματος γνώσης μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας, β) στην επίλυση προβλημάτων της βιομηχανίας και της παραγωγής, και γ) στην αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικο-οικονομικών και οικολογικών προκλήσεων της εποχής μας σε παγκόσμιο, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

.

Από την άλλη πλευρά όμως, τόσο η ερευνητική δραστηριότητα του επιχειρηματικού τομέα όσο και η ζήτηση των επιχειρήσεων για έρευνα και την αξιοποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι σε γενικές γραμμές χαμηλή, εξαιτίας του μικρού κατά μέσο όρο μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και άλλων προβλημάτων που συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας τους, τις επιχειρηματικές αντιλήψεις που επικρατούν και τον γενικότερο τρόπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Και όμως, στη μεγάλη κρίση που βιώνουμε στάθηκαν καλύτερα και άντεξαν περισσότερο- όπως δείχνουν και οι πρόσφατες έρευνες που προώθησε ο ΣΕΒ σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ και το Εργαστήριο Βιομηχανικής & Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ- εκείνες οι επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα, καινοτομούν, είναι εξωστρεφείς  και εκπαιδεύουν συστηματικά το ανθρώπινο δυναμικό τους. Υπάρχουν όμως και καλά παραδείγματα συνεργασίας επιχειρήσεων με πανεπιστήμια, όπως από τον κλάδο της τσιμεντοβιομηχανίας, των τροφίμων,  του αλουμινίου, των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών όπου για παράδειγμα έχουν λυθεί σε διαχρονική βάση προβλήματα με τη συμμετοχή και τη συμβολή των πανεπιστημίων. Παρά ταύτα, υπάρχει σημαντική απόσταση  που πρέπει να διανυθεί στον τομέα αυτό, ώστε τέτοιες συνεργασίες να αποτελέσουν οργανικό και θεμελιακό- και όχι ευκαιριακό ή συγκυριακό- στοιχείο της λειτουργίας τόσο των ερευνητικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων όσο και των επιχειρήσεων.

.

Η αναγκαιότητα της δημιουργίας επιχειρήσεων που αξιοποιούν τη γνώση και το εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό

.

Εκτός των προαναφερομένων, θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη δημιουργίας νέων επιχειρήσεων εντάσεως γνώσης σε όλους τους τομείς. Οι τελευταίες έρευνες που έγιναν από το ΙΟΒΕ, το Global Entrepreneurship Monitor, και άλλους οργανισμούς, φανερώνουν ότι, την περίοδο της κρίσης, υπάρχει αναπαραγωγή του παλιού μοντέλου των επιχειρήσεων που βρίσκονται πολύ κοντά στον τελικό καταναλωτή, απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική αγορά και ασκούν δραστηριότητες με περιορισμένο γνωσιακό και τεχνολογικό περιεχόμενο. Τέτοιες δραστηριότητες είναι χρήσιμες για βιοπορισμό, όχι όμως ικανές  να προσδώσουν δυναμική στο παραγωγικό σύστημα, να συνδέσουν τη νέα γνώση- που προέρχεται είτα από την έρευνα είτε από την επαγγελματική/ επιχειρηματική πρακτική- με την καινοτομία και να οδηγήσουν σε νέα εγχειρήματα τα οποία θα δημιουργήσουν και νέες θέσεις εργασίας προς την κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Εξάλλου, ένα από τα σημερινά προβλήματα που χαρακτηρίζει το δημόσιο διάλογο είναι η αντίληψη ότι η καινοτομία και η καινοτόμος επιχειρηματικότητα συνδέεται μόνο με τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Η πείρα και η έρευνα έχουν δείξει ότι και οι κλάδοι της λεγόμενης χαμηλής τεχνολογίας έχουν σημαντικό απόθεμα γνώσης, την οποία μπορούν να αξιοποιήσουν για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων. Λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα έχει ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε κλάδους χαμηλής τεχνολογίας (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κλάδο της αγροβιοδιατροφής και των τροφίμων, υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων σε αυτούς τους κλάδους όπως βεβαίως και σε κλάδους υπηρεσιών. Η σημερινή συζήτηση, δηλαδή, για τη δημιουργία ενός κύματος νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups) δεν θα πρέπει να αποτελέσει παγίδα που θα οδηγήσει σε εταιρείες-φούσκες, αλλά να δώσει τη δυνατότητα να ανανεωθεί ο επιχειρηματικός ιστός της χώρας και να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης για ανθρώπους με καλό υπόβαθρο γνώσης τόσο τεχνολογικό όσο και επιχειρησιακό. Και νομίζω ότι η χώρα μας διαθέτει ένα τέτοιο ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων.

.

Η επιχειρηματικότητα μπορεί να καλλιεργηθεί;

.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος σε αυτό το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς οι επιχειρηματικές ικανότητες μπορεί να μη διδάσκονται με τη στενή έννοια του όρου αλλά πάντως καλλιεργούνται. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι βεβαίως και υπάρχει ένα ποσοστό των ανθρώπων που σε κάθε περίπτωση μπορούν να ξεκινήσουν και να προχωρήσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα γιατί έχουν το ταλέντο-χάρισμα. Ταυτόχρονα  υπάρχει όμως και ένα ποσοστό που επίσης λόγω έμφυτων χαρακτηριστικών, δεν θα αναλάβει ποτέ ένα επιχειρηματικό εγχείρημα. Όμως, μια συστηματική καλλιέργεια επιχειρηματικής κουλτούρας και ικανοτήτων, ιδίως στους αποφοίτους των πανεπιστημίων και στους ερευνητές, θα έχει μια σημαντική θετική επίδραση στην πραγματοποίηση καινοτόμων και επιτυχημένων επιχειρηματικών εγχειρημάτων από την πλευρά τους, είτε μετά το τέλος των σπουδών τους, είτε αργότερα, όταν θα έχουν αποκτήσει και την αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή/και σε συγκεκριμένο κλάδο.

.

Επίσης, ακόμα κι αν οι νέοι απόφοιτοι και ερευνητές απασχοληθούν σε άλλους οργανισμούς ή επιχειρήσεις, το να μάθουν να σκέπτονται με έναν τρόπο που συνδέει την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα με συγκεκριμένες δραστηριότητες και εγχειρήματα είναι εξίσου θετικό, καθώς θα προσδώσει δυναμική και στις υφιστάμενες επιχειρήσεις. Γιατί μην ξεχνάμε ότι ένα μέρος της επιχειρηματικότητας, η εταιρική επιχειρηματικότητα, προέρχεται από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις, που δημιουργούν  νέες δραστηριότητες, νέες επιχειρησιακές λειτουργίες, νέες επιχειρηματικές μονάδες.

.

Επομένως, η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητών με επιχειρηματικές δεξιότητες και νοοτροπία, θα συμβάλλει τόσο στην καλύτερη αξιοποίηση της γνώσης που παράγεται στα πανεπιστήμια, αλλά πολύ περισσότερο στη δημιουργία νέων καινοτόμων επιχειρήσεων και στην αλλαγή του επιχειρηματικού προτύπου των υφιστάμενων επιχειρήσεων.

.

Η σχέση των σπουδών με την αγορά εργασίας

.

Η διασύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με την αγορά εργασίας  είναι πρόβλημα τόσο  της προσφοράς γνώσεων και της διαμόρφωσης ικανοτήτων και δεξιοτήτων, αλλά και της ευρύτερης παιδείας που παρέχεται  στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού και ευρύτερα του εκπαιδευτικού συστήματος (ποιότητα σπουδών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) όσο και της ζήτησης των υποκειμένων της οικονομίας και της αγοράς για καταρτισμένο και μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό (αναπτυξιακό πρότυπο). Αν μάλιστα κατανοηθεί το Πανεπιστήμιο- και γενικότερα οι εκπαιδευτικοί θεσμοί- ως ένα θεμελιακό συστατικό στοιχείο ενός ζωτικού για την οικονομική πρόοδο και την κοινωνική συνοχή συστήματος εκπαίδευσης, έρευνας, καινοτομίας και διάχυσης της γνώσης, τότε το ενδιαφέρον μας δεν περιορίζεται στην αριστεία, αλλά και στους μέσους όρους και σε αυτούς που μένουν πίσω.  Στη χώρα μας, ιδιαίτερη σημασία έχει σήμερα τόσο το πρόβλημα της διασφάλισης της ποιότητας και της διαφοροποίησης/ πολυτυπίας στη λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών όσο και ο αναγκαίος μετασχηματισμός  του κυρίαρχου συμβατικού μοντέλου μεταβίβασης/ απόκτησης/ ανάπτυξης γνώσης προς ένα πιο συνεργατικό, διαλογικό και συμμετοχικό πλαίσιο μάθησης με ιδιαίτερη αναφορά τόσο στο τυπικό όσο και κυρίως στο άρρητο πρόγραμμα (δηλ. στο κλίμα, τις μεθόδους και τον τρόπο οργάνωσης και διεξαγωγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας).  Σε συνθήκες κρίσης, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί στο πρόβλημα της πρόσληψης και της διαχείρισης των προσδοκιών της επομένης μέρας.

.

Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο. Κρίσιμο ζητούμενο είναι σήμερα η εξισορρόπηση της εξειδικευμένης επιστημονικής γνώσης (που προέρχεται από την έρευνα/ research based teaching) με την πρακτική γνώση (που καθημερινά δημιουργείται στους χώρους της παραγωγής, της οικονομίας, της άσκησης του κάθε επαγγέλματος, της κοινωνικής πρακτικής και που πολλές φορές είναι διάχυτη και μη κωδικοποιημένη).  Γι΄αυτό και η πρακτική άσκηση και άλλες μορφές βιωματικής εκπαίδευσης πρέπει να αναβαθμισθούν.

.

 

.


.

 

.

* Ομιλία στην εκδήλωση της εφημερίδας «Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» σε συνεργασία με το ΚΕΠΕ με θέμα: «Ανεργία- Κοινωνικό και Οικονομικό Πρόβλημα- Δράσεις για την Αντιμετώπισή της