Η ήττα που υπέστη η Δημοκρατική Αριστερά, ιδίως στις Ευρωεκλογές, ήταν υπεράνω πάσης απαισιοδοξίας. Ο Πρόεδρος μάλιστα —στη συνέντευξή του στη Θεσσαλονίκη, που είχε εκ δεξιών του τον εκπρόσωπο Τύπου, Χρήστο Μαχαίρα, και εξ ευωνύμων (ευτυχώς υπάρχει συνώνυμη λέξη και δεν χρειάζεται να πω: εξ αριστερών) τον Χάρη Καστανίδη— όταν ρωτήθηκε για τις άσχημες εκλογικές επιδόσεις που προοιωνίζονται οι στατιστικές, είχε απαντήσει ότι, παρακολουθώντας την ανταπόκριση της κοινωνίας στη Δημοκρατική Αριστερά, ξέρει πως το ποσοστό μας θα είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι οι δημοσκοπικές εταιρείες μας έδιναν. Η απάντηση αυτή επρόκειτο δυστυχώς οσονούπω να αποδειχτεί πιο λαθεμένη και από λάθος. Διότι η κοινωνία (αποδείχτηκε περίτρανα) μας γύρισε την πλάτη και μας έδωσε ξεκάθαρο το μήνυμα: Δεν σας εμπιστευόμαστε! Δεν σας χρειαζόμαστε! Δεν σας ψηφίζουμε! Και έμελλε έτσι να κλείσει, με τον πάταγο της παταγώδους αποτυχίας, ο εξαιρετικά βραχύβιος κύκλος που όλο ελπίδα και ορμή άνοιγε με την ίδρυση του κόμματος, και (ακολούθως) με τις εκλογές του 2012 — τότε που ήμαστε ένα ελκυστικό κόμμα, ένας πολλά υποσχόμενος χώρος ο οποίος ωστόσο οι πολίτες μας είπαν ότι δεν κράτησε τις υποσχέσεις του, ότι αποδείχτηκε κίβδηλος: κάλπικος παράς χωρίς ανταποδοτική αξία.
Η ΚΕ του προηγούμενου Σαββατοκύριακου έγινε για δύο λόγους. Ο ένας ήταν η παραίτηση του Προέδρου που αιφνιδίασε, μιας και ήρθε τρεις μέρες μετά τις δηλώσεις του ότι «το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό» και ενώ, ήδη, είχε ανοίξει το καπάκι μιας κατσαρόλας που είχε φτάσει σε εκρηκτικό σημείο βρασμού. Μια παραίτηση, δε, δυστυχώς άκαιρη μα και μη πειστική καθώς εξ αρχής τελούσε υπό αίρεση. Θεωρώ ότι δεν χρειαζόταν να παραιτηθεί ο πρόεδρος• θα αρκούσε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη της συντριβής (η οποία συρρίκνωσε την απήχηση του κόμματος σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους, που γεμίζουν τις θέσεις του ΟΑΚΚΑ) και ακολούθως να διερευνήσει σε βάθος τις πολλαπλές αιτίες της πτώσης. Η παραίτηση —όταν και όπως έγινε— μας παρέδωσε στη χλεύη.
Η δε Κεντρική Επιτροπή ήταν μια πράξη του δράματος που δεν του άξιζε παρότι ο ίδιος την επέλεξε. Τοποθετηθήκαμε για το εάν έπρεπε ή όχι να παραιτηθεί. Σε κάθε περίπτωση, η απόφανσή μας είναι προσβλητική για τον άνθρωπο με την προσωπική και πολιτική ιστορία του Φώτη Κουβέλη. Τις παραιτήσεις των Προέδρων δεν τις αποφασίζουν τα όργανα: ούτε η (ούτως ή άλλως αναρμόδια) Κεντρική Επιτροπή, ούτε τα συνέδρια (τακτικά, έκτακτα ή διαρκείας). Η παραίτηση είναι ζήτημα αυστηρά προσωπικό: την επιλέγεις ή όχι.
Θα ήθελα ο πρόεδρος να μην είχε παραιτηθεί, παρά να μιλούσε με διαύγεια και σαφήνεια για το τι στα αλήθεια έφταιξε. Η ψηφοφορία θα ήταν ηθικά άκομψη και πολιτικά ατυχής. Ωστόσο, ο τρόπος επίσης με τον οποίο «έκλεισε» το ζήτημα, με τη διατύπωση «δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης του προέδρου» δείχνει πολιτικό ερασιτεχνισμό και επιτρέπει τη διαιώνιση της χλεύης.
Ως νέα στην πολιτική, παρακολούθησα με προσοχή την εισηγητική ομιλία του προέδρου. Άκουσα τη συγγνώμη που απευθύνθηκε, αλλά δεν άκουσα πραγματική αυτοκριτική, δεν άκουσα μια συγκεκριμένη αποτίμηση για το πώς φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για επανίδρυση ενός κόμματος που σε λίγες μέρες, στις 27 Ιουνίου, θα γίνεται 4 ετών — μα είναι ήδη τόσο γερασμένο που χρειάζεται να ιδρυθεί εκ νέου. Και είχα την εμπειρία του deja vu: άκουσα ακριβώς (μα: ακριβώς) τα ίδια επιχειρήματα ως προς το «καλώς μπήκαμε, καλώς βγήκαμε» από την κυβέρνηση.
Άκουσα επίσης ότι «η ανάλυσή μας για τον τρίτο πόλο στη βάση της δεν ήταν λάθος», μα είχαμε «θολό πολιτικό στίγμα, σε ακραία πολωτική ατμόσφαιρα», τη στιγμή που ο δικομματισμός στη χώρα μας είναι πιο συρρικνωμένος από ποτέ στη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Άκουσα από επιφανή στελέχη μας και πάλι δυνητικές φράσεις (να κάνουμε, θα πούμε, να δούμε), από τις οποίες ακριβώς έβριθαν και οι θέσεις του προηγούμενου συνεδρίου — υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις, βέβαια, όπως ήταν η de profundis ομιλία του Σάκη Παπαθανασίου, ο οποίος ήταν ο μόνος που ανέλαβε συγκεκριμένες ευθύνες.
Άκουσα ότι το πολιτικό μας στίγμα ήταν θολό — λες και του Ποταμιού ήταν σαν γάργαρο νεράκι διαυγές. Άκουσα ότι μπερδεύτηκαν οι πολίτες από την αμφισημία μας — λες και ο Σύριζα δεν είναι το κατεξοχήν τέτοιο παράδειγμα. Και, ασφαλώς, άκουσα ότι κούρασε η μειοψηφία που λέει διαρκώς τα ίδια και τα ίδια και δέχτηκα κι εγώ την ερώτηση αν κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια για τη συμβολή μου στις εκλογές.
Το να κατηγορείται η μειοψηφία για τη συντριβή κατά τη γνώμη μου προσβάλλει την πλειοψηφία, καθώς όποιος θεωρεί υπεύθυνη τη μειοψηφία για το αποτέλεσμα σημαίνει τουλάχιστον ότι της αναγνωρίζει ηγεμονικό ρόλο ως προς τις ιδέες της.
Αναγγέλθηκε επίσης το επόμενο συνέδριο για το φθινόπωρο, ως «ένα συνέδριο συνθέσεων και ενότητας». Πάει να πει, άρα, ως ένα συνέδριο στον αντίποδα του προηγούμενου, που επέλεξε την πόλωση και την αντίθεση, που μας εξώθησε στη μειοψηφία, που δημιούργησε «εσωτερικούς εχθρούς». Κάτι, που δεν διαφαίνεται, ωστόσο. Διότι εάν το προηγούμενο συνέδριο ελεγχόταν ως fast track, το τωρινό —το οποίο οφείλει να προετοιμαστεί εντός καλοκαιριού— θα είναι προφανέστατα ένα συνέδριο «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών».
Ωστόσο, άκουσα συντρόφους να διαφοροποιούνται τώρα από ό,τι ψήφισαν στο συνέδριο εκείνο, άκουσα την παραδοχή ότι σιωπούσαν για το καλό του κόμματος, μα κακό του έκαναν, άκουσα βουλευτές να λένε ότι μάθαιναν από τα κανάλια τα νέα του κόμματος ή έκλαιγαν για αυτά που ψήφιζαν, άκουσα την ομολογία για την αναποτελεσματική κυβερνητική μας συμμετοχή. Άκουσα κριτική για τη συμμετοχή μας στους κυβερνητικούς διορισμούς, στο 4-2-1, από τους ίδιους ανθρώπους, που όταν την κάναμε εμείς προσυνεδριακά, μας αγνοούσαν.
Και όλα αυτά, βοηθούν σε μια διάγνωση, στη διάγνωση της παθολογίας ενός κόμματος (ίσως και όλων των κομμάτων, από τη μοίρα των οποίων δεν μπορούμε να ξεφύγουμε).
Αν υπήρχε κάποια, έστω και αμυδρή, ελπίδα να επιβιώσουμε, θα οφείλαμε πολιτικά να θυμηθούμε την ιδρυτική μας διακήρυξη, θα οφείλαμε να λειτουργήσουμε ανοιχτά και δημοκρατικά στέλνοντας στο πυρ το εξώτερον τις πρακτικές ορισμένων στελεχών που συμπεριφέρονται ως εάν το κόμμα να είναι ιδιοκτησία και τσιφλίκι τους, ενώ οργανωτικά θα οφείλαμε να παρακολουθούμε το έργο των τοπικών οργανώσεων, ώστε να μην είναι άδειο κέλυφος το «κόμμα των μελών». Άκουσα τον Γραμματέα του κόμματος να λέει ότι θα έχουν συγκληθεί έως τις 20 Ιουνίου οι τοπικές οργανώσεις. Και ερωτώ: ποιος παρακολουθεί το έργο τους; Διότι δύο προηγούμενες ΚΕ έθεταν χρονοδιάγραμμα ως προς τη λειτουργία των τοπικών οργανώσεων — και η δική μου, π.χ., οργάνωση δεν τήρησε κανένα από τα δύο.
Κλείνοντας, θέλω να πω ότι στην αίθουσα όπου πραγματοποιήθηκε η Κεντρική Επιτροπή της Δημοκρατικής Αριστεράς ακούστηκε η λέξη «ύβρις». Η οποία ύβρις, εκτός από την ελληνική τραγωδία, μας οδηγεί και στον Όμηρο. Στην ομηρική Ιλιάδα ήδη από την πρώτη ραψωδία, θαρρώ, ο ποιητής προοικονομεί την τιμωρία του ελληνικού στρατού, διότι σιωπά αν και γνωρίζει την ύβρι του Αγαμέμνονα. Μαθαίνουμε δηλαδή ότι η σιωπή είναι συνενοχή. Σε αυτή την ΚΕ η σιωπή αρκετών συντρόφων έσπασε. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Θα έπρεπε να πάψει και η προχειρότητα με την οποία αβασάνιστα αλλάζει η γραμμή. Κι έτσι, να μην εγκαταλείπεται ο προχείρως επινοημένος και βιαστικά, ανοργάνωτα υλοποιημένος Τρίτος Πόλος για να αρχίσουν στελέχη μας να μιλάνε από την επομένη ήδη των εκλογών για το προοδευτικό μπλοκ εξουσίας (νέος όρος αυτός), αλλάζοντας τη λέξη «πόλος» με τη λέξη «μπλοκ» και τον προσδιορισμό «τρίτος» με το «προοδευτικός». Επιζητείται, ωστόσο, και αναζητείται η νοηματοδότηση των λέξεων αυτών. Και πριν από τη νοηματοδότηση, απαιτείται αναστοχασμός: πότε προφταίνουν τα στελέχη μας να αλλάζουν γραμμή σε μία μέρα; Αποδεικνύονται πάντως συνεπείς μαρξιστές (αν και οπαδοί του Γκράουτσο Μαρξ): «Αυτές είναι οι απόψεις μου. Αν δεν σ’ αρέσουν, έχω κι άλλες». Και παραφράζοντας: «Αυτή είναι η γραμμή μου. Αν δεν σ’ αρέσει, έχω κι άλλες».
Τα περί πολιτικού στίγματος του κόμματος, ωστόσο, παραπέμφθηκαν στην επόμενη Κεντρική Επιτροπή. Η ΚΕ του προηγούμενου Σαββατοκύριακου έκλεισε σε κλίμα πλήρους αποδιοργάνωσης και στενάχωρης παρακμής• χωρίς η πλειοψηφία της ΔΗΜΑΡ να είναι σε θέση ούτε να αποτιμήσει την εκλογική συντριβή, ούτε να προτείνει μια πολιτικά γοητευτική «επόμενη μέρα» για το κόμμα που τότε, σε εκείνο το πια μακρινό 2010, δημιουργήθηκε προκειμένου «να απαντήσει άμεσα στο ολοένα διογκούμενο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού πεδίου και των σημερινών κομματικών φορέων της χώρας μας καθώς και για τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης»…
*Η βάση του κειμένου αυτού είναι ομιλία στην ΚΕ της Δημοκρατικής Αριστεράς