Δίκαιη κοινωνία πολιτών με αξιοπρέπεια

Γιώργος Σιακαντάρης 17 Σεπ 2021

Το Κίνημα Αλλαγής δεν έχει καταφέρει να συγκινήσει με τον λόγο του ούτε αυτούς που ψήφισαν  τον κ. Μητσοτάκη και όχι τη «Δεξιά» για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε αυτούς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ γιατί αυτός αποτελεί το «αντιδεξιό» αντίπαλο δέος». Οι σωστές σε πολλά ζητήματα επιμέρους θέσεις του ΚΙΝΑΛ και των τεσσάρων υποψηφίων δεν δένονται με μια σοβαρή αφήγηση για τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των διαφορετικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων που σήμερα συνθέτουν τον ελληνικό κοινωνικό ιστό. Σε γενικές γραμμές όλοι στο Κίνημα Αλλαγής μιλούν για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις με τον ίδιο τρόπο που μιλούσαν στο ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Η κοινωνία όμως έχει αλλάξει ριζικά από τότε. Από κοινωνία σχετικής αλληλεγγύης έχει μετατραπεί σε κοινωνία «κοινωνικού αυτοματισμού». Δεν μπορείς όμως να τεθείς επικεφαλής σε κάτι που δεν το ξέρεις σε βάθος. Ένας από τους λόγους αποτυχίας των επιδιωκόμενων μέχρι σήμερα μεταρρυθμίσεων είναι και το πως αυτοί που τις προτείνουν αδιαφορούν για τις συνέπειές του στα κοινωνικά στρώματα που θίγονται απ’ αυτές. Καμία σοβαρή μεταρρύθμιση όμως δεν μπορεί να γίνει αν αυτή δεν εξασφαλίζει τη συναίνεση των ομάδων που αυτή αφορά. Οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές απαιτούν και ανάλογες μεταρρυθμιστικές συμμαχίες. Γι’ αυτό και η σοβαρή πολιτική οφείλει να γνωρίζει με ποιόν και τι θέλει να αλλάξει, για να μπορέσει να το αλλάξει. 

Η απουσία ιδεολογικού στίγματος και πολιτικής αφήγησης σ’ ένα θεσμικά κατοχυρωμένο πολυτασικό κόμμα στρώνει το έδαφος στην υποκατάσταση της πολιτικής από παιχνίδια προσωπικών στρατηγικών. Χωρίς ιδεολογική αφήγηση δίνεται ο χώρος σ’ ανθρώπους ικανούς μόνο σε παιγνίδια τακτικισμού και μηχανισμών να μετατρέπουν την πολιτική σε παιγνίδι προσωπικής επιβίωσης. Χρειάζεται πάλι να ανάψουν τα φώτα του κόσμου των ιδεών. Γιατί αν και πολιτική γενικά χωρίς ιδέες γίνεται, αλλά πολιτική που θα στηρίζει την κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ελευθερία και την ισότητα δεν γίνεται χωρίς αυτές. 

Σήμερα η πανδημία, η οποία βρήκε τις κοινωνίες και τα κράτη απροετοίμαστα, θέτει με νέο τρόπο παλιά ζητήματα, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας, η τηλεργασία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η ισχυροποίηση του κράτους πρόληψης, οι κοινωνίες της επιτήρησης και της παρακολούθησης, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η βιοϊατρική, οι ψηφιακές ανισότητες, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις, ο πλανητικός φόβος, οι περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις, η ασφάλεια, η μετανάστευση, οι δημοκρατίες επιτήρησης και ο νέος αυταρχισμός. Όλα αυτά υπήρχαν εδώ και δεν ανακαλύπτονται σήμερα όπως κάποιοι ρηχοί πολιτικοί υποστηρίζουν. Σήμερα όμως αποκτούν νέα διάσταση, η οποία αν δεν προσεχθεί, μπορεί να μονιμοποιήσει και να νομιμοποιήσει αυταρχικές λύσεις και τάσεις. 

Η Σοσιαλδημοκρατία του 20ου αιώνα δεν υποσχόταν την εφαρμογή ενός ιδανικού στόχου που θα οδηγεί σε ιδανικές κοινωνίες στο μέλλον. Όχι ανέκαθεν, αλλά από μια στιγμή της ιστορίας της και μετά (μετά το 1900) πίστευε πως «οι κοινωνίες του μέλλοντος» δεν οδηγούν σε κοινωνίες ευημερίας αλλά σε κοινωνίες ολοκληρωτισμού. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ενδιαφέρονταν για την ευημερία των πολιτών και της κοινωνίας σήμερα, στο παρόν και όχι αύριο, κάποτε στο μέλλον. Ταυτοχρόνως τους ήταν εντελώς ξένες απόψεις του τύπου «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Εδώ ακριβώς εμπεριέχεται το κατεξοχήν μήνυμα του αυταρχισμού. Αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, δεν κατανοούν πως στις αστικές δημοκρατίες πρώτον, δεν υπάρχει μόνο μια εξουσία, αλλά πολλές και αυτόνομες μεταξύ τους και δεύτερον οι εξουσίες είναι σύνολα σχέσεων και όχι «πράγματα», τα οποία αλλάζουν ιδιοκτήτη. 

Στο σήμερα όμως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει με το τέλος της πανδημίας η Ευρωπαϊκή Ένωση να επανέλθει σε λογικές λιτότητας. Ως σοσιαλδημοκράτης, δηλαδή ως αριστερός και όχι ως κεντρώος, θεωρώ ότι είναι εντελώς διαφορετικής φύσης η υπαρκτή ανάγκη της δημοσιονομικής πειθαρχίας και εντελώς διαφορετική η αντίληψη που βλέπει την Ευρώπη ως μια ενότητα συνεπών και ασυνεπών μελών και την οικονομία των κοινωνιών ως μια οικογενειακή οικονομία. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αρχίζει να αντιπαρατίθεται στην κυριαρχία μιας αντίληψης που ήθελε η πολιτική διακυβέρνηση να ατονεί για χάρη της λειτουργίας μόνο των ελεύθερων αγορών. Αυτό αμφισβητούν σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Βόρεια και Νότια Ευρώπη και γι’ αυτό ενισχύονται. Η Σοσιαλδημοκρατία για να μη γίνει μετασοσιαλδημοκρατία οφείλει να απορρίψει αυτή την πλευρά της μεταδημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία όσο λιγότερο επεμβαίνει η πολιτική στην οικονομία τόσο το καλύτερο για την κοινωνία. Να αποτελέσει γι’ αυτήν παρελθόν η συντηρητική αντίληψη των ισχυρών του χρήματος που θέλει οι δημόσιες οικονομίες να λειτουργούν όπως οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί. 

Σήμερα η ελληνική έκφανση της Σοσιαλδημοκρατίας χρειάζεται ένα νέο κόμμα που θα υπερβαίνει το ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝΑΛ και το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ. Η κοινοτοπία του συνθήματος «Νέα Αλλαγή» παύει να είναι τέτοια αν αφορά πρωτίστως την αλλαγή του ΚΙΝΑΛ. Αλλά δεν αρκεί αυτό, αν δεν συνοδεύεται και από μια εναλλακτική αφήγηση που θα υπερβαίνει το δίλημμα επιχειρηματικότητα ή κρατική προστασία που θέτουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα. Από μια αφήγηση που θα θέτει τις προδιαγραφές για μια δίκαιη κοινωνία πολιτών με αξιοπρέπεια. Αυτή η πρώτη παρέμβασή μου στη Μεταρρύθμιση δεν έχει καμία διάθεση ανάμιξης στις εσωκομματικές εκλογές για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Είναι μια παρέμβαση που την απασχολεί το μέλλον της όλης παράταξης. Συνεχίζεται….