Εγκλωβισμένοι στο κέντρο

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 23 Ιαν 2016

Τα ακαδημαϊκά συγγράμματα πολιτικής κοινωνιολογίας υπογραμμίζουν από τις πρώτες σελίδες τους ότι το κομματικό σύστημα κάθε χώρας αποτυπώνει άλλοτε πλήρως και άλλοτε ατελώς τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις του κάθε εκλογικού σώματος. Πράγματι, πέρα από τις συγκυριακές επιπτώσεις ζητημάτων επικαιρότητας, τα οποία ενίοτε γεννούν νέα, μονοθεματικά ως προς το περιεχόμενο του λόγου τους, κόμματα, αλλά και τις επιπτώσεις προσωπικών διενέξεων στα εσωτερικά των κομμάτων, οι οποίες καταλήγουν σε διασπάσεις, οι κοινωνικές διαιρέσεις είναι εκείνες που ορίζουν τη δομή ενός κομματικού συστήματος.

Πολλαπλές διαιρέσεις δικαιολογούν την ύπαρξη πολλών και σχετικά ισοδύναμων κομμάτων, ενώ η κυριαρχία μιας διαίρεσης οδηγεί στη συγκέντρωση των κομματικών προτιμήσεων σε δύο κεντρικές επιλογές και στον υποβιβασμό των υπόλοιπων επιλογών ψήφου σε περιφερειακές. Στην κοινωνικά ομοιογενή Ελλάδα οι διαιρέσεις συμπυκνώνονταν παραδοσιακά σε μία τομή με αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός ή ένα πρόσωπο: «βενιζελικοί» και «αντιβενιζελικοί», «εθνικόφρονες» και «μη εθνικόφρονες», «δεξιοί» και «αντιδεξιοί», και, προσφάτως, «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί». Διχασμοί τέτοιου τύπου βρίσκουν φυσική και επαρκή πολιτική αποτύπωση σε δύο μεγάλα κόμματα. Υπάρχει, λοιπόν, χώρος για έναν «τρίτο πόλο» υπό αυτές τις συνθήκες;

Το ερώτημα είναι εμπειρικό και ως τέτοιο δεν επιδέχεται απαντήσεις που να στηρίζονται στην υποκειμενική κρίση μας για την αναγκαιότητα ή τη λειτουργικότητα ενός πολυπολικού συστήματος. Η ιστορική εμπειρία απαντά αρνητικά, καθώς οι όποιες εξελίξεις στις κομματικές εκπροσωπήσεις στην Ελλάδα συνέπιπταν με την αντικατάσταση ενός κόμματος από ένα άλλο, όπως στην πλέον χαρακτηριστική περίπτωση της εξαφάνισης της Ένωσης Κέντρου μετά την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Στη σημερινή συγκυρία, ωστόσο, διακρίνεται μια ιδιαιτερότητα: η ουσιαστική αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ ως επιλογής ψήφου μεγάλου τμήματος του ακροατηρίου από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν συμβαδίζει με μια παράλληλη απορρόφηση του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο της κομματικής ελίτ. Αποτέλεσμα αυτής της ασυμμετρίας εξελίξεων είναι η διεκδίκηση από την πλευρά της κομματικής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ενός ρόλου που θα τη συντηρήσει στην πολιτική επικαιρότητα, κάτι απολύτως θεμιτό ως κομματική στρατηγική, πλην όμως ανέφικτο, δεδομένης της πληρότητας με την οποία αποτυπώνονται οι τρέχουσες κοινωνικές διαιρέσεις στην αντιπαράθεση της φιλομεταρρυθμιστικής και χωρίς ενδοιασμούς φιλοευρωπαϊκής ΝΔ και του σκεπτικιστικού έναντι στις μεταρρυθμίσεις και την Ε.Ε. ΣΥΡΙΖΑ. Η καθαρότητα του συγκεκριμένου διπόλου στα μάτια της κοινής γνώμης δυσχεραίνει το εγχείρημα ανάδειξης της αναγκαιότητας ύπαρξης ενός «τρίτου πόλου» και τελικά το εκφυλίζει σε μια τακτική επιβίωσης μιας πάλαι ποτέ ισχυρής κομματικής ηγεσίας που απλώς πεισματικά δεν αποδέχεται τη νέα πραγματικότητα.

Αυτή ακριβώς η τοξικότητα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, ως της παρελθούσας άρχουσας πολιτικής τάξης, καθιστά αποτρεπτική και τη συνεργασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με το Ποτάμι, ενός νέου κόμματος που επιδιώκει κι αυτό στρατηγικά να προβάλει την ανάγκη ύπαρξης ενός «τρίτου πόλου», προκειμένου να καταδείξει τη χρησιμότητά του. Παρ’ ότι κοινοί, οι στόχοι των δύο κομμάτων δεν μπορούν να συμβαδίσουν, δεδομένου ότι το Ποτάμι στήριξε την ύπαρξή του στην αντιπαράθεση του νέου με το παλαιό και κατά συνέπεια η πρόσδεσή του στο άρμα της «παλαιάς τάξης» θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε ένα πρόβλημα. Ωστόσο, η τύχη του εγχειρήματος του «τρίτου πόλου» δεν εξαρτάται από τις αποφάσεις του Σταύρου Θεοδωράκη, όπως αφήνεται να εννοηθεί από την πλευρά της ηγεσίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Είναι η επάρκεια της δόμησης των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος γύρω από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνη που θέτει τα εμπόδια στην υλοποίησή του.

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι φαίνεται να έχουν εγκλωβιστεί στο κέντρο. Τα κλειδιά είναι στα χέρια των δύο μεγάλων κομμάτων, καθώς μόνο μια παιδαριώδης, εσφαλμένη κίνηση αυτών θα μπορούσε να τους δώσει την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν. Η συνεργασία των εγκλωβισμένων πιθανώς να στηρίζει το ηθικό τους, όμως δεν είναι παράγοντας ικανός να ανατρέψει τις συνθήκες διαβίωσής τους ή αλλιώς τη δομή του κομματικού συστήματος.