Για την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ

Σίμος Ανδρονίδης 15 Ιαν 2022

«Γυρίσαμε νύχτα στον καταυλισμό. Τη μέρα ερήμωνε γιατί μας έσκιαζε το κράτος του εχθρού, ίσο σε δύναμη με το φως του ήλιου. Το ελάχιστο φεγγάρι αγκύλωνε τις σκιές και τα λίγα τσαντίρια έφερναν ύποπτους θορύβους από τον άνεμο, που μόνο στο σκοτάδι επέτρεπε να διαπεράσει την κατοχή του» (Θανάσης Χατζόπουλος, ‘Πως να πηγαίνεις ενάντια του χαμού’).

Σε λίγες ημέρες, συμπληρώνεται ένας χρόνος από την βίαιη επίθεση που εν προκειμένω, έλαβε χώρα στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, από ένα ετερόκλητο πλήθος, το οποίο με αυτόν τον τρόπο, έσπευσε να εκφράσει την διαμαρτυρία του για την εκλογική νίκη του υποψήφιου του Δημοκρατικού κόμματος Τζο Μπάιντεν, η νίκη του οποίου προσελήφθη ως ‘προϊόν’ εκλογικής νοθείας εις βάρος του τότε προέδρου και υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, Ντόναλντ Τραμπ.

Η επίθεση, υπήρξε ιδιαίτερα βίαιη (για την ακρίβεια, θύμισε έφοδο), με το ετερόκλητο πλήθος που αποτελούνταν από νατιβιστές, θιασώτες μίας ιδιαίτερης εκδοχής της ‘Αμερικανικότητας,’ υποκείμενα που υιοθετούσαν αντι-ελιτίστικες και συνωμοσιολογικές αφηγήσεις, διανθίζοντας τες με έναν εθνο-κεντρισμό, να εισβάλλει στο κτίριο του Καπιτωλίου, διατρανώνοντας την αντίθεση του προς την εκλογική νίκη του Τζο Μπάιντεν.

Όμως, η επίθεση δεν έφερε μόνο αυτό το πρόσημο, καθότι, θεωρούμε πως, η ‘φορτισμένη’ εναντίωση εκφράσθηκε και κατά της ανάληψης προεδρικών καθηκόντων από τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος, εκείνη την στιγμή (ημέρα ορκωμοσίας του ως νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών), ‘ενσάρκωνε,’ για το πλήθος των εισβολέων,1 την ‘εχθρική’ (για τα συμφέροντα του μέσου Αμερικανού), πολιτική ελίτ.

Ο πρώην πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, ακόμη και αν δεν προσέφερε την συναίνεση του στην βίαιη εισβολή στο χώρο του Καπιτωλίου, παρείχε, μέσω της πολιτικής του ρητορικής, το απαραίτητο πλαίσιο, το οποίο και προσέλαβαν δεκτικά και μετέπλασαν οι συμμετέχοντες.

Και μάλιστα, το μετέπλασαν προς την κατεύθυνση της μετουσίωσης του σε βία, σε ανοιχτή βία, κατά της Αμερικανικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Περίπου έναν χρόνο μετά, η μνήμη της επίθεσης είναι έντονη, με τις εσωτερικές διαιρέσεις να έχουν αμβλυνθεί αλλά να μην έχουν διαγραφεί εντελώς. Αφηγήσεις που αμφισβητούν την λειτουργικότητα της Αμερικάνικης Δημοκρατίας,2 παραμένουν ενεργές.

Η βία ως πολιτική πράξη (με αυτόν τον τρόπο εκδηλώθηκε στο Καπιτώλιο), όπως δείχνουν τα αποτελέσματα μίας έρευνας, θεωρείται δικαιολογημένη, από ένα 28% των ερωτηθέντων, όταν ασκείται για την υπεράσπιση ενός εκλογικού αποτελέσματος.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πούμε πως η βία και η χρήση της βίας, αναγνωρίζονται με θετικό τρόπο από τμήμα της Αμερικανικής κοινωνίας,3 αποδεικνύοντας εναργώς πως το συμβάν του Ιανουαρίου του 2020 δεν ήταν ένα απλό και ανώδυνο συμβάν, αλλά, ένα πολιτικό συμβάν σύνθετο και με διάφορες προεκτάσεις.

Ως προς την στάση των υποστηρικτών του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο συμβάν, είναι ενδεικτικό το ό,τι τα δύο τρίτα αυτών «συνεχίζουν να πιστεύουν πως ο Δημοκρατικός πρόεδρος δεν εξελέγη νόμιμα και ότι νοθεία σημειώθηκε στις κάλπες του 2020, συμφωνώντας με την ομιλία του προκατόχου του».4

Σε αυτή την περίπτωση5, έχουμε να κάνουμε με μία αποδοχή των βασικών επιχειρημάτων που συνεχίζει να εκφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρήματα που εστιάζουν στο ό,τι οι Δημοκρατικοί και το πολιτικό (και όχι μόνο) κατεστημένο, του ‘στέρησαν’ μία μεγάλη εκλογική νίκη, στο ό,τι ασκήθηκε εις βάρος του μία εκτεταμένη εκλογική νοθεία, κάτι που καλλιεργεί το έδαφος και για την βαθύτερη και συνειδητή αποδοχή της επίθεση στο Καπιτώλιο, ιδίως από την στιγμή όπου αυτή εκλαμβάνεται ως η ‘πρέπουσα απάντηση’ στο ‘ψεύδος’ και στην ‘αρπαγή.’ Ως η ‘πρέπουσα’ απάντηση στην ‘αδικοπραγία.’

Πιο πάνω, αναφερθήκαμε στο ό,τι ένα 28% των ερωτηθέντων, δεν θα απέκλειε τη χρήση βία για την υπεράσπιση ενός εκλογικού αποτελέσματος. Εάν γυρίσουμε όσο χρειάζεται τον χρόνο πίσω, θα επισημάνουμε πως, οι συμμετέχοντες στην εισβολή συνέκλιναν πάνω στην αίσθηση της ‘αδικίας’ για την ‘κλοπή’ (εκλογικό αποτέλεσμα), στο σημείο όπου ακριβώς η πολιτική βία βρήκε έδαφος να αναπτυχθεί.

Και συνεχίζει να επωάζεται, ακόμη και αν δεν υπήρξε συνέχεια μετά το συμβάν, με το μέχρι τώρα χρονικό διάστημα της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, να μην συνοδεύεται από κάποιο βίαιο6 επεισόδιο υψηλής έντασης.

Ζητούμενο καθίσταται η πραγματοποίησης ενός ανοιχτού διαλόγου, μεταξύ πολιτών και πολιτικών, για το πως θα καταφέρει η δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες να ενισχύσει την θέση και συνακόλουθα, να αυξήσει την κοινωνική νομιμοποίηση της.

1 Εάν χρησιμοποιήσουμε το σχήμα της ‘δομής πολιτικών ευκαιριών, θα ισχυρισθούμε πως οι εισβολείς έσπευσαν να αξιοποιήσουν, συμβολικά και πολιτικά, την ημέρα της ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν, θεωρώντας την ως την πλέον κατάλληλη ευκαιρία για να αναδείξουν και την αντίθεση τους, αλλά και το πολιτικοϊδεολογικό υπόβαθρο που τους ώθησε στο να αναλάβουν δράση.

2 Είναι ενδεικτικό, με βάση τα πορίσματα μίας έρευνας της εφημερίδας Washington Post (σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Μέριλαντ), το ό,τι το ποσοστό εμπιστοσύνης προς την δημοκρατία υποχώρηση από το υψηλό 90% των αρχών της δεκαετίας του 2000, στο σημερινό 54%, κάτι που αναδεικνύει, σε μία περισσότερο μακροσκοπική κλίμακα, πως το ποσοστό εμπιστοσύνης και περηφάνειας προς την δημοκρατία μειώνονταν σταδιακά, άλλοτε με μεγαλύτερο και άλλοτε με μικρότερο ρυθμό, δίχως να αποτελεί ζήτημα το οποίο σχετίζεται αποκλειστικά με την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπισμός όμως (αν και έχουμε αμφιβολίες πλέον για το αν είναι δόκιμος ο όρος), ακόμη και ως μη συνεκτική ιδεολογία, προσέδωσε περιεχόμενο σε μία λογική αμφισβήτησης της δημοκρατίας και συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της που άπτονται της λειτουργίας και δη της εύρυθμης λειτουργίας της (εκλογική διαδικασία/αναγνώριση του εκλογικού αποτελέσματος). Η επίθεση της 6ης Ιανουαρίου δεν ενέγραψε τους επι-γενόμενους όρους ενός μεταμφιεσμένου Τραμπισμού. Αντιθέτως, υπήρξε και το αποτέλεσμα μίας κινητοποίησης που υπενθύμισε και έφερε στο προσκήνιο τον Τραμπισμό ως ‘κίνημα’: Όπως περίπου ξεκίνησε η πορεία του Ντόναλντ Τραμπ (και η προεκλογική του καμπάνια για την διεκδίκηση της θέσης του υποψήφιου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών), η οποία σταδιακά, με τα χαρακτηριστικά που προσελάμβανε, κινητοποιούσε τμήματα του στελεχιακού δυναμικού των Ρεπουμπλικανών αλλά και υποκείμενα που προηγουμένως δεν διέθεταν κάποια οργανωτική σχέση με το κόμμα. Η επίθεση φέρει εντός της, τόσο τον Τραμπισμός ως ‘κίνημα’ (ιδιαίτερου τύπου), όσο και στιγμές της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Βλέπε σχετικά, ΗΠΑ: Οι Αμερικανοί ανησυχούν για τη δημοκρατία τους,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 02/01/2021, www.kathimerini.gr/world/561653599/ipa-oi-amerikanoi-anisychoyn-gia-ti-dimokratia-toys/

3 Και όχι από το σύνολο της, θα ήταν τελείως απλοϊκό και αναγωγιστικό να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο.

4 Βλέπε σχετικά, ΗΠΑ: Οι Αμερικανοί ανησυχούν για τη δημοκρατία τους…ό.π. Η Αμερικανική σημαία, την οποία και κρατούσαν στα χέρια πολλοί διαδηλωτές, υπήρξε το βασικό ‘εργαλείο’ πάνω στο οποίο οι συμμετέχοντες εμβάπτισαν την δράση τους, διατρανώνοντας την πεποίθηση τους ό,τι ‘είναι ο πραγματικός λαός,’ και δη ‘ο πραγματικός Αμερικανικός λαός,’ εκεί όπου ανακύπτει δραστικά μία ιδιαίτερη εκδοχή ενός ‘από τα κάτω’ επιθετικού λαϊκισμού που δεν παύει να επι-καλείται την λαϊκότητα του (εδώ αντλούμε στοιχεία από την περί λαϊκισμού ανάλυση του Σεραφείμ Σεφεριάδη).

5 Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα χρειάζεται να καταβάλλει πολλή και συστηματική δουλειά για την εκτόνωση της έντασης και την επούλωση των ‘πληγών’ σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο. ‘Πληγών’ που συνεχίζουν να επηρεάζουν την ποιότητα του πολιτικού ανταγωνισμού.

6 Ο τελευταίος χρόνος της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ συνοδεύθηκε από την έκλυση βίας στο κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον, η οποία και εντασσόταν σε διαφορετικά κοινωνικά-πολιτικά συμφραζόμενα, φέροντας κρατικό, πολιτικό, και ακόμη, ενίοτε κινηματικό πρόσημο. Ο δημόσιος χώρος (βλέπε τις συλλογικές δράσεις του κινήματος Black lives matters), καθώς και ένας συμβολικό τοπόσημο για την δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες (Καπιτώλιο), ανα-νοηματοδοτήθηκαν ‘φορτισμένα.’