Πώς ο αντιδεξιός ζήλος ακυρώνει την ανάγκη για ρεαλιστικό σχέδιο εξουσίας, δημιουργώντας κενό μετεκλογικής σταθερότητας
Η κρίση στρατηγικής που αντιμετωπίζει σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνο ζήτημα επικοινωνίας· είναι πρωτίστως κρίση πολιτικής αφήγησης. Στην Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας μετά τα Μνημόνια, όπου η κοινωνία αναζητά σταθερότητα και όχι ρήξεις, το προοδευτικό μπλοκ δείχνει ανίκανο να παράξει μια πειστική εναλλακτική πρόταση.
Στη σκιά της παγιωμένης κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα βαθύ στρατηγικό δίλημμα που θέτει σε αμφιβολία την αξιοπιστία του ως εναλλακτικός πόλος διακυβέρνησης. Στην προσπάθειά του να ανακτήσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς, έχει εγκλωβιστεί σε ένα αντιδεξιό αφήγημα, το οποίο, αντί να το ενισχύει, το οδηγεί σε κοινή αντιπολιτευτική στρατηγική με τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς αυτόνομο, ρεαλιστικό και πειστικό σχέδιο εξουσίας.
Η επιλογή της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τη Νέα Δημοκρατία μπορεί να ερμηνευθεί ως μέσο επανατοποθέτησης. Ωστόσο, η υπερβολική προσκόλληση σε αυτόν τον λόγο έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια κεντρογενούς αυτονομίας. Όταν η πολιτική ταυτότητα ενός κόμματος ορίζεται κυρίως από το τι απορρίπτει και όχι από το τι προτείνει, χάνει τη δυνατότητα να εμπνεύσει εμπιστοσύνη για τη διακυβέρνηση της «επόμενης ημέρας».
Η διαρκής ανάγκη του ΠΑΣΟΚ να αποδείξει την “προοδευτική” του καθαρότητα και να μην υστερήσει σε αντιπολιτευτική ένταση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ το ωθεί σε ρητορικές υπερβολές και στρατηγήματα που δεν συνάδουν με την εικόνα ενός υπεύθυνου, κεντρώου κόμματος. Η συγκυριακή σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ζητήματα όπως οι ακοστολόγητες παροχές ή η γενικευμένη καταγγελία των θεσμών ενισχύει την εντύπωση ενός αδιαφοροποίητου αντιπολιτευτικού μετώπου, χωρίς σαφή προγραμματική ταυτότητα και χωρίς κυβερνητική αξιοπιστία.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο. Η Νέα Δημοκρατία, παρά τη φθορά της, διατηρεί προβάδισμα στο 26–28%, το ΠΑΣΟΚ παραμένει στάσιμο στο 12–13%, ενώ ένας στους τέσσερις πολίτες δηλώνει πως κανένα κόμμα δεν τον εκφράζει – το υψηλότερο ποσοστό πολιτικής αποστασιοποίησης από το 2012. Η κοινωνία δεν ζητά περισσότερη καταγγελία· ζητά αξιόπιστη εναλλακτική διακυβέρνησης.
Μέσα σε αυτό το κενό, η κινητικότητα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα λειτουργεί ως καταλύτης των εξελίξεων. Η πιθανότητα συγκρότησης ενός νέου προσωποπαγούς σχηματισμού, με αφετηρία έναν συναισθηματικό “αντιμητσοτακισμό” και επίφαση “πατριωτικής προόδου”, αναδιατάσσει τον χώρο της αντιπολίτευσης. Ο Τσίπρας επιχειρεί να εκμεταλλευθεί την πολιτική αδράνεια του ΠΑΣΟΚ και την απουσία ενιαίας στρατηγικής, προτείνοντας ένα σχήμα επικοινωνιακά θορυβώδες αλλά πολιτικά ρηχό. Αν αυτή η κίνηση αποκτήσει δυναμική, η Κεντροαριστερά κινδυνεύει να διασπαστεί ανάμεσα σε δύο ατελή άκρα: το στρατηγικά και πολιτικά απονευρωμένο ΠΑΣΟΚ και τον λαϊκιστικά ανήσυχο δημαγωγό Τσίπρα.
Η αντιπολίτευση συνολικά χάνει τη θεσμική της υπόσταση και μετατρέπεται σε συναισθηματικό αντίλογο χωρίς κυβερνητική συνέχεια. Η Νέα Δημοκρατία, παρά τις δυσκολίες της, εξακολουθεί να εμφανίζεται ως η μόνη δύναμη ευθύνης – όχι γιατί πείθει, αλλά γιατί δεν έχει απέναντί της πειστικό αντίπαλο. Οι ψηφοφόροι του κέντρου και της μεσαίας τάξης, μπροστά στο δίλημμα ανάμεσα σε μια φθαρμένη αλλά σταθερή κυβέρνηση και μια ασυνάρτητη αντιπολίτευση χωρίς σχέδιο, επιλέγουν το προβλέψιμο: τη σταθερότητα.
Αν η ΝΔ χάσει την αυτοδυναμία, η απουσία ολοκληρωμένου προγράμματος καθιστά το ΠΑΣΟΚ αναξιόπιστο εταίρο σε οποιαδήποτε προγραμματική σύγκλιση. Η χώρα κινδυνεύει να εισέλθει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας και θεσμικής κόπωσης, όπου η αντιπολίτευση δεν θα λειτουργεί ως δύναμη εναλλακτικής εξουσίας, αλλά ως παράγοντας παράτασης της φθοράς.
Για να αποφύγει αυτό το αδιέξοδο, το ΠΑΣΟΚ οφείλει να εγκαταλείψει τη λογική της “αντιπολίτευσης χωρίς ευθύνη” και να επανέλθει στη θεσμική του παράδοση: μεταρρυθμιστική τόλμη, τεκμηριωμένος ρεαλισμός, κυβερνητική αξιοπιστία. Η απάντηση στη συντηρητική παράταξη δεν βρίσκεται στην αντιπαλότητα, αλλά στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, κοστολογημένου και πειστικού σχεδίου διακυβέρνησης που να εμπνέει εμπιστοσύνη και προοπτική.
Μόνο αν το ΠΑΣΟΚ πείσει ότι διαθέτει τη βούληση, τα πρόσωπα και το πρόγραμμα για να κυβερνήσει –και όχι απλώς να διαμαρτυρηθεί– μπορεί να επανακτήσει τον ρόλο του ως πραγματικός αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας και εγγυητής πολιτικής σταθερότητας. Διαφορετικά, θα παραμείνει πολιτικός δορυφόρος των εξελίξεων, συντηρώντας την μονοκρατορία της συντηρητικής παράταξης και την αίσθηση ότι η υπεύθυνη εναλλαγή εξουσίας στη χώρα είναι αδύνατη.