Η ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του Αντώνη Σαμαρά

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 12 Απρ 2015

Υπάρχουν φορές που τα γνωρίσματα των πολιτικών ηγετών μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά για ένα κόμμα και άλλες που κάποια άλλα χαρακτηριστικά, ή και ακριβώς τα ίδια, επιβαρύνουν την εικόνα ενός πολιτικού κόμματος. Η τιμιότητα, η προηγούμενη εμπειρία κυβερνητικής διαχείρισης ή η δυνατότητα διατήρησης της ενότητας του κόμματος από έναν αρχηγό λειτουργούν συνήθως ως παράγοντες προσέλκυσης μη ταυτισμένων ή μετακινούμενων εκλογέων προς ένα κόμμα. Υπό συνθήκες γενικευμένης δυσφορίας για την πολιτική ελίτ, η κυβερνητική εμπειρία ενός αρχηγού μπορεί ωστόσο και να αποτρέψει ψηφοφόρους από την επιλογή του συγκεκριμένου κόμματος. Κάποτε, ακόμα και η υποψία εμπλοκής ενός ηγέτη σε σκάνδαλα ή η ανεπαρκής ηγετική του παρουσία στο εσωτερικό του κόμματος υποβαθμίζονται. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μοτίβα προσωπικοτήτων αρχηγών που μπορούν να κερδίσουν εκλογικές αναμετρήσεις. Και αυτό γιατί η κοινή γνώμη πάντα σχετικοποιεί τις αξιολογήσεις των ηγετών.

 

Η ηγεσία δύναται να αναδειχθεί σε κομβικό στοιχείο μιας εκλογικής αναμέτρησης μόνο όταν οι αντίπαλοι γίνονται αντιληπτοί από τους ψηφοφόρους ως διαφορετικοί. Δεν είναι αρκετό για ένα κόμμα να διαθέτει έναν ακέραιο, έναν άφθαρτο, έναν έμπειρο ή έναν ενωτικό ηγέτη αν και το άλλο κόμμα διαθέτει έναν αρχηγό με το ίδιο χαρακτηριστικό. Τα γνωρίσματα της ηγεσίας αποκτούν αξία όταν η σύγκρισή τους δίνει καθαρό προβάδισμα σε κάποιον. Η Margaret Thatcher ήταν πολύ επιβλητικότερη των αντιπάλων της αρχηγών του Εργατικού Κόμματος τη δεκαετία του ’80, γεγονός που ερμήνευε κατά πολλούς τις σαρωτικές νίκες της το 1983 και 1987. Η αποδυνάμωσή της εντός του κόμματός της στις αρχές της δεκαετίας του ’90 της στέρησε την υπεροχή έναντι του χαρακτηριστικού της δυναμικότητας, χωρίς ωστόσο ο αντίπαλός της αρχηγός του Εργατικού Κόμματος να την υπερκεράσει. Το γνώρισμα της ηγεσίας απλώς δεν ήταν πλέον κομβικό, γιατί οι αντίπαλοι μοιράζονταν παρόμοια στοιχεία.

 

Το σίγουρο είναι ότι η ανίχνευση της επίδρασης της ηγεσίας απαιτεί τη διερεύνηση των διαφορών στα επιμέρους χαρακτηριστικά των αντιπάλων αρχηγών και, σε δεύτερη φάση, την αξιολόγηση των προσώπων ως προς τα γνωρίσματα αυτά. Μια γενικευμένη αποτύπωση της «δημοτικότητας των αρχηγών» προσφέρει μόνο φτωχές υποθέσεις για τη σημασία των προσώπων σε μια εκλογική αναμέτρηση. Μια δημοσκοπική υπεροχή ενός αρχηγού μπορεί να αντικατοπτρίζει τη συγκυριακή διαφορά στην αξιολόγηση προσώπων που μοιράζονται ωστόσο τα ίδια γνωρίσματα. Και φυσικά μια δημοσκοπική ισοπαλία μπορεί να κρύβει την ύπαρξη δύο ηγετών με πολύ διαφορετικά γνωρίσματα, η διαφορετικότητα των οποίων είναι πιθανό να δώσει σημαντικό προβάδισμα στον έναν από αυτούς, όταν η κοινή γνώμη θα αναγάγει τα γνωρίσματα ενός από αυτούς σε κομβικά για την κρίση της.

 

Τον Ιανουάριο του 2015, οι προεκλογικές μετρήσεις δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών αποτύπωναν ισοπαλία στη μάχη των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η εικόνα αυτή απέκρυβε τη διαφορετικότητα με την οποία η κοινή γνώμη προσελάμβανε τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα. Περισσότερο στοχευμένες μετρήσεις της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας έδειχναν τότε ότι ο τότε πρωθυπουργός υπερείχε ως προς το κριτήριο της κυβερνητικής εμπειρίας και της ικανότητας προσέγγισης ξένων ηγετών, ενώ ο σημερινός πρωθυπουργός υπερείχε ως προς το κριτήριο της εγγύτητας με τον μέσο πολίτη και της προθυμίας του να έρθει σε ρήξη με τους ξένους ηγέτες και δανειστές της χώρας. Τα ευρήματα αυτά σαφώς πρόδιδαν την ύπαρξη διαφορετικότητας μεταξύ των δύο ηγετών. Ωστόσο, τα δύο πρότυπα φαίνονται τότε εξίσου ισχυρά.

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η μετέπειτα διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας από τον Αλέξη Τσίπρα, πέραν από το γεγονός ότι εξουδετέρωσε το ρηχό (και για αυτό ανούσιο προς μέτρηση) πλεονέκτημα της «καταλληλότητας ως πρωθυπουργού», υπογράμμισαν την υπεροχή του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τα κριτήρια της εγγύτητας με τον μέσο πολίτη και της προθυμίας να έρθει σε ρήξη με τους ξένους ηγέτες. Οι φιλολαϊκές εξαγγελίες εντός της χώρας και η διατύπωση μετρημένων έως επιθετικών δηλώσεων έναντι των δανειστών κατέστησαν τα κριτήρια αυτά πολύ σημαντικότερα για την αξιολόγηση της κοινής γνώμης. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αντώνης Σαμαράς δε μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά. Ούτε πριν από τις εκλογές, όταν τα επίπεδα δημοτικότητάς του περί του 25%-30% ήταν απολύτως συγκρίσιμα, τα μοιράζονταν. Όμως πλέον, τα γνωρίσματα του Αλέξη Τσίπρα θεωρούνται τόσο κομβικότερα για τις εκτιμήσεις της κοινής γνώμης που του εξασφαλίζουν ποσοστά δημοτικότητας της τάξης του 70% έναντι μόλις 16%-18% για τον Αντώνη Σαμαρά.