Ιδεολογικές αναδιαρθρώσεις, πολιτικά αδιέξοδα και ο ακροδεξιός κίνδυνος

Γιώργος Κόρδας 09 Φεβ 2016

Στον ένα χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. , εκτός από τα οικονομικά νούμερα που κατρακύλησαν, οδηγώντας σε μια ταχύτατα αυξανόμενη ανθρωπιστική κρίση, δυο ζητήματα έγιναν ακόμα ορατά: το αδιέξοδο του εγχώριου πολιτικού σκηνικού και η αδυναμία διαχείρισης της μεταναστευτικής κρίσης, που οξύνει ταχύτατα την ήδη υπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση. Όπως αναμενόταν από τα γεγονότα αυτά έρχεται να ευνοηθεί ξανά η ακροδεξιά. Το πιο οδυνηρό είναι πως ούτε προσπάθησε για αυτό – αφού η πολιτική της δράση είναι κάπως υποτονική εδώ και μήνες – ούτε η κοινωνία την αντιμετωπίζει πια εχθρικά και τελικά δεν φαίνεται να μπορεί να της αντιπαρατεθεί κάποιος σοβαρά..

Προσπαθώντας να αναλύσουμε λίγο τα παραπάνω, ξέρουμε πως τα μεγάλα κόμματα έδειξαν σημάδια κόπωσης από την προσπάθειά τους για υπεράσπιση των πολιτικών που ακολούθησαν μέχρι το τέλος του 2014 και τις έφεραν σε ρήξη με τα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η κόπωση μεταφράστηκε, κυρίως για την κεντροαριστερά, σε πολυδιάσπαση του χώρου και αναζήτηση ιδεολογικής πυξίδας.  Για να γίνει το τελευταίο ωστόσο, απαιτείται σύμπνοια στον χώρο, κατανόηση της έλλειψης χρόνου και παρουσίαση προτάσεων. Γεγονός είναι πως τίποτα από αυτά δεν λαμβάνει χώρα, οδηγώντας την θεωρητική ανάγκη αναδιάρθρωσης του χώρου σε πρακτική αδυναμία.

Μια τέτοια πραγματικότητα, μεταφράζεται σε πολιτικό αδιέξοδο, μιας και δεν αρκεί μόνο ένας φορέας, η ΝΔ – δεδομένης της στάσης που κρατά η κυβέρνηση –  για να παραχθεί πολιτική ιδεολογία. Ως αποτέλεσμα τα κοινωνικά σώματα δεν βρίσκουν χώρο να εκφραστούν. Ταυτόχρονα, η έκρηξη της μεταναστευτικής κρίσης και η επιμονή στην διατήρηση του τείχους στον Έβρο, είχαν σαν συνέπεια τόσο τον ανυπολόγιστο αριθμό νεκρών από πνιγμό, όσο και τον κοινωνικό αναβρασμό στα νησιά. Τα πολυδιαφημισμένα για την υποδοχή και φιλοξενία τους, στο εσωτερικό της χώρας, ελληνικά νησιά, μπορούν να χωριστούν κοινωνικά σε τρεις ομάδες: ένα σημαντικό σώμα που υποδέχεται και βοηθάει τους πρόσφυγες αδιαμαρτύρητα, ένα σώμα που έχει κουραστεί και φοβάται τι θα γίνει με την κατάσταση αυτή και ένα σώμα που έχει ξεκάθαρα ακροδεξιές καταβολές. Το δεύτερο σώμα ζητάει την κρατική παρέμβαση για να λυθεί το ζήτημα και βλέποντας τις κυβερνητικές αδυναμίες, φαίνεται να ακολουθεί το τρίτο, προχωρώντας στη χρήση ξενοφοβικών ρητορικών.

Και ενώ όλα αυτά λαμβάνουν χώρα, αυξάνεται και η πίεση από την πλευρά της Ε.Ε., ώστε να μπορέσουμε να εκπληρώσουμε τα προαπαιτούμενα που ετέθησαν. Αποτέλεσμα είναι η καταφυγή στη χρήση λαϊκιστικού λόγου από την κυβερνητική πλευρά και από την αντιπολίτευση η ανάλωση σε εσωκομματικές διεργασίες. Κανένας δεν παραγνωρίζει τη σημασία των εσωκομματικών διεργασιών για την σωστή λειτουργία ενός κόμματος, ωστόσο όταν το χρονικό πλαίσιο είναι ασφυκτικό, η εμμονή σε μια τέτοια διαδικασία έχει μόνο έναν κερδισμένο και έναν χαμένο. Ο κερδισμένος είναι η Χρυσή Αυγή, η οποία βρίσκει ευκαιρία να εμφανιστεί εντός πολλών διαμαρτυρόμενων κοινωνικών ομάδων και με την δυνατότητά της να λειτουργεί ως αντισυστημικό κόμμα, επιδιώκει να εκφράσει τις κοινωνικές αγωνίες και φοβίες. Ο χαμένος της υπόθεσης είναι η πολιτική σκηνή της χώρας, η οποία είχε μια ευκαιρία να απομονώσει την Χρυσή Αυγή – με αφορμή την δίκη της – αντί αυτού ωστόσο της αφήνει ελευθερία κινήσεων στον πολιτικό χώρο και συνεχίζει να παρουσιάζεται ως αδύναμη και άρρυθμη στα μάτια της κοινωνίας.