Ιδεολογικές ταυτότητες σε αναζήτηση εν μέσω κυβερνητικής Βαβέλ

Γιώργος Κόρδας 20 Ιουν 2015

Εξ’ αρχής  η εκλογή της παρούσας κυβέρνησης αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού εκλογικού σώματος. Σκεπτικισμός που προήλθε όχι γιατί δεν ήθελε κάποιος να δει αριστερή κυβέρνηση στην εξουσία, με νέα, άφθαρτα πρόσωπα και διάθεση να διορθώσει όσο το δυνατόν περισσότερα «κακώς κείμενα» των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά επειδή από την προεκλογική της παρουσία έδωσε μεγάλη βάση στο λαϊκισμό. Οι επιθέσεις προς την κυβέρνηση Σαμαρά και οι κυβερνητικές της εξαγγελίες εστιάζονταν στην υπεράσπιση όλων από όλα και την επανατοποθέτηση όλων των κομματιών στο πάζλ της ελληνικής κοινωνίας που «κακώς» διασπάστηκε. Κατάφερε την ίδια στιγμή να παρουσιαστεί δίπλα στους απολυμένους, τους χαμηλόμισθους και τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών στρωμάτων, ξιφουλκώντας ενάντια στο Μνημόνιο που «μας επέβαλλαν» και εμείς εφαρμόσαμε «πειθήνια», μιλώντας για πρόγραμμα, ρήξεις και λύσεις.

Πράγματι, οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, του έδωσαν τη νίκη, όχι όμως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, «ωθώντας» το (χωρίς ιδιαίτερη ώθηση μιας και φαίνεται να είχε συμφωνηθεί η συνεργασία) στη συμμαχία και συγκυβέρνηση με ένα πολιτικό κόμμα, φαινομενικά ολότελα αντίθετο από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ: τους ΑΝΕΛ. Με το ακροδεξιό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων το ένωσαν η αντιμνημονιακή τους τοποθέτηση, από την οποία δεν υποχώρησε ο ΣΥΡΙΖΑ – παρά πολύ αργότερα – και ο έντονος λαϊκισμός, διαφορετικής απόχρωσης, με ίδιους στόχους όμως σε σημαντικό βαθμό. Μετά από σχεδόν πέντε μήνες συγκυβέρνησης, το αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης συγκατοίκησης είναι το εξής: α) ο ΣΥΡΙΖΑ να κινείται μεταξύ λαϊκισμού, επίκεντρο του οποίου είναι οι προεκλογικές του εξαγγελίες – τις οποίες επιχειρεί να εφαρμόσει εξαρθρώνοντας ο,τι είχε απομείνει καλό στην κρατική δομή – και δακρύβρεχτων προσπαθειών να μην επηρεάσει τις ευρωπαϊκές προοπτικές της χώρας και β) οι ΑΝΕΛ, αφού μπόρεσαν να εισχωρήσουν όσο γίνεται καλύτερα στο  κυβερνητικό σώμα, άρχισαν να παρουσιάζουν τον πραγματικό τους εαυτό: ρατσιστές, ξενόφοβοι, θιασώτες της συνωμοσιολογίας και να οραματίζονται εθνικούς εχθρούς και ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Όλα αυτά συνδυάζονται με υψηλό επίπεδο ειρωνείας στο δημόσιο λόγο, συχνά συνδυαζόμενη με υβριστικό και σεξιστικό περιεχόμενο και αδυναμία προσήλωσης των κυβερνητικών δυνάμεων στην πραγματικότητα.

Βγαίνοντας ο μεγάλος κερδισμένος των κοινοβουλευτικών εκλογών του Γενάρη, ο ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «πρώτη φορά αριστερά» και για ανάγκη αλλαγής της Ευρώπης. Έχοντας φτάσει στο καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, φαίνεται πως το «πρώτη φορά αριστερά» δεν επιδέχεται κάποιας θέασης του ως αποτέλεσμα «νεανικής ανωριμότητας», αλλά υπήρξε ένας τίτλος, κενός περιεχομένου, που κατάφερε να επηρεάσει συναισθηματικά το εκλογικό σώμα, ολοκληρώνοντας το ρόλο μιας επιτυχημένης πολιτικής ατάκας. Το ζήτημα της αλλαγής στην Ευρώπη («Η ελπίδα έρχεται, η Ελλάδα προχωράει, η Ευρώπη αλλάζει) μόλις δυσκόλεψαν οι πολιτικές ισορροπίες – και ο χρόνος που ζήτησε και έλαβε τον Φλεβάρη η κυβέρνηση εξαντλήθηκε – μεταφράστηκε σε μια πρωτοφανή πολιτική Βαβέλ, όπου όλες οι συνιστώσες του κυβερνώντος κόμματος βγήκαν μπροστά, εξέφρασαν δημόσιες απόψεις και απείλησαν με πόλεμο την κυβέρνηση, αν απομακρυνόταν από τις υποσχέσεις της. Αποτέλεσμα είναι ο Αλέξης Τσίπρας να γίνεται έρμαιο του δικού του λαϊκισμού και της αδυναμίας διαχείρισης όσων υποσχέθηκε και όσων των πίστεψαν, αφήνοντας τον ακροδεξιό εταίρο του να λαμβάνει τις πολιτικές αποφάσεις που τον ενδιαφέρουν.

Πιο συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς», αν και υπήρξε δημιούργημα πολλών συνιστωσών, με ετερόκλιτα στοιχεία, ήταν συνδεδεμένος με τον εκσυγχρονισμό και την αλλαγή. Τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, την εκκοσμίκευσή της και – γιατί όχι – το μειωμένο ρόλο του στρατού ή και την πλήρη κατάργησή του? αλλά και την αλλαγή και την ελπίδα, εν μέσω μάλιστα μιας Ευρώπης στο μέσο μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης, από την οποία οι κακές πολιτικές αποφάσεις των τελευταίων ετών δεν της άφησαν περιθώρια να βγει. Τελικά, ο ίδιος καταφέρνει αφενός να παρουσιάζεται πολιτικά πολύ μικρός, δίνοντας αφορμή για ειρωνικές τοποθετήσεις στα ξένα μέσα ενημέρωσης,  αφετέρου να βρίσκεται σε αναζήτηση. Αναζήτηση γενική και αόριστη, όσο είναι και η απλή σημασία της λέξης: αναζήτηση ταυτότητας, ιεράρχησης των πολιτικών απαιτήσεων της κοινωνίας και των πολιτικών αποφάσεων που καλείτε να πάρει, αποτύπωσης των ζημιών που θα επιφέρουν κάποιες ενέργειες, αλλά και τυχόν κερδών. Ίσως  μπορούμε να βρούμε και άλλες πτυχές προς αναζήτηση, το σημαντικό είναι όμως η ταυτότητά του: πως θα μπορέσει να παραμείνει ένθερμος υπερασπιστής μιας νέας δημοκρατικής Ευρώπης και σημαντικός συνομιλητής διαφόρων γειτονικών και μη εθνών παγκοσμίως, επανασυνδεόμενος με τον πολιτικό ρεαλισμό (πολιτική θέση που απουσιάζει από την ευρύτερη πολιτική σκηνή αυτή τη στιγμή) και όχι άναρχος καθοδηγητής της εξουσίας, με αυταρχική διάθεση στη ρύθμιση των υποθέσεων του και κλείνοντας το μάτι στις διαθέσεις για αναβάθμιση του μιλιταριστικού στοιχείου που επιδεικνύει ο ακροδεξιός εταίρος του. Όχι με την υπόθεση πως βρίσκοντας την ταυτότητά του γλιτώνει η χώρα τα χειρότερα, δεν ξέρω πόσο δυνατό φαντάζει ένα τέτοιο σενάριο τη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά με την υπόθεση πως έτσι ίσως μειωθεί, κάπως, η φθορά που υφίσταται ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος.