Τι θα έλεγε τώρα; Πώς θα «διάβαζε» όσα συμβαίνουν, με τους ρυθμούς που συμβαίνουν, αφήνοντας «πυρωμένα» ίχνη σε σώματα και νου; Πώς θα ξετρύπωνε την είδηση από το σχόλιο, το γεγονός από το λογικό συμπέρασμα, το συμβαίνον από το προφανές, το άσπρο από τις δεκάδες αποχρώσεις τους, την αλήθεια από την παρενδυτική εκδοχή της;
Δεν είχα την τύχη να δουλέψω υπό τον Λέοντα Καραπαναγιώτη. Όταν μπήκα στον κόσμο των media, ήταν ήδη εμβληματική μορφή και σημείο αναφοράς. Ακόμη και η αναφορά του ονόματός του γινόταν με χαμηλωμένη φωνή, σεβαστικά, όπως ταιριάζει στους σπουδαίους.
Άκουγα από συναδέλφους ιστορίες για την δημοσιογραφική βιρτουοζιτέ του, το πληθωρικό ταμπεραμέντο του, τις εκρήξεις και τις νουθεσίες του, τη διανοουμενίστικη προσέγγιση της επικαιρικής ύλης. Νεαρή τηλε-δημοσιογράφος -δεν θυμάμαι με ποια αφορμή, ούτε πότε ακριβώς- χρειάστηκε να συνομιλήσω στα «αθώα» και άκρως λειτουργικά τότε τηλε-παράθυρα με τον μέγα Λέοντα. Είχα τρακ να ρωτήσω τα σωστά, με σωστά ελληνικά, έχοντας απέναντί μου έναν οιονεί δάσκαλο. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η ταπεινότητα με την οποία στάθηκε στη συνέντευξη (μόνον οι αληθινά σπουδαίοι το μπορούν), η σοβαρότητα με την οποία απάντησε στα ερωτήματα μιας νεοσσού της δημοσιογραφίας (μόνον τα στέρεα πνεύματα το μπορούν), οι συχνές επικλήσεις δημοσιευμάτων του διεθνούς Τύπου (μόνον τα ανοιχτά μυαλά κοιτάζουν διαρκώς και εκτός συνόρων άφοβα), η καλλιέργεια, το χιούμορ και η ευγένειά του. Έκλεισε τη συνέντευξη με εκείνο το γαλατικό «Σας ευχαριστώ και εγώ, αγαπητή μου».
Θυμάμαι να χαμογελώ το υπόλοιπο της ημέρας. Ένιωθα ότι πήρα αξία από την έστω και σύντομη συνύπαρξή μας. Τι σημασία έχουν όλα αυτά, θα μου πείτε; Τεράστια. Στην καθημαγμένη οικονομικά, πολιτικά, ηθικά χώρα μου και στο πολλαπλά τραυματισμένο μηντιακό τοπίο λείπουν προσωπικότητες όπως ο Λέων Καραπαναγιώτης. Μεγέθη που μπορούν να διαχέουν γνώσεις, ευφυΐα, χάρη, να εμπνέουν θαυμασμό και να αποτελούν πήχη μέτρησης της επάρκειάς μας. Αλλά ήταν ένας και Λέων.