Μία νέα εποχή για την Ευρώπη

Τάκης Αναστόπουλος 10 Σεπ 2014

Η νέα υπο τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ Επιτροπή θα αναλάβει καθήκοντα τις προσεχείς εβδομάδες, εφόσον ο κάθε υποψήφιος επίτροπος περάσει επιτυχώς τη διαδικασία ακροάσεων στο Ευρωκοινοβούλιο και η Επιτροπή ως σώμα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Τότε, η Επιτροπή που μετά τις ευρωεκλογές υπνώτει θα βρεθεί μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία είναι να συνεχίσει τη διαχείριση της εξόδου απο τη κρίση με την παθητικότητα που επέδειξε η Επιτροπή Μπαρόζο και να κάνει τη δουλειά της με τη λογική του business as usual, χωρίς στρατηγική ματιά, αλλά ακολουθώντας τον ενστικτώδη κανόνα του βλέποντας και κάνοντας. Και η άλλη είναι να αξιοποιήσει το μομέντουμ των ανακατατάξεων στα υψηλά κλιμάκια της ΕΕ και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία νέα εποχή για την Ευρώπη.

Τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα της μέχρι τώρα διαχείρισης δεν ικανοποιούν τους ευρωπαϊστές ενώ ενδυνάμωσαν αντί να περιορίσουν τις τάξεις των ευρωσκεπτικιστών. Η θέση του Προέδρου της Επιτροπής δίνει κύρος, επιρροή και δύναμη. Ο απερχόμενος Πρόεδρος δεν αξιοποίησε αυτά τα ατού επαρκώς. Στο χέρι του νέου Προέδρου είναι να ξαναπάρει το πηδάλιο στα χέρια του. Ο Γιούνκερ θα πρέπει πρώτα να πείσει ότι είναι το αφεντικό στο μαγαζί του. Να αντισταθεί δηλαδή στις πιέσεις των κρατών μελών, τα οποία δεν αρκούνται να ορίσουν τον/την εκλεκτό/ή τους για Επίτροπο, αλλά προαναγγέλουν μάλιστα το χαρτοφυλάκιο της αρεσκείας τους. Και στη συνέχεια να χαράξει ένα πρόγραμμα που να μην αντανακλά μόνο τις επιθυμίες των ισχυρότερων κρατών και ακόμα χειρότερα του ισχυρότερου εξ αυτών, αλλά να γεφυρώνει τις διαφορές και να βρίσκει την κοινή συνισταμένη, όπως επιβάλλει το γενικό συμφέρον και όχι τα μεμονομένα εθνικά και οικονομικά συμφέροντα. Να προχωρήσει με σύμμαχο το Ευρωκοινοβούλιο στην υλοποίηση των μηνυμάτων των ευρωεκλογών και να μην υποστείλει την ευρωπαϊκή σημαία μπροστά στις πιέσεις του Συμβουλίου και των κρατών που είναι υπέρμαχοι της διακυβερνητικής προσέγγισης σε βάρος της «κοινοτικής μεθόδου».

Την τελευταία τριετία η ΕΕ χρειάστηκε να προβεί σε εσπευσμένες κινήσεις προς κάλυψη των νομοθετικών κενών που υπήρχαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Λήφθηκαν πρόσθετα θεσμικά μέτρα και έγιναν πολλαπλές παρεμβάσεις, όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, τo σύνολο κανόνων για την οικονομική διακυβέρνηση (two και six pack) ή ακόμα η Τραπεζική Ένωση. Η πιεστική συγκυρία δεν επέτρεψε την ασφαλή πρόβλεψη των επιπτώσεων. Όλα αυτά όμως παραμένουν «ψιλά γράμματα» για τους πολίτες. Μόνον όσοι είναι μέσα στα πράγματα και οι «πεπεισμένοι» ευρωπαϊστές τα κατανοούν. Ο μέσος πολίτης έμεινε εκτός, και το χειρότερο είναι ότι έμεινε με μία γεύση απογοήτευσης μπροστά στην ανημποριά του να καταλάβει τα όσα περίπλοκα του εμφάνιζαν ως την αναγκαία αναβάθμιση της ΕΕ των 28 για να σταθεί όρθια απέναντι στις προκλήσεις των καιρών. Ο πολίτης έπαψε να ενδιαφέρεται και καταλήφθηκε απο αυτό που αποκλήθηκε θεσμική κόπωση.

Η θεσμική εσωστρέφεια στην οποία περιέπεσαν οι κύκλοι των Βρυξελλών είχε σαν αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση των πολιτών απο τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το είδαμε στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων στράφηκε προς ασφαλέστερα κατ’αυτούς λιμάνια. Προτίμησε να πριμοδοτήσει απόψεις ευρωσκεπτικιστικές και κοντόθορα εθνικιστικές, ξενοφοβικές, ακόμα και διαλυτικές. Το στοίχημα της νέας εποχής Γιούνκερ είναι να ξανεκερδίσει τον κύκλο των χαμένων πολιτών. Και αυτό θα γίνει μόνο αν έρθει η Ευρώπη κοντά τους.

Αλληλεγγύη και Δημοκρατία θα πρέπει να είναι οι δύο άξονες της πολιτικής της νέας Επιτροπής. Πρώτον, η αλληλεγγύη προς τους πολίτες και τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν είναι μόνο μία ηθική υποχρέωση. Θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται μέσα απο οικονομικές, κοινωνικές και διαρθρωτικές παρεμβάσεις άμεσου αποτελέσματος. Πρώτος στόχος θα πρέπει να είναι οι νέοι και το σχολείο – όλη η σχολική κοινότητα: οι μαθητές, οι διδάσκοντες, η διοίκηση. Με μαζική διάθεση πόρων κατά το πρότυπο των προτάσεων Ρέντσι για το «Καλό Σχολείο» και του Δικτύου της Άννας Διαμαντοπούλου για την εξαίρεση των επενδύσεων στην Παιδεία κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος.

Και δεύτερον, η δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων. Ενώ η ΕΕ έχει θεσμούς που δοκιμάστηκαν και πέτυχαν, το ίδιο δεν ισχύει για την Ευρωζώνη. Η ανάγκη όμως για μεγαλύτερη σύγκλιση, στενότερο συντονισμό, ευελιξία και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων δεν πρέπει να λειτουργεί εις βάρος της δημοκρατίας. Μία προσεκτική ανάγνωση της Συνθήκης δείχνει ότι στα σχετικά με την ΟΝΕ άρθρα πιο συχνά προβλέπεται ότι το Συμβούλιο «γνωστοποιεί» ή απλά «ενημερώνει» το Ευρωκοινοβούλιο και πολύ λιγώτερο ότι τα δύο θεσμικά όργανα προβαίνουν σε διαβούλευση. Η ενίσχυση της δημοκρατίας εντός της Ευρωζώνης δεν μπορεί να καθυστερήσει, αρχής γενομένης απο την επιλογή του Προέδρου της Ευρωομάδας, η οποία είναι αποκλειστικό προνόμιο των κρατών μελών. Έτσι, στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνήθηκε να οριστεί διάδοχος του Ντέισελμπλούμ ο Ισπανός υπουργός οικονομίας Λουίς ντε Γκίντος, ως παράπλευρο αποτέλεσμα του διακυβερνητικού «παζαριού», χωρίς να ερωτηθεί το Ευρωκοινοβούλιο.