Πολιτική ρευστότητα και εσωστρέφεια

Χρίστος Αλεξόπουλος 28 Ιουν 2015

Παρά την κυριαρχία του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στο πολιτικό σκηνικό και την ανυπαρξία αντιπολιτευτικού λόγου με κοινωνική αποδοχή επικρατεί μεγάλη πολιτική ρευστότητα και εσωστρέφεια. Η κοινωνία βιώνει μια πολυδιάστατη κρίση, η οποία έχει οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι της στην φτωχοποίηση με αποτέλεσμα την διαμόρφωση συνθηκών ανθρωπιστικής κρίσης, η κοινωνική συνοχή δοκιμάζεται, η οικονομία έχει σχεδόν καταρρεύσει, οι εισροές μετακινούμενων πληθυσμών είναι σε πλήρη εξέλιξη με αυξητικές τάσεις και αδυναμία αντιμετώπισης των επιπτώσεων αυτού του φαινομένου στο πλαίσιο των εθνικών ορίων. Επίσης οι νέοι άνθρωποι νιώθουν, ότι το μέλλον τους στην πατρίδα τους δεν διασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή και πολλοί από αυτούς μεταναστεύουν, ενώ μετά από πέντε χρόνια κρίσης ακόμη δεν εμφανίζεται στον ορίζοντα μια αξιόπιστη πρόταση για την αναγκαία εθνική ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Η πολιτική ρευστότητα, η οποία είναι αποτέλεσμα της αναντιστοιχίας μεταξύ της δυναμικής της εξέλιξης της πραγματικότητας και της διαχείρισης της σε πολιτικό επίπεδο και η εσωστρέφεια του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας σταδιακά οδηγούν στην δημιουργία συνθηκών αδυναμίας ανάπτυξης της αναγκαίας υπερβατικής σε σχέση με την κρίση λογικής και δυναμικής αντιμετώπισης των προβλημάτων και των παθογενειών της ελληνικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχουν ρεαλιστικές, σταθερές και αξιόπιστες πολιτικές στοχεύσεις με συγκεκριμένο προγραμματικό περιεχόμενο, οι οποίες διαθέτουν ευρεία κοινωνική αποδοχή και είναι αποτέλεσμα πολιτικής συναίνεσης.

Και οι δύο αυτές παράμετροι της πραγματικότητας σε αυτό τον τόπο έχουν δομικά χαρακτηριστικά. Εάν μάλιστα δεν γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές, οι επιπτώσεις θα είναι αρνητικές και το κόστος, που θα πληρώσουν οι μελλοντικές γενιές, θα είναι δυσβάσταχτο.

Όσο η ελληνική κοινωνία παραμένει στατική και δεν αναπτύσσει δυναμικές δομές, οι οποίες θα εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον στην προβολή του στο μέλλον, ενώ ταυτοχρόνως θα διαλέγονται με το πολιτικό σύστημα χωρίς να αποτελούν προέκταση του, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εξέλιξης. Η πραγματικότητα στο ευρύτερο διεθνές πεδίο αλλάζει συνεχώς. Μια σειρά παραγόντων επηρεάζουν και αξιοποιούνται στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, όπως είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία και στην καθημερινότητα του ανθρώπου ή η πολυπολιτισμική σύνθεση των κοινωνιών, η οποία όχι μόνο διευρύνει τα όρια των τοπικών κοινωνιών στον πολιτισμικό τομέα, αλλά καλύπτει και προβληματικές καταστάσεις είτε στο δημογραφικό πεδίο λόγω της γήρανσης της κοινωνίας, είτε στην οπτική προσέγγισης και ανοχής διαφορετικών τρόπων ζωής. Όταν μάλιστα μια κοινωνία συμμετέχει σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η δυνατότητα υπέρβασης των εθνικών ορίων και η διαπολιτισμική προσέγγιση αποτελούν προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Μόνο σε αυτή την περίπτωση η μετάβαση σε μια άλλη μορφή διακυβέρνησης με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά είναι εφικτή χωρίς εθνικιστικού χαρακτήρα περιχαρακώσεις, οι οποίες δεν ισχύουν στην οικονομία και στην εργασία στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του αντίστοιχου καταμερισμού εργασίας. Δεν βοηθάει την προοπτική μιας κοινωνίας η εμμονή σε εθνικές περιχαρακώσεις, όταν αυτές οδηγούν στην περιθωριοποίηση μιας χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται οικονομικά και πολιτικά. Η Ελλάδα μάλιστα ως περιφερειακή χώρα με τεράστια προβλήματα λόγω της πολυδιάστατης κρίσης, την οποία αντιμετωπίζει αυτή την περίοδο, πρέπει να είναι πολύ προσεκτική με τις εύκολες λαϊκιστικές κορώνες επιφανειακού πατριωτισμού, ο οποίος οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή.

Η λειτουργικότητα των πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες οριοθετούν την πορεία μιας χώρας, δεν νομιμοποιείται σε ιδεοληπτικό επίπεδο. Ούτε η κοινωνική αποδοχή σε πραγματικό χρόνο δικαιώνει την εφαρμοζόμενη πολιτική, όταν η προοπτική της δεν γίνεται αντιληπτή από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών λόγω της σύνθετης πραγματικότητας και της αδυναμίας επεξεργασίας της σε νοητικό επίπεδο, αλλά βασίζεται στις φαντασιώσεις, που μπορούν να δρομολογηθούν σε επικοινωνιακό επίπεδο. Δυστυχώς η ελληνική κοινωνία εκπαιδεύθηκε για τα καλά να λειτουργεί πολιτικά βασιζόμενη σε επικοινωνιακά πολιτικά ερεθίσματα, τα οποία δεν στηρίζονται ούτε απευθύνονται στην ορθολογική σκέψη, αλλά ενεργοποιούν ονειρικές καταστάσεις ως επιστέγασμα της ακολουθούμενης πολιτικής. Αρκεί να ληφθούν υπόψη οι αναφορές κυβερνητικών στελεχών στην «προοπτική που ανοίγει η πτώχευση και η επάνοδος στο εθνικό νόμισμα». Μερικοί μήνες θα είναι δύσκολοι σύμφωνα με αυτούς τους «φωτισμένους πολιτικούς» και μετά θα είναι όλα ονειρικά καλά και εύκολα για την κοινωνία. Βέβαια υπάρχουν και ειλικρινείς , οι οποίοι ομιλούν για «δελτίο στα τρόφιμα». Θα μπορούσε όμως κάποιος κυβερνητικός παράγων να ισχυρισθεί, ότι όλα αυτά γίνονται στο πλαίσιο της «πολύ σκληρής διαπραγμάτευσης για έναν έντιμο συμβιβασμό και επωφελή για όλους συμφωνία». Μετά δε την ολοκλήρωση των συζητήσεων με τους εταίρους και δανειστές και την υπογραφή μιας πολύ επώδυνης συμφωνίας λόγω κακών χειρισμών να αρχίσουν επικοινωνιακές θριαμβολογίες για «επωφελή για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία». Ο παραλογισμός στο απόγειο του. Μόνο που η δύσκολη και επώδυνη πραγματικότητα, η οποία ακολουθεί, θα επιτείνει την πολιτική ρευστότητα, διότι το πολιτικό σύστημα θα χάσει την αξιοπιστία του, η οποία έτσι και αλλιώς είναι προβληματική. Επιπλέον θα σημειωθεί άνοδος στο φαινόμενο του Ευρωσκεπτικισμού εξαιτίας της αδυναμίας της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη και να διαχειρισθεί την αναγκαία για την βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδικασία της ολοκλήρωσης. Με άλλα λόγια θα προκληθεί ένταση στην εσωστρέφεια.

Σε χώρες δε, όπως η Ελλάδα, στις οποίες η πολιτισμική παράδοση έχει στατικά χαρακτηριστικά και δεν γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας στις τοπικές κοινωνίες, η εσωστρέφεια μετατρέπεται σε μηχανισμό άμυνας απέναντι σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες θεωρείται, ότι απειλούν «το εθνικό συμφέρον», ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη, ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν διαφορετική προσέγγιση και λειτουργία. Και αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά αφορά στο σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Το κακό δε είναι, ότι τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό αδυνατούν να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα και να προσαρμόσουν την λειτουργία τους στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής σε εθνικό επίπεδο, αλλά και της ευρωπαϊκής μεταξύ των κοινωνιών, οι οποίες την συγκροτούν. Στην Ελλάδα λειτουργεί ενισχυτικά αυτού του φαινομένου και ο εξιδανικευτικός τρόπος προσέγγισης του ιστορικού παρελθόντος στην προβολή του στο μέλλον, το οποίο ως σύστημα αξιών δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Σε αυτήν κυριαρχούν τα πρότυπα της κοινωνίας του καταναλωτισμού και του θεάματος.

Παράλληλα ο χρόνος δεν δεσμεύει ως κοινή δεξαμενή προϋποθέσεων το σύνολο των κομμάτων, όταν σχεδιάζουν το μέλλον και ιδιαιτέρως όταν αναλάβουν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Οι αποφάσεις προηγούμενων κυβερνήσεων δεν θεωρούνται δεσμευτικές, ακόμη και αν έχουν διαμορφώσει αντικειμενικά δεδομένα στο επίπεδο των κοινωνικών συστημάτων. Εάν δεν συνάδουν με τις ιδεολογικές και ιδεοληπτικές αφετηρίες του κάθε φορά διαχειριστή κυβερνητικής εξουσίας, τότε ανατρέπονται ακόμη και αν δεν εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα, τα οποία αντιστρατεύονται το κοινωνικό συμφέρον. Αυτό βεβαίως οδηγεί και στην αδυναμία να διαλεχθούν οι διάφοροι πολιτικοί οργανισμοί και τα πολιτικά πρόσωπα ακόμη και όταν κρίνεται το μέλλον του τόπου, όπως ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο.

Οι μεν προσάπτουν στους δε ανικανότητα ή μη πατριωτική στάση και υποταγή σε ξένα συμφέροντα και αντιστρόφως. Επί της ουσίας βεβαίως όλες οι πλευρές πιστοποιούν με αυτή τη στάση την αδυναμία τους να διαχειρισθούν πολιτικά την πορεία της χώρας στο μέλλον, διότι δεν έχουν στρατηγική, η οποία στηρίζεται στην ευρωπαϊκή αναφορά του κοινωνικού συμφέροντος, ούτε και έναν αντίστοιχο σχεδιασμό για την εθνική ανασυγκρότηση, συγκεκριμένο και κοστολογημένο. Το αποτέλεσμα είναι η χώρα να χαρακτηρίζεται από στατικότητα και αδυναμία ανάπτυξης δυναμικής. Και ενώ αυτό συμβαίνει, πλειοδοτούν σε πατριωτισμό από το ένα μέρος και από το άλλο ταυτοποιούν στους ευρωπαίους εταίρους τους εκβιαστές και εγκληματίες της ιστορίας. Η λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου» σε όλο της το μεγαλείο. Μόνο που οι επιπτώσεις αυτής της τακτικής είναι καταστροφικές και οδηγούν τη χώρα στο περιθώριο, στην πολιτική ρευστότητα και στην εσωστρέφεια.

Τέλος προς την ίδια κατεύθυνση ωθεί η συγκεντρωτική διαχείριση του πολιτικού και του κοινωνικού δυναμικού εξουσίας, διότι διαμορφώνονται συνθήκες, οι οποίες είναι αρνητικές στις αναγκαίες αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό της πραγματικότητας. Αυτό οφείλεται στα επιμέρους ατομικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, που μορφοποιούνται είτε στο πλαίσιο συντεχνιών είτε στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης της πελατειακής λογικής. Αυτά τα συμφέροντα δεν υπακούν στο κοινωνικό συμφέρον και οδηγούν τους ενδιαφερόμενους είτε στην συντεχνιακή εσωστρέφεια είτε στην πελατειακή. Στο πλαίσιο της πρώτης εντάσσονται π.χ. τα κλειστά επαγγέλματα, ενώ στην πελατειακού χαρακτήρα εσωστρέφεια ευδοκιμούν οι «κολλητοί» της όποιας μορφής εξουσίας, κυβερνητικής ή κομματικής. Και τις δύο περιπτώσεις δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της πολιτικής ρευστότητας, διότι οι σχέσεις των πολιτών δεν διέπονται από κανόνες με κοινωνική αποδοχή και δικαιοσύνη ή αξιοκρατική λογική. Και αυτό διαμορφώνει ένα σαθρό και διεφθαρμένο πολιτικό πεδίο, το οποίο δεν έχει προοπτική σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Με αυτά τα δεδομένα χάνει σε κύρος και αξιοπιστία η χώρα, ενώ υποθηκεύεται η πορεία της στο μέλλον μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα σε μια παγκοσμιοποιημένη ανταγωνιστική πραγματικότητα, η οποία βασίζει την οργάνωση των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων στην επίδοση και στην απόδοση των πολιτών και όχι στη λογική του «μέσου» και του «κολλητού» με στόχο τον έλεγχο της δυναμικής της εξέλιξης. Όταν αυτό συμβαίνει, τότε η κοινωνία οδηγείται στην ακινησία και στην παρακμή.