Πολιτικός εκσυγχρονισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 21 Ιουν 2015

Όταν το πολιτικό σύστημα ασχολείται κυρίως με την διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας και ακροθιγώς με τον σχεδιασμό της ιστορικής διαδρομής της κοινωνίας προς το μέλλον, αναλαμβάνοντας μάλιστα ηγετικό ρόλο σε αυτή την πορεία, είναι ίσως περίεργο να τίθεται θέμα πολιτικού εκσυγχρονισμού. Και αυτό αποτελεί μια ρεαλιστική προσέγγιση, αν αναλογισθεί κάποιος, ότι η ελληνική κοινωνία και τα κοινωνικά συστήματα, που την συνθέτουν, είναι στατικά και χωρίς δυναμική. Ο προσανατολισμός τους είναι στραμμένος στο παρελθόν, το οποίο αποτελεί και βασικό παράγοντα νομιμοποίησης του παρόντος και του μέλλοντος. Με αυτή την λογική όμως δεν είναι εφικτή μια βιώσιμη πορεία, διότι έχει διαμορφωθεί μια νέα πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών συστημάτων, τα οποία είναι σε θέση να απαντήσουν στις σύγχρονες προκλήσεις. Και είναι πολλές. Η απάντηση δε θα πρέπει να δοθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, διότι η απόσταση μεταξύ της δυναμικής της εξέλιξης και των δυνατοτήτων των δομών, οι οποίες συνθέτουν το πολιτικό σύστημα, διαρκώς μεγαλώνει.

 

Η διαχείριση της σύγχρονης πραγματικότητας σε πολιτικό επίπεδο δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στην ιδεοληπτική ή ιδεολογική προσέγγιση της και στις σχεδιαστικές προεκτάσεις της στο επίπεδο της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας. Η ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας παράγει συνεχείς μετασχηματισμούς της πραγματικότητας, οι οποίοι λειτουργούν ως πλαίσιο αναφοράς της πολιτικής. Εάν το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να ανταποκριθεί ως δομή στις νέες απαιτήσεις, που δημιουργούνται στη δυναμική του χρόνου, τότε οι κοινωνίες με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθούν στην αυτοαναίρεση τους. Για να αποφευχθεί μια πορεία κατάρρευσης, δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, ώστε να είναι εφικτή η βιώσιμη διακυβέρνηση. Αυτό σημαίνει, ότι μια σειρά παραγόντων πρέπει να γίνουν αντικείμενο πολιτικής διαχείρισης και να δοθούν απαντήσεις σε σχέση με την αξιοποίηση τους για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Ειδάλλως δεν είναι ρεαλιστικός στόχος η πραγμάτωση ιδεολογικών αφετηριών. Οι ιδεοληψίες είναι έτσι και αλλιώς φαντασιακού χαρακτήρα.

 

Ανεξάρτητα όμως από την ιδεολογική κατεύθυνση της εφαρμοζόμενης πολιτικής η διαχείριση της πραγματικότητας προϋποθέτει απαντήσεις σε σχέση με ανισορροπίες, οι οποίες ακόμη δεν έχουν δοθεί τόσο από αυτούς, οι οποίοι είτε κυβερνούν πράγματι είτε είναι διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας, όσο και από εκείνους, οι οποίοι στο πλαίσιο του αντιπολιτευτικού τους ρόλου ελέγχουν τις κυβερνήσεις. Συγκεκριμένα ακόμη δεν ελέγχεται πολιτικά η παγκοσμιοποίηση κεφαλαίων και εργασίας. Το κεφάλαιο μπορεί να διακινείται χωρίς όρια ανά την υφήλιο, ανάλογα με το που υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες κέρδους και συσσώρευσης πλούτου στα χέρια ολιγομελών μειοψηφιών, χωρίς να είναι εφικτός ο έλεγχος και η γενικευμένη ισχύς κανόνων, διότι η πολιτική και το πολιτικό σύστημα εξαντλούν τη δυνατότητα παρέμβασης σε εθνικό επίπεδο. Φτάνει μάλιστα το πολιτικό σύστημα να θεωρεί εαυτόν θεματοφύλακα του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής κυριαρχίας, τη στιγμή που το κεφάλαιο, χρηματοπιστωτικό και μη, είναι σε θέση να του τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια, επειδή το κεφάλαιο δεν έχει εθνική αναφορά, ενώ αυτό έχει και λογοδοτεί σε εθνικό επίπεδο. Η λήψη πολιτικών αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο δεν αρκεί για την επίλυση αυτού του προβλήματος. Η ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας υπερεθνικών μορφών διακυβέρνησης είναι πλέον ορατή. Τα εθνικά πολιτικά συστήματα πρέπει να απαντήσουν σε αυτή την πρόκληση. Ειδάλλως η επίκληση του κοινωνικού συμφέροντος ως νομιμοποιητικού παράγοντα πολιτικών θέσεων ή κυβερνητικών αποφάσεων είναι υποκρισία. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μια χώρα συμμετέχει σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο οποίο τα μέλη από το ένα μέρος απαιτούν αλληλεγγύη και από το άλλο προωθούν το «εθνικό συμφέρον», ενώ ταυτοχρόνως αφήνουν την προοπτική του υπερεθνικού οικοδομήματος να καταπέσει.

 

Αυτές οι αντιφάσεις, ανεξαρτήτως της αναφοράς τους σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο, αναδεικνύουν και μια άλλη διάσταση της άμεσης ανάγκης για πολιτικό εκσυγχρονισμό. Είναι πλέον εμφανής η αναντιστοιχία, η οποία υπάρχει ανάμεσα στη ροή του χρόνου σε πολιτικό επίπεδο και σε αυτήν, η οποία διαπιστώνεται στην γενικότερη δυναμική της εξέλιξης σε άλλα επίπεδα, όπως είναι το οικονομικό, το πολιτισμικό, το γεωπολιτικό. Αρκεί να αναφερθούν δύο παραδείγματα, για να γίνει αμέσως ορατό το εύρος αυτής της αναντιστοιχίας και ο βαθμός διακινδύνευσης, που προκαλείται από αυτήν. Σε εθνικό επίπεδο, στην Ελλάδα, ο αργός ρυθμός προώθησης της διαπραγμάτευσης από την ελληνική κυβέρνηση με την λογική της «δημιουργικής ασάφειας» και την έλλειψη ενός μακροπρόθεσμου ολοκληρωμένου σχεδίου για την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπεριέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει την χώρα στην καταστροφή. Πέρα από αυτό, διαμορφώνει και άσχημο κλίμα στις σχέσεις της χώρας με τα άλλα κράτη-μέλη. Σε υπερεθνικό επίπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αποφάσεις, που λαμβάνονται, έπονται των εξελίξεων. Το αποτέλεσμα είναι να μην αντιμετωπίζονται τα προβλήματα εγκαίρως. Ακόμη και η οικονομική κρίση, η οποία ταλαιπωρεί την Ευρωζώνη, δεν οδηγεί στην προώθηση του εγχειρήματος με την οικονομική και πολιτική ενοποίηση, που θα συμπληρώσουν την νομισματική, ώστε να αντιμετωπισθούν αρκετά από τα σημερινά προβλήματα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αναβαθμισθεί ο γεωπολιτικός της ρόλος. Επίσης δεν διαπιστώνεται ενδιαφέρον για την προώθηση της διαπολιτισμικής προσέγγισης των κοινωνιών της Ευρώπης.

 

Επιπλέον οι νέες γεωπολιτικές ισορροπίες σε πλανητικό επίπεδο πρέπει να αποτελέσουν σημαντική συνιστώσα στον προσδιορισμό της σύγχρονης πολιτικής σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό ταυτοχρόνως επίπεδο. Ο εγκλωβισμός στην εσωστρέφεια και στην ψευδαίσθηση, ότι μια χώρα μπορεί αυτόνομα και χωρίς αναφορά σε παραμέτρους των γεωπολιτικών ισορροπιών να επιβιώσει, αποτελεί φαντασίωση. Η ελληνική πολιτική στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών γεωπολιτικών συμφερόντων οφείλει να λάβει υπόψη της την μετατόπιση του κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας προς ανατολάς. Είναι δε σκόπιμο να επισημανθεί, ότι δεν κυριαρχείται από μια υπερδύναμη, όπως πριν από μερικά χρόνια με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Έχουν αναδυθεί και άλλες δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία κ.λ.π.), ενώ παράλληλα έχει ενισχυθεί ο ρόλος περιφερειακών δυνάμεων (π.χ. Τουρκία) στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός πολυεστιακού συστήματος ασφαλείας. Δεν πρέπει να διαφεύγουν της προσοχής και τα πολύ ρευστά δεδομένα, τα οποία μορφοποιούνται σε πλανητικό επίπεδο, με τους ασύμμετρους κινδύνους από την δυναμική εμφάνιση και δραστηριοποίηση σε διεθνές επίπεδο της τρομοκρατίας, του θρησκευτικού φανατισμού και άλλων βίαιων φαινομένων. Γενικότερα η παγκόσμια πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από υψηλό δείκτη πολυπλοκότητας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο βαθμός διακινδύνευσης. Αυτή δε η σύνθετη πραγματικότητα γίνεται ακόμη πιο δύσκολα διαχειρίσιμη, διότι εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα λόγω της αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών. Με άλλα λόγια ο χρόνος γίνεται πιο πλούσιος σε προϋποθέσεις και αυτό δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην πολιτική και το πολιτικό σύστημα. Η ιδεοληπτική πολιτική απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις δεν έχει αποτέλεσμα ούτε αποτελεί εκσυγχρονισμό. Το ίδιο ισχύει και για την εθνική εσωστρέφεια. Η πιο λειτουργική απάντηση είναι η αναζήτηση μορφών παγκόσμιας διακυβέρνησης ως μέσου για την αντιμετώπιση των νέων γεωπολιτικών συνθηκών. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να επεξεργασθεί προτάσεις και θέσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες, τόσο αυτές που κινούνται στον πυρήνα του παγκόσμιου γίγνεσθαι, όσο και αυτές της περιφέρειας.

 

Η ανθρώπινη δραστηριότητα πάνω στη γη έχει προκαλέσει όμως και επικίνδυνες ανισορροπίες στη φύση, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα, ώστε να καταστεί βιώσιμο το μέλλον των κοινωνιών. Ο χρόνος μάλιστα πιέζει για την λήψη αποφασιστικών μέτρων και η πολιτική πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτή τη νέα επικίνδυνη πραγματικότητα, η οποία δημιουργείται με την κλιματική αλλαγή. Και αυτό μπορεί να γίνει με επωφελή τρόπο για τις κοινωνίες, αρκεί να διαμορφωθεί μια διαφορετική συστημική ισορροπία και να μην κυριαρχεί ως κριτήριο μόνο το οικονομικό κέρδος σε ατομικό επίπεδο. Υπάρχει και το ουσιαστικό κοινωνικό συμφέρον, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα ζωής και την ευημερία της κοινωνίας. Αυτές οι παράμετροι είναι υψίστης σημασίας και για την κοινωνική συνοχή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τομέας της ενέργειας στην Ελλάδα. Ενώ υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής καθαρής ενέργειας, ώστε να μην επιβαρύνεται με ρύπους το περιβάλλον και να δημιουργούνται επιβλαβείς συνθήκες για την υγεία του πληθυσμού, το πολιτικό σύστημα δίδει προτεραιότητα στις παραδοσιακές μορφές ενέργειας και όχι στις ανανεώσιμες. Είναι δε σκανδαλώδες σε χώρες σαν την Ελλάδα να μην αναπτύσσονται οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όταν είναι γνωστό, ότι το ηλιακό δυναμικό είναι πολύ υψηλό. Η αιολική ενέργεια θα μπορούσε επίσης να αναπτυχθεί. Όταν μάλιστα μια χώρα έχει τόσα πολλά νησιά, όπως η Ελλάδα, τα οποία έχουν πολυδιάστατα προβλήματα από την έλλειψη πόσιμου νερού και γενικότερα άρδευσης μέχρι την αδυναμία αξιοποίησης καλλιεργήσιμων εκτάσεων και τον εξαναγκασμό μεταφοράς καταναλωτικών αγαθών από την ηπειρωτική Ελλάδα, τα οποία βεβαίως έχουν υψηλό κόστος. Και όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ θα μπορούσε η νησιωτική Ελλάδα να καλύπτεται ενεργειακά με Α.Π.Ε. (ηλιακή και αιολική ενέργεια) και να γίνεται αφαλάτωση, ώστε να μην εισάγονται αγροτικά προϊόντα, αλλά να αναπτυχθεί η τοπική αγροτική οικονομία και να δημιουργηθούν αρκετές θέσεις εργασίας. Τώρα πλέον οι Α.Π.Ε. (π.χ. ηλιοθερμικές τεχνολογίες) είναι εκμεταλλεύσιμες οικονομικά. Το κόστος δεν είναι απαγορευτικό. Αν συνυπολογισθεί, ότι οι Α.Π.Ε. θα μπορούσαν να καλύψουν το σύνολο των ενεργειακών αναγκών της χώρας χωρίς επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος και της υγείας των πολιτών, το όφελος για τον τόπο θα ήταν πολύ μεγάλο.

 

Βέβαια ο πολιτικός εκσυγχρονισμός είναι ανέφικτος, εάν το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν απαλλαγεί και από τις δικές του παθογένειες. Δυστυχώς στην πλειοψηφία του χαρακτηρίζεται από τη λογική του λαϊκισμού και της κοινωνίας του θεάματος. Η επικοινωνία όμως ως πολιτικό υποκατάστατο δεν συμβάλλει στην αντικειμενική ενημέρωση και διαμόρφωση κριτικής συνείδησης στους πολίτες. Πολύ περισσότερο οδηγεί στην δημιουργία συνθηκών χειραγώγησης, ενώ ταυτοχρόνως αναπαράγει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας από την φοροδιαφυγή μέχρι την πελατειακή και την συντεχνιακή λογική. Με αυτά τα δεδομένα θα αποτύχει τόσο ο πολιτικός εκσυγχρονισμός όσο και η πραγματοποίηση των αναγκαίων για τη λειτουργικότητα των κοινωνικών συστημάτων μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής ακόμη περισσότερο. Ήδη η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε ανθρωπιστική κρίση. Τα όρια ανοχής της κοινωνίας δεν θα αντέχουν εσαεί. Επειδή μάλιστα υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στο επίπεδο των κοινωνικών αξιών, η περεταίρω άμβλυνση της κοινωνικής συνοχής μπορεί να οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνες κοινωνικές αναταράξεις. Εκτός και αν το πολιτικό σύστημα και οι διάφορες οικονομικές ελίτ επιθυμούν από το ένα μέρος την μετανάστευση των νέων Ελλήνων επιστημόνων για την αναζήτηση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες και από το άλλο την σταδιακή πρόκληση πληθυσμιακών ανισορροπιών, οι οποίες θα καλύπτονται από τις εισροές των μετακινούμενων πληθυσμών. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα αντιμετωπίσει δυσκολίες η χώρα να συμπορευθεί με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, διότι δεν θα μπορεί να δρομολογήσει την ανάπτυξη της οικονομίας βασιζόμενη στην επιστημονική γνώση και στις τεχνολογικές της εφαρμογές. Παράλληλα διαμορφώνονται συνθήκες ανάπτυξης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, όταν οι ροές μεταναστών υπερβαίνουν τις δυνατότητες απασχόλησης τους και απειλούνται θέσεις εργασίας Ελλήνων πολιτών.

Συμπερασματικά, εάν η πολιτική και το πολιτικό σύστημα δεν μπορέσουν να απαντήσουν στις προκλήσεις, που τίθενται από την δυναμική της εξέλιξης, και ταυτοχρόνως να διαχειρισθούν τους παράγοντες, οι οποίοι ασκούν δομική επιρροή σε αυτήν, τότε δεν θα κατορθώσει να εκφράσει πολιτικά την πορεία για την διαμόρφωση ενός σύγχρονου λειτουργικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Η ελληνική κοινωνία δεν θα έχει μέλλον, εάν μείνει προσανατολισμένη στο παρελθόν.