H πρώτη διεθνής διάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Ουάσινγκτον 1919), οδήγησε στην πρώτη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας που έθεσε, με την καθιέρωση της 8ώρης ημερησίας και της 48ώρης εβδομαδιαίας εργασίας στη βιομηχανία, τον θεμέλιο λίθο για τον περαιτέρω καθορισμό των κρίσιμων χρονικών ορίων εργασίας, αλλά και για το εργατικό δίκαιο γενικότερα.
Ο χρόνος εργασίας έχει, πράγματι, σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές επιπτώσεις, πράγμα που δικαιολογεί την αντίληψη του 8ώρου ως κομβικού στοιχείου του κόσμου της εργασίας και των διεκδικήσεών του.
Πριν απ’ όλα, ο χρόνος εργασίας αντανακλάται στην αμοιβή της εργασίας, καθορίζοντας, και με τον τρόπο αυτό, τη συμμετοχή των εργαζομένων στο προϊόν της.
Η οργάνωση, ομοίως, του χρόνου εργασίας έχει επιπτώσεις και στην εν γένει κοινωνική ζωή. Αυτή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την οργάνωση της ιδιωτικής σφαίρας των εργαζομένων. Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή των εργαζομένων συναρτάται άμεσα με το χρόνο εργασίας: Η επιβολή υπερβολικών ωραρίων, η ευελιξία του χρόνου εργασίας, ο καθορισμός του χρόνου εργασίας με άτακτο τρόπο σε συνάρτηση με το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, δεν μπορεί παρά να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οργάνωση της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων.
Ταυτόχρονα, όμως, η ικανοποίηση του αιτήματος των εργαζομένων για μείωση του χρόνου εργασίας ανοίγει νέες προοπτικές με ευρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις. Επιτρέπει την ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων, οι οποίες είναι ανεξάρτητες με την επαγγελματική τους δραστηριότητα, όπως τη μουσική, τον αθλητισμό και κάθε είδους άλλες αντίστοιχες ενασχολήσεις. Επιτρέπει επίσης την ενασχόληση σε σημαντικό βαθμό με την οικογένεια ή ακόμη με άλλου είδους κοινωνικές ή δημόσιου χαρακτήρα δραστηριότητες.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, προκύπτει ότι δικαιολογημένα τα ζητήματα που συνδέονται με το χρόνο εργασίας, βρίσκονται, επί σειρά ετών στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου, αλλά και των εργασιακών συγκρούσεων. Ο χρόνος εργασίας καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και τις εργασιακές, αλλά και τις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις.
Με βάση τις ανακοινώσεις του υπουργείου Εργασίας σχετικά με το νομοσχέδιο που πρόκειται να προτείνει, θα είναι δυνατή η απασχόληση κάποιου εργαζόμενου μέχρι και 13 ώρες την ημέρα. Η πρόταση αυτή παρουσιάζεται ως μια δευτερεύουσα μεταβολή, η οποία δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις. Μια προσεκτική όμως παρατήρηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για την τελευταία πράξη ενός «δράματος» που παίζεται σε συνέχειες.
Παραδοσιακά προβλεπόταν η δυνατότητα επί πλέον εργασίας μέχρι τρεις ώρες την ημέρα. Η δυνατότητα ημερήσιας απασχόλησης αυξήθηκε πράγματι το 2023 σε 13 ώρες υπό την προϋπόθεση να απασχολείται κανείς σε δύο εργοδότες -μάλλον σπάνια περίπτωση. Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο μια τέτοια απασχόληση γίνεται κανόνας. Εν προκειμένω, δηλαδή, ένα κακό προηγούμενο επεκτείνεται. Αυτό είναι τελικά το ξήλωμα του πουλόβερ και μάλλον έχουν δίκιο ορισμένοι να διαμαρτύρονται για κάποιες ήσσονες μεταβολές, ακριβώς γιατί στη συνέχεια, κάποιοι άλλοι, θα τις επικαλεστούν ως προηγούμενο για να -δε χάθηκε ο κόσμος…- να εφαρμοσθεί και κάπου αλλού.
Αναρωτιέται όμως κανείς πώς θα μπορεί κάποιος να εργασθεί 13 ώρες, πλέον τριάντα λεπτά υποχρεωτικό διάλειμμα, πλέον τουλάχιστον μια ώρα μετάβαση από και προς τον τόπο εργασίας και να μπορέσει να αντέξει; Πότε θα ξεκινήσει και πότε θα επιστρέψει στο σπίτι του; Ποιες σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια καταπόνηση; Δεν εργάζονται, άλλωστε, όλοι με καλό κλιματισμό και σε αναπαυτικές πολυθρόνες! Και μήπως, επίσης, υπάρχουν επαγγέλματα στα οποία απαιτείται συνεχής εγρήγορση με αποτέλεσμα η απασχόληση μετά από κάποιο χρονικό όριο να εγκυμονεί κινδύνους και για τους ίδιους τους εργαζόμενους και το κοινό; Έχουν ληφθεί υπόψη οι παραπάνω παράμετροι πριν προταθούν με ευκολία τέτοια ακραία μέτρα;
Τέλος απορία προκαλεί το ότι με ευκολία προβάλλεται το επιχείρημα ότι ένας εργαζόμενος πρέπει να μπορεί ελεύθερα να συμφωνεί με την αυξομείωση του ωραρίου και μάλιστα χωρίς αμοιβή (διευθέτηση του ωραρίου) ή με τη διάσπαση της αδείας του. Όσο κι αν κανείς δεν μπορεί, σε αρκετές περιπτώσεις, να αρνηθεί την αξία της συμβατικής ρύθμισης, άλλο τόσο δεν μπορεί να απαξιώνει τη σημασία του εργατικού δικαίου ως δημοσίας τάξεως κανόνα της Πολιτείας που προστατεύει ευάλωτους εργαζόμενους· κανόνα, ο οποίος δεν επιδέχεται συμβατικές παρεκκλίσεις γιατί ακριβώς έχει ευρύτερη αξία.
Και ασφαλώς δεν είναι βάσιμο το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι με 8% ανεργία, κανείς εργοδότης δεν μπορεί να πιέσει κάποιο εργαζόμενο να αποδεχθεί καταστάσεις που δεν επιθυμεί. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις είναι προορισμένες να εφαρμόζονται επί μακρόν, δηλαδή και όταν, ο μη γένοιτο, η ανεργία θα ανέρχεται σε υψηλότερα επίπεδα, οπότε θα αυξάνεται η ευαλωτότητα των εργαζομένων. Εντύπωση πάντως προκαλείται, κυρίως, γιατί τέτοιες αντιλήψεις δείχνουν άγνοια της, όχι μόνο της κοινωνικής, αλλά και της νομικής πραγματικότητας.
Νομίζω ότι βρισκόμαστε ενώπιον φαινομένων μιθριδατισμού. Συνηθίζουμε την αυθαιρεσία. Επιτρέπουμε ακραίες ρυθμίσεις χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες. Φαινόμενα όπως οι συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης που αναγνωρίσθηκαν στη χώρα μας το 2023, το 13ωρο και η εβδομαδιαία διευθέτηση του ωραρίου με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, τα οποία πριν λίγα χρόνια θα φάνταζαν αδιανόητα, σήμερα εμφανίζονται, άκριτα, ως κάτι τελείως φυσιολογικό και μάλιστα ως χρήσιμο. Συμβιβαζόμαστε με αυτά.
Τα χρόνια των μνημονίων, μαζί με κάποια εκσυγχρονιστικά μέτρα, οδήγησαν δυστυχώς σε «διαφθορά (επιστημονικών) συνειδήσεων». Με την εργατική πλευρά να μην μπορεί, τελικά, να αρθρώσει κάποιο αξιόλογο και στιβαρό αντίλογο. Δεν γνωρίζουμε εάν τα παραπάνω αποτελούν εξελίξεις με μόνιμο ή συγκυριακό χαρακτήρα. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι αφορούν μόνο τη χώρα μας. Εκείνο για το οποίο είμαστε βέβαιοι, είναι ότι πρέπει να αρχίσουμε να εξηγούμε, και πάλι, στο πεδίο της μισθωτής εργασίας, το αλφάβητο, ότι το Β και Α κάνει τελικά ΒΑ, κι όχι κάτι άλλο....
Πηγή: www.kreport.gr