Το κίνημα της πατάτας και οι πατάτες των κινημάτων

Κώστας Σοφούλης 22 Μαρ 2012

Μετά την πλατεία Συντάγματος/Ταχρίρ του Αλαβάνου, ένα νέο κίνημα γέμισε με ελπίδες και προσδοκίες τις καρδιές μας. Το κίνημα της πατάτας! Με κάτι τέτοια ο νους μου γυρίζει πίσω μερικές δεκαετίες, στο επικοινωνιακό φαινόμενο του Νερού του Καματερού. Όπως και τότε, το θαυματουργό νερό που συγκέντρωνε πλήθη και απασχολούσε ολοσέλιδα σοβαρών εφημερίδων, άφησε δυστυχώς αλώβητη την απειλή τού καρκίνου, έτσι και τώρα το κίνημα της πατάτας, θ’ αφήσει τον παρασιτικό χαρακτήρα της αγοράς αγροτικών προϊόντων καλά να κρατεί, με κάποια προσωρινή μόνο χασούρα κυρίως για το δημόσιο και δευτερευόντως για κάποιους παρασιτικούς διαμεσολαβητές της αγοράς. Ας μην απελπιζόμαστε, όμως. Ακολουθούν άλλα αδελφά κινήματα, του ρυζιού, του αλευριού, του αρνιού κ.ο.κ. Μπορεί και να δούμε αυτά τα γραφικά κινήματα να ενσωματώνονται ακόμη και σε προεκλογικά προγράμματα κομμάτων της σοσιαλθολούρας, προς δόξαν του πολιτικού πολιτισμού μας. Ποιος μικρέμπορος της σοσιαλιστικής προσδοκίας θ’ αντέξει στον πειρασμό να μείνει μακριά από μια τέτοια σύναξη επίδοξων ψηφοφόρων, που σχηματίζουν ουρές για ένα σακί πατάτες; Οι δήμαρχοι έδειξαν ήδη τον δρόμο.

Αυτή είναι η κωμική πλευρά του θέματος. Υπάρχει όμως και η σοβαρή, ενδεχομένως και δραματική, όπως σε όλες τις καλές κωμωδίες. Αυτή η δεύτερη πλευρά, είναι εκείνη που θα μετρήσει εν τέλει, όταν το γέλιο θα εξαντληθεί. Ας δούμε, λοιπόν, αυτήν την άλλη πλευρά κι ας πάρουμε το κόστος να στερήσουμε το γέλιο σε μερικούς που τόσο ανάγκη το έχουν, στους θλιβερούς καιρούς που περνάμε.

Σε τι σκοπεύει το «κίνημα της πατάτας»; Όσο κι αν φαίνεται εύκολο, κάθε άλλο παρά απλό είναι να απαντήσει κανείς σε αυτή την θεμελιώδη για την κατανόηση του φαινομένου ερώτηση. Πρώτον, επειδή έχουμε μόνο την εικόνα της δράσης, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για τα κίνητρα των δραστών. Πολλές φορές η αναγωγή της τελικής εικόνας σε κίνητρο του δράστη, είναι εξαιρετικά απατηλή. Θυμηθείτε το τραγούδι «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε». Ποιος θα μπορούσε να συναγάγει την αγάπη από την πραγματικότητα του φόνου;

Δεύτερον, επειδή προφανώς έχουμε να κάνουμε με κίνητρα δύο διαφορετικών δρώντων, των πατατοπαραγωγών από τη μία και των πατατοφάγων από την άλλη. Στη λογική της αγοράς, τα κίνητρα και οι επιδιώξεις των δύο ομάδων εικάζεται ότι είναι αντιτιθέμενα. Οι μεν θέλουν να πουλήσουν ακριβά, ενώ οι δε, θέλουν να αγοράσουν όσο το δυνατόν φτηνότερα. Είναι άραγε τόσο απλά τα πράγματα όσο φαίνονται; Αν ήταν έτσι απλά τα πράγματα, τι εμπόδιζε, για παράδειγμα, τους μεν παραγωγούς να πουλήσουν απ’ ευθείας στις λαϊκές αγορές στην ίδια τιμή που πουλούν με την διαμεσολάβηση των δημάρχων, τους δε πατατοφάγους να ψωνίσουν από τις λαϊκές αγορές, αποφεύγοντας τους μεσάζοντες χονδρεμπόρους που ανεβάζουν την τελική τιμή με την διαμεσολάβησή τους; Εδώ παρεισφρέει μια γενική καχυποψία που με διακατέχει απέναντι στις υποτιθέμενες ανορθόδοξες, μαζικές συμπεριφορές. Κάτι πονηρότερο κατά κανόνα κρύβουν. Ειδικά αν οργανωτές τους είναι έλληνες αιρετοί μικροπολιτικοί.

Για παράδειγμα, οι παραγωγοί εκδίδουν άραγε κανονικά παραστατικά για τις πωλήσεις τους; Εισπράττουν φόρο προστιθέμενης αξίας για να τον αποδώσουν; Οι μεταφορείς (τα φορτηγά) εκδίδουν αντίστοιχα παραστατικά για τις υπηρεσίες τους; Από την άλλη πάλι πλευρά, οι πατατοφάγοι είναι πράγματι αποφασισμένοι να καθιερώσουν αυτό το χάπενινγκ σε πάγια καταναλωτική συμπεριφορά, ή μήπως ξαναγυρίσουν στα σουπερμάρκετ μόλις οι δήμαρχοί τους σταματήσουν τη διαμεσολαβητική δραστηριότητά τους; Μήπως πίσω από τη συμπεριφορά τους αυτή, κρύβεται απλώς μια διάθεση αντισυστημικής συμπεριφοράς, που θα ξεφουσκώσει -ως συνήθως- με τον καιρό;

Αν οι υποψίες μου έχουν βάση, μήπως στην πραγματικότητα η όλη ιστορία δεν είναι για την τιμή της πατάτας, αλλά για να δημιουργηθεί μια ακόμη ευκαιρία φοροκλοπής από τους μεν, και αντισυστημικής εκτόνωσης από τους δε; Τι να πω και για την προσοδοφορία ψήφων των αιρετών πατατοοργανωτών! Και, εν τέλει, πού θα οδηγήσει κι αυτό το «μαζικό» κίνημα στην εποχή της κρίσης; Μήπως έχει το σύντομο τέλος που είχαν και τα προηγούμενά τους;

Στο καίριο αυτό ερώτημα, φυσικά, δεν καλούνται να απαντήσουν ούτε οι παραγωγοί που έχουν τους λόγους τους, μήτε οι πατατοφάγοι, που προφανώς πάσχουν από το μαζικό αντισυστημικό σύνδρομο της εποχής. Όσο για τους αιρετούς, τι να περιμένει κανείς; Στο ερώτημα, όμως, καλούνται πρωτίστως να απαντήσουν, ως εκ του ρόλου τους, οι πολιτικοί και ιδεολόγοι καθώς και οι κομματικοί εκφραστές τους. Με εξαίρεση το ΚΚΕ που σνομπάρισε κραυγαλέα το κίνημα, με το σκεπτικό ότι δεν συμβάλλει στην ανατροπή της ταξικής κοινωνίας (!), όλα τα άλλα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, σιώπησαν αμήχανα. Είδαν έγκαιρα ότι δεν μπορούσαν να καπελώσουν τους κινηματίες. Η αμηχανία της μη σταλινικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς , εν τούτοις, είναι αυτή που εκπλήσσει. Γιατί από την πλευρά αυτή θα περίμενε κανείς, αφενός να γίνει η σωστή διάγνωση του προβλήματος που υποκρύπτεται και αφετέρου, να προταθούν λύσεις που είναι εδώ και χρόνια έτοιμες στην ιδεολογική και πολιτική πλατφόρμα τους. Ο παρασιτισμός δεν είναι άραγε πρόβλημα στρεβλής λειτουργίας της αγοράς και επομένως ζήτημα της πολιτικής ατζέντας των ρεφορμιστών;

Ποιο ουσιώδες πρόβλημα κρύβεται πίσω από τη δυνατότητα εκδήλωσης τέτοιων γραφικών κινημάτων; Υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι ένα μεγάλο πεδίο παρασιτικής προσοδοφορίας έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον Έλληνα αγρότη και στον τελικό καταναλωτή των προϊόντων του. Το αποτέλεσμα είναι να συμπιέζονται οι τιμές παραγωγού και να αυξάνουν οι τιμές καταναλωτή, για να εξασφαλιστεί η επιβίωση των ενδιαμέσων. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν αυτή είναι η αλήθεια. Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα ούτε μία ολοκληρωμένη μελέτη να αποτυπώνει την «αξιοποίηση» (valorization) του αγροτικού προϊόντος στη χώρα μας. Πέραν μια τέτοιας μελέτης που βρήκα για το ελαιόλαδο της Μυτιλήνης, οι υπόλοιπες μελέτες αποτελούν θεωρητικά προκατειλημμένες στατικές καταγραφές των διαδοχικών τιμολογήσεων, στα διάφορα στάδια εμπορίας από το χωράφι στον καταναλωτή. Δεν διευκρινίζουν τις διαδρομές δημιουργίας προστιθέμενης αξίας, διακρίνοντάς τες από τις διαδρομές κατανομής των υπερπροσόδων. Δεν είναι όμως αυτό το ζήτημα. Οι μελέτες του είδους αυτού, απλώς καταγράφουν μιαν οφθαλμοφανή κατάσταση, αλλά δεν περιγράφουν με αναλυτικούς όρους το φαινόμενο. Ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, παραμένει στην ουσία του αμελέτητο. Μολαταύτα, θα επιχειρήσω εδώ μια απλουστευμένη θεωρητική τοποθέτηση, που θεωρώ σχεδόν προφανή αλλά και επαρκή για να διεγείρει την πολιτική αντίδραση της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας.

Κατά πρώτον, την αγροτική παραγωγή διαχειρίζονται κατά το πλείστο μικροί παραγωγοί, με μικρούς αγροτικούς κλήρους. Δεύτερο, σε ό,τι αφορά τα εξαγώγιμα προϊόντα, μια εξαιρετικά ανταγωνιστική διεθνής αγορά προσδιορίζει τις τιμές σε επίπεδα ισορροπίας που δεν επηρεάζονται εύκολα από την ελληνική προσφορά. Εκεί, η εγχώρια παραγωγή θα μπορούσε να παίξει αποτελεσματικότερα μόνο στα πλαίσια των κανόνων του μονοπωλιακού ανταγωνισμού (Chamberlain, Joan Robinson), επιδιώκοντας να εξασφαλίσει εξειδικευμένες αγορές για ξεχωριστές ελληνικές ποιότητες. Αυτή είναι μια επιλογή στρατηγικής που ποτέ δεν έγινε. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική αγορά, ο ολιγοψωνικός χαρακτήρας της είναι προφανής και επομένως αναμενόμενες οι ολιγοψωνικές πρόσοδοι, που τις καρπώνονται τα διαμεσολαβητικά στρώματα σε βάρος των παραγωγών. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παραγωγοί θα μπορούσαν να καρπωθούν τις προσόδους που καρπώνονται σήμερα οι παρασιτικοί μεσάζοντες μόνο με την κατάργηση των τελευταίων, δηλαδή με την αποκατάσταση απ’ ευθείας σχέσης με τους τελικούς λιανοπωλητές. Αυτό μπορεί να γίνει με την οργάνωση των μικροπαραγωγών σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς. Εάν και πάλι το παιχνίδι αποδειχτεί άνισο, επειδή οι τελικοί λιανοπωλητές (λ.χ. οι αλυσίδες των υπερκαταστημάτων) έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από τους συνεταιρισμούς, τότε μπορεί να παρέμβει ως ρυθμιστικός παράγοντας ο καταναλωτής, με τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς του. Αντί, δηλαδή, οι δήμαρχοι να πουλούν πατάτες, θα πουλούσαν κάποιοι σωστά οργανωμένοι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, που θα είχαν απ’ ευθείας πρόσβαση στους παραγωγούς και τους συνεταιρισμούς τους και βέβαια δεν θα πουλούσαν μόνο … πατάτες στα μέλη και τους πελάτες τους.

Τι σχέση έχει η αριστερά, παλιάς κοπής και σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής μαζί; Προφανώς η σχέση της πρέπει να αναζητηθεί στο συνεταιριστικό κίνημα, που παραδοσιακά, ήταν αφενός ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο για την ενδυνάμωση των αδυνάτων μέσα στην σκληρή ανταγωνιστική αγορά και αφετέρου, συστατικό στοιχείο της εμπραγμάτωσης της ιδεολογίας της αλληλεγγύης των αδυνάτων, για να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότερους όρους την ισχύ των καπιταλιστικών δομών. Αφήνω κατά μέρος και τον αντιαλλοτριωτικό ρόλο που παίζουν αυτές οι δομές της ενδιάμεσης (κοινωνικής) οικονομίας, για να μην κατηγορηθώ ότι ασχολούμαι με τα ψιλά γράμματα του σοσιαλισμού, σ’ αυτήν την περίοδο του κυνικού οικονομισμού. Με τη λογική αυτή, πριν εκδηλωθούν οι σπαρταριστές σκηνές των πατατοπαραγωγών με τους πατατοφάγους και τους ήρωες δημάρχους, η αριστερά θα έπρεπε να είχε αναπτύξει το συνεταιριστικό κίνημα τόσο των παραγωγών, όσο και των καταναλωτών. Δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, σε αγαστή συμπαιγνία με την πελατειακή δεξιά, έχει συμπράξει στη δημιουργία και επιβίωση των κρατικοδίαιτων αγροτικών συνεταιρισμών και αποφύγει επιμελώς την εμπλοκή της σε ένα προοδευτικό καταναλωτικό κίνημα. Αντίθετα, συνεχώς πιέζει για την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση των ανισοτήτων της αγοράς, σάμπως να πιστεύει ότι με την κρατικοποίηση της αγοράς θα μπορούσε να ωφελήσει κανέναν άλλον, πέρα από τους πελάτες ενός διεφθαρμένου συστήματος που θα προέκυπτε -και όντως προέκυψε, όπως το διαπιστώνουμε καθημερινά.

Για να κοντύνουμε το λόγο: Ποτέ δεν είναι αργά. Τώρα που εμφανίστηκε η διάθεση «να τα βρουν οι παραγωγοί με τους καταναλωτές», για ποιο λόγο κανέναν από τα κόμματα της αριστεράς (συμπεριλαμβάνω και το ΠΑΣΟΚ) δεν έθεσε πολιτικό ζήτημα ενίσχυσης των συνεταιριστικών κινημάτων; Γιατί δεν έσπευσε να περιλάβει το θέμα στο πολιτικό της πρόγραμμα; Γιατί προτίμησε να γίνει απλώς συνήγορος σε μια ακόμη μορφή φοροκλοπής και λαϊκισμού; Μια ακόμη … πατάτα των λαϊκών κινημάτων μετά την πλατεία Συντάγματος/Ταχρίρ, των παραστάσεων γιαουρτώματος και λοιδορίας, της βίας στο αμφιθέατρο και της στήριξης της ανομίας στους δρόμους.

Κάτι δεν πάει καλά με αυτή την ιστορία. Τα πράγματα δίνουν τώρα την ευκαιρία για μια διορθωτική παρέμβαση που, μεταξύ άλλων, συμβάλλει και στη μείωση της σοσιαλθολούρας.

*Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.