Το κράτος που αρνείται να μάθει

Γεώργιος Γεωργακόπουλος 30 Ιαν 2022

Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις κάθε φορά μετά από ένα έντονο φυσικό φαινόμενο την αποτυχία αντιμετώπισης αλλά και την δημόσια συζήτηση να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και κατά το προηγούμενο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί επιμένει αυτή η χώρα κατ’αυτόν τον τρόπο, γιατί της αρέσει τόσο να ταλαιπωρείται.

Τι συζητούν τα κόμματα

Η δομή της συζήτησης που διεξάγουν τα κόμματα ακολουθεί πάντα το ίδιο μοτίβο. Η εκάστοτε κυβέρνηση: είμαστε πανέτοιμοι, ο κρατικός μηχανισμός είναι σε εγρήγορση για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο, ωχ υπήρξαν προβλήματα συντονισμού, το φαινόμενο ήταν πρωτόγνωρο, θα αποδοθούν ευθύνες, θα μελετήσουμε τι δεν πήγε καλά. Η εκάστοτε αντιπολίτευση: είστε ανίκανοι, παραιτηθείτε, εκλογές εδώ και τώρα. Στο επόμενο φυσικό φαινόμενο η πραγματικότητα παραμένει η ίδια, ο τρόπος αντιμετώπισης δεν έχει βελτιωθεί στο ελάχιστο, η συζήτηση διεξάγεται εκ νέου με τον ίδιο τρόπο, οι πολίτες υφίστανται πάλι την ίδια ταλαιπωρία και το μόνο που έχει αλλάξει είναι η θέση των κομμάτων στην πολιτική σκακιέρα. Η κυβέρνηση έχει πάρει την θέση της αντιπολίτευσης και η αντιπολίτευση αυτήν της κυβέρνησης.

Η καταιγίδα της περιπτωσιολογίας

Τα ΜΜΕ με την σειρά τους, αντί να προσπαθήσουν να δώσουν μια ολοκληρωμένη και σε βάθος απάντηση με πραγματικά δεδομένα, προτιμούν να μας βομβαρδίζουν με μια καταιγίδα περιπτωσιολογίας η οποία στην γλώσσα τους ονομάζεται ρεπορτάζ. Αρέσκονται να ασχολούνται με την κάθε απίθανη λεπτομέρεια θέτοντας συνεχώς το ερώτημα ποιος φταίει. Αμέτρητες ώρες επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια και διαπιστώνουν το ήδη διαπιστωμένο, χωρίς να κουράζονται. Κάτι δηλαδή σαν να πονάς και ο άλλος να σου λέει μάλλον από τον πόνο θα είναι.

Με μεγάλη ευκολία κάνουν ένα τεράστιο άλμα από την λογική της συλλογής αξιόπιστων δεδομένων και της ανάλυσης τους, ώστε να παραχθεί μια ευκρινής εικόνα, στην απόδοση ευθυνών. Και ως είναι επακόλουθο στο τέλος φταίνε οι πάντες και τα πάντα και ουσιαστικά κανένας. Φταίει ο συντονισμός, η περιφέρεια, οι δήμοι, οι πολίτες, τα λάστιχα των αυτοκινήτων, η σφοδρότητα των φαινομένων, ο κακός μας ο καιρός. Καμία σοβαρή ανάλυση, κανένα σοβαρό δεδομένο, καμία ιεράρχηση των πραγμάτων. Η ευθύνη διαχέεται παντού και ουσιαστικά εξοστρακίζεται κάθε πιθανή λύση και ο πραγματικός έλεγχος της εκάστοτε εξουσίας αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι ο ρόλος τους.

Το ερώτημα που δεν θέτουμε

Είναι εντυπωσιακό επίσης να βλέπεις ότι ενώ όλοι μιλούν για την ανεπάρκεια αντιμετώπισης από την πλευρά του κράτους, ουδείς θέτει το αμέσως επόμενο αυτονόητο ερώτημα. Γιατί;

Θα αρκούσε μια μικρή εμπειρική έρευνα για να δει κάποιος πως πραγματικά δουλεύει η διοίκηση μέσα στην καθημερινότητα της και εκεί θα μπορούσε να βρει την απάντηση στο γιατί. Θα αρκούσε να δει τι κάνει, πως το κάνει, πως λαμβάνει τις αποφάσεις, πως αξιολογεί τα στελέχη της, ποια η σχέση της με τα κόμματα και ποια η σχέση των κομμάτων μαζί της και μια σειρά άλλων πραγμάτων.

Τι δεν βλέπουμε

Θα έβλεπε έτσι ότι ουσιαστικά στη δημόσια διοίκηση της χώρας λειτουργούν δύο παράλληλες δομές, αυτή των υπουργικών γραφείων και αυτή της ίδιας της διοίκησης. Οι πολιτικές σχεδιάζονται κατά κύριο λόγο στο επίπεδο των πολιτικών γραφείων των Υπουργείων, ενώ ο ρόλος της διοίκησης είναι κυρίως διαδικαστικός.  

Θα έβλεπε ότι με την αποχώρηση του εκάστοτε Υπουργού αποχωρούν μαζί του η συνέχεια των πραγμάτων, ο όποιος σχεδιασμός, η υλοποίηση,  η ευθύνη των εμπλεκομένων. Και πάλι από την αρχή. 

Θα έβλεπε ότι κάθε φορά που έχουμε αλλαγή κόμματος στην εξουσία έχουμε εκτεταμένες αλλαγές των διοικήσεων των διαφόρων φορέων του κράτους, παρεμβάσεις στην τοποθέτηση προϊσταμένων στις διάφορες  υπηρεσίες, αλλαγή προτεραιοτήτων.

Θα έβλεπε ότι αυτό το παιχνίδι των κομματικών τοποθετήσεων διαχέεται με τρομακτική ταχύτητα προς τα κάτω. Ο κάθε διοριζόμενος αναπαράγει το μοντέλο στο χώρο του. Στηρίξει ανθρώπους της ιδίας αντίληψης, ικανότητας και κομματικής τοποθέτησης με αυτόν, προκειμένου να τον στηρίξουν και αυτοί με την σειρά τους και όλοι μαζί ουδετεροποιούν τους υπόλοιπους.

Θα έβλεπε ότι το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι ότι αναδεικνύονται κάθε φορά ιεραρχίες οι οποίες καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνους της στην αναπαραγωγή τους, οι υγιείς δυνάμεις παραμένουν εγκλωβισμένες και αποεπενδύουν συνεχώς, οι δε φορείς παραμένουν και αυτοί εγκλωβισμένοι σε μια εξοργιστική μετριότητα η οποία επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Θα έβλεπε ότι δημιουργούνται πλέγματα σχέσεων και εξαρτήσεων μέσα στα οποία η αξιολόγηση είναι άριστη, ενώ ο έλεγχος και η απόδοση ευθυνών μηδενικοί.

Θα έβλεπε ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο ουδείς έχει αντικειμενικό συμφέρον να επενδύσει στην γνώση και στην σκληρή προσπάθεια για να ανέλθει στην διοικητική ιεραρχία αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι ο πιο ασφαλής και ανώδυνος τρόπος είναι να επενδύσει στους κομματικούς μηχανισμούς.

Θα έβλεπε επίσης ότι η διοίκηση δεν διαθέτει εμπειρογνώμονες και βάσεις δεδομένων και ότι δεν κάνει τίποτα για να τα αποκτήσει.

Θα έβλεπε τέλος ότι όλα αυτά και πολλά άλλα παράγουν και αναπαράγουν μια χαοτική κατάσταση μέσα στην οποία είναι αδύνατον να διασφαλιστεί η συνέχεια των πραγμάτων, να παραχθεί αποτελεσματικότητα και να λειτουργήσει ο περίφημος συντονισμός.

Θα κατανοούσε έτσι ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι σχεδόν αδύνατον να ληφθούν ορθολογικές αποφάσεις και ότι ακόμη και στην περίπτωση που ληφθούν, όπως λαμβάνονται κάποιες φορές, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι το ίδιο θα συμβεί και την επόμενη φορά. Τίποτα δεν διασφαλίζει ότι τα επόμενα βήματα θα στηριχθούν πάνω στα προηγούμενα.

Θα κατανοούσε επίσης γιατί τα βαρύγδουπα σχέδια περί μεταρρύθμισης, εκσυγχρονισμού ή επανίδρυσης του κράτους αδυνατούν να παράξουν το αποτέλεσμα που πρέπει.

Το συμπέρασμα είναι ότι η άρνησή μας να δούμε το πρόβλημα εκεί που υπάρχει και η εμμονή μας να βλέπουμε την πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό μέσα από το κομματικό πρίσμα μας απαγορεύει να δούμε την λύση, πόσον μάλλον να υλοποιήσουμε την όποια αλλαγή.