Από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί το μοντέλο της «ευελιξίας με ασφάλεια στην αγορά εργασίας» (flexicurity), προτρέποντας τα κράτη μέλη της ΕΕ να εφαρμόσουν αυτή την «μαγική συνταγή» καταπολέμησης της ανεργίας και τα εργατικά συνδικάτα να παραιτηθούν από την υπεράσπιση των «δύσκαμπτων» θεσμών προστασίας των εργαζομένων, όπως η προστασία από τις ατομικές και ομαδικές απολύσεις, οι αποζημιώσεις κλπ., που υποτίθεται ότι αποτελούν τα πραγματικά αίτια της επίμονης και μακροχρόνιας ανεργίας. Η έμπνευση της μαγικής συνταγής της flexicurity, είναι αλήθεια, δεν προήλθε από κάποια άνωθεν επιφοίτηση αλλά από την επίκληση του παραδείγματος της Δανίας, μιας χώρας που αποτελούσε το τέλειο παράδειγμα σχετικά με το πώς μια ευέλικτη αγορά εργασίας με ελάχιστους περιορισμούς ως προς την δυνατότητα των επιχειρήσεων να απολύουν μπορούσε να προσφέρει υψηλά επίπεδα ασφάλειας στους εργαζόμενους συγχρόνως με χαμηλά επίπεδα ανεργίας.
Η επιστημονική τεκμηρίωση της μαγικής συνταγής στηρίχθηκε σε χιλιάδες σελίδες ακαδημαϊκής έρευνας και οικονομετρικών μοντέλων που απεδείκνυαν με «αδιαμφισβήτητο» τρόπο ότι τα υψηλά επίπεδα προστασίας της απασχόλησης οδηγούσαν σε υψηλά επίπεδα και μεγάλη διάρκεια της ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους, τις γυναίκες και τις πιο αδύναμες ομάδες του εργατικού δυναμικού. Σε μια παρεμφερή εκδοχή η ιδεολογία αυτή προτάσσει το επιχείρημα ότι η ανεργία π.χ. των νέων οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αποτελούν μια ισχυρή ομάδα «εντός» που έχουν εδραιώσει τόσα προνόμια (μισθοί, αποζημιώσεις, κλπ.) ώστε καθιστούν απαγορευτική την απασχόληση των νέων και των γυναικών, δηλαδή των «εκτός» της αγοράς εργασίας. Το ιδεολογικό κατασκεύασμα αυτό βρίσκει την πλήρη δικαίωσή του στις ρυθμίσεις της σημερινής «Οικονομικής» και Νομισματικής Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες η ανεργία και η φτώχεια δεν είναι οικονομικά φαινόμενα, αλλά κοινωνικά δράματα που οφείλονται αποκλειστικά στις δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας και τις προνοιακές παροχές που «παθητικοποιούν» τους ανέργους. Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι από την agenda της Επιτροπής Απασχόλησης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, απουσιάζει παντελώς το θέμα του καθορισμού των μισθών, δηλ. του κεντρικού ζητήματος της “τιμής” που διαμορφώνεται στην αγορά εργασία, ενώ το πρόβλημα, για παράδειγμα, των εργαζόμενων φτωχών, αντιμετωπίζεται ως ένα ζήτημα αποκλειστικά «κοινωνικής πολιτικής» στα πλαίσια της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας. Στην ακραία της, αλλά όχι σπάνια, εκδοχή η προσέγγιση αυτή εδραιώνεται στη βεβαιότητα ότι οι άνεργοι φέρουν την κύρια ευθύνη για την αποτυχία τους στην αγορά εργασίας. Αυτή είναι, άλλωστε, και η κεντρική φιλοσοφία της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση και των συναφών ενεργητικών πολιτικών.
Το σύνολο, σχεδόν, των οικονομετρικών μοντέλων και της σχετικής επιστημονικής τεκμηρίωσης βασίζεται στις μετρήσεις του ΟΟΣΑ για τα επίπεδα προστασίας της απασχόλησης στις διάφορες χώρες. Η πρόσφατη έκθεση του διεθνούς οργανισμού επεφύλαξε, ωστόσο, μια μεγάλη έκπληξη στους θιασώτες της μαγικής συνταγής της χώρας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η αναθεώρηση των δεδομένων και οι νέες μετρήσεις δείχνουν ότι εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία η αγορά εργασίας της Δανίας δεν χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιαίτερη ευελιξία ως προς την προστασία έναντι των απολύσεων, με το επίπεδό της να είναι ακριβώς στον μέσο όρο όλων των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας και οι ομαδικές απολύσεις στη Δανία προστατεύονται όσο και στη Γερμανία, την Ισπανία και την Ελλάδα, ισοδύναμα με την Γαλλία και την Ιταλία. Ενώ ο ΟΟΣΑ πριν από μια δεκαετία εκτιμούσε ότι η προστασία της απασχόλησης στη Δανία ήταν τόσο χαμηλή όσο στις Αγγλοσαξονικές χώρες και πολύ χαμηλότερη από άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, η αναθεώρηση των μετρήσεων του Οργανισμού δείχνει ότι αυτό δεν ήταν αληθές και ότι ακόμα και το 2004 οι Δανοί εργαζόμενοι είχαν στην πραγματικότητα διπλάσια επίπεδα προστασίας από τις τότε εκτιμήσεις. Στην περίπτωση, μάλιστα, των ομαδικών απολύσεων οι εργαζόμενοι στη Δανία ήταν τόσο ισχυρά προστατευμένοι όσο και οι Γερμανοί και περισσότερο προστατευμένοι από τους Γάλλους και Ιταλούς συναδέλφους τους. Η επιτυχία της Δανίας, εντέλει, δεν οφείλεται στην ευκολία των απολύσεων αλλά στην ανταγωνιστική οικονομία, το ισχυρό και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, τις σοβαρές ενεργητικές πολιτικές και κυρίως σε ένα ευρύτερο θεσμικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ποιότητα, αποδοτικότητα και διαφάνεια. Με λίγα λόγια, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δομή και την λειτουργία της οικονομίας, των αγορών, της εκπαίδευσης και του κράτους.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά σημαίνουν ότι το κατασκεύασμα της flexicurity, όπως προωθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και άλλους διεθνείς οργανισμούς βασίστηκε σε μια στατιστική ψευδαίσθηση. Σημαίνουν επίσης ότι οι τεχνοκρατικές ιδεολογικές δυσκαμψίες είναι συχνά πολύ πιο επικίνδυνες από τις πραγματικές δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας. Ότι οι προσαρμογές στην αγορά εργασίας είναι αναγκαίες αλλά δεν ισοδυναμούν με την εξάρθρωση και αποσύνθεση των βασικών θεσμών η οποία όχι μόνο διευρύνει αναίτια την ανεργία αλλά και το «καρκίνωμα» της μαύρης εργασίας, με τρανότερο παράδειγμα τη χώρα μας.
Σημαίνουν ότι η πεμπτουσία της Ευρώπης έγκειται στο ότι ο συγκερασμός των συγκρουόμενων συμφερόντων εργασίας και κεφαλαίου επιτυγχάνεται κατά μείζονα λόγο όχι από το κράτος αλλά από το σύστημα της συλλογικής αυτονομίας. Από αυτό προκύπτει η νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής ιδέας η οποία ισοδυναμεί με την αναγκαιότητα συνεχούς ισχυροποίησης γενικά της κοινωνικής διαβούλευσης και ιδιαίτερα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ευρωπαϊκή αντίληψη στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή απόλυτη προτεραιότητα στην διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων και εφόσον καταλήξουν σε συμφωνία το κράτος νομοθετεί όπου είναι απαραίτητο, σε πλήρη αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη αντίληψη που ταυτίζει την ευελιξία με την κατάργηση της προστασίας των εργαζομένων.
Σημαίνουν ότι η μονοσήμαντη θεώρηση του προβλήματος της ανεργίας ως ένα απολύτως εξωοικονομικό πρόβλημα, υποδηλώνει στους ευρωπαίους πολίτες ότι η θεραπεία του ευρίσκεται εκτός των κυβερνητικών δυνατοτήτων, οι οποίες (πρέπει να) εξαντλούνται στις μεταρρυθμίσεις και τις ενεργητικές πολιτικές. Σημαίνουν, στην ουσία, ότι η δημοκρατία δηλώνει ανήμπορη να εγγυηθεί τα κοινωνικά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών, ανοίγοντας το δρόμο στην άνοδο των νεοφασιστικών δυνάμεων σε ολόκληρη την ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία έχει παραμείνει εκκωφαντικά αδρανής, με κύρια συνέπεια ένα τεράστιο έλλειμμα ιδεολογικής και πολιτικής θεμελίωσης μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής εναλλακτικής πρότασης, που εμπεριέχει τα αναγκαία στοιχεία ενεργητικών πολιτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων αλλά και τους επαρκείς και ουσιώδεις οικονομικούς όρους για την σταδιακή εξάλειψη των ευρωπαϊκών οικονομικών ασυμμετριών και τη δημιουργία επαρκών θέσεων εργασίας.
Σημαίνουν, επίσης, ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν ταυτίζονται με την τυφλή υποταγή στην άκριτη απορρύθμιση και ότι η συνεχής απαξίωση της εργασίας επιτείνει τον φαύλο καταστροφικό κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας.
Σημαίνουν, τέλος, ότι μπορεί να υπάρξει μια οικονομική πολιτική με κέντρο τον άνθρωπο, τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, την μικρή και μεσαία τάξη. Μια πολιτική που αφορά στην ουσία το δημοκρατικό περιεχόμενο του κοινωνικού κράτους.