Υπέρ του Παναγιώτη Δημητρά και εναντίον του ρατσισμού

Ριχάρδος Σωμερίτης 27 Αυγ 2013

Το φριχτό κείμενο που μεταφέρω πλήρες πιο κάτω, δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε δημοκρατική εφημερίδα, την «Εφημερίδα των Συντακτών». Δεν ενδιαφέρει το όνομα του δράστη (γνωστός γραφιάς είναι, προφανώς σε αναζήτηση φασαρίας), αλλά το γεγονός της δημοσίευσης στο συγκεκριμένο έντυπο – λες και η ΧΑ δεν έχει εφημερίδα που θα μπορούσε να το φιλοξενήσει• ενδιαφέρει όμως η συνέχεια.

Ο Παναγιώτης Δημητράς που μάχεται με πείσμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα τα δικαιώματα των Ρομά, σχολίασε σκληρά τόσο το σκουπίδι (έτσι το χαρακτηρίζω κι ας με συγχωρήσουν τα μέλη του «φαν κλαμπ»), όσο και την εφημερίδα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτήν τον χαρακτηρισμό «ρατσιστική», αλλά, προσοχή, με ερωτηματικό. Αυτό προκάλεσε μέγα ντόρο στο διαδίκτυο, κυρίως σε βάρος του Δημητρά, ξεκινώντας από μια οργισμένη αντίδραση αρχισυντάκτριας και στη συνέχεια, σειρά αμοιβαίων «διαγραφών» από το FB.

Ιδού το κείμενο:

«Τα λεωφορεία αδειάζουν ασταμάτητα συμπαθείς σοκολατένιους νέους που προχωρούν βιαστικά, γιατί; ΕΠΕΙΔΗ δεν είναι Ελληνόπαιδες και μάλλον έχουν λύσει το πρόβλημα της ανεργίας! Κι εγώ ο αφελής να απορώ σιωπηλά ΠΟΥ δουλεύουν όλοι αυτοί. ΠΩΣ ζουν, ΠΟΥ ζουν και πώς καταφέρουν να δείχνουν σχετικά καλά με τη βιασύνη παραμάσχαλα. Στα παγκάκια βέβαια παίζεται το δράμα. Λίγος Ευριπίδης, καθόλου Αριστοφάνης και λίγος Σοφοκλής και μια πρέζα Αισχύλος. Στο ένα παγκάκι οι «Βάκχες», ντίρλα στο μεθύσι, δύο κύριοι όλο κι όλο συζητούσαν μονολογώντας για μια «Βουργάρα που πηδιέται με πενήντα ευρώ αφορολόγητα». Στο άλλο παγκάκι οι «Τρωάδες» προς Ρωσίδες (το Σάββατο το ρωσοειδές στοιχείο εξαφανίζεται) συζητούσαν για τους άντρες που άφησαν πίσω να μπεκροπίνουν, περιμένοντας χαρτζιλίκι από την ευημερούσα Ελλάντα. Στο παραδίπλα, μια ηλικιωμένη νοικοκυρεμένη γυναίκα προσπαθούσε να μαζευτεί όσο γίνεται για να καθίσει μια χοντροκώλα Τσιγγανορουμάνα εγκυμονούσα, με ένα δεκάχρονο φριχτό κοριτσάκι που κάθε δύο λεπτά έφτυνε προσπαθώντας να πετύχει με το σάλιο τα περιστέρια. Η γυφτορουμάνα προέτρεπε την ηλικιωμένη να πάει πιο πέρα -δηλαδή να σηκωθεί- για να καθίσει το παιδί-σίχαμα, το οποίο ΔΕΝ αρκούνταν στο φτύσιμο αλλά ελάμβανε στα ρουμάνικα (;) εντολές να κάνει τον γύρο της πλατείας για να ζητιανέψει. Η μάνα με προτεταμένη την κοιλάρα (είμαι βέβαιος πια πως το βρέφος που θα γεννήσει θα πουληθεί και μακάρι για να σωθεί) καμάρωνε τι άξιο παιδί-ζήτουλα έβγαλε. ΟΣΟΥΣ δεν έδιναν ελεημοσύνη στο κορίτσι τούς έβριζε «μαλάκα» και ουδείς αντιδρούσε για να μη χαλάσει η ειδυλλιακή εικόνα. Όταν πλησίασε σε μένα, και αφού η γύφτισσα με το χέρι το ξεμύξιασε, ας μην μπω σε λεπτομέρειες, το ρώτησα γιατί φτύνει κάθε δύο λεπτά και είπα κάτι εξυπνάδες του τύπου «Είναι ντροπή να ζητιανεύεις». Το κοριτσάκι και η ρουμανοκατσιβέλα με ξέχεσαν κανονικά: «Είσαι ένα μαλακία», «Ντικό σου είναι πλατεία…» κι άλλα τέτοια. Ένας γεροντάκος, από αυτούς που δεν είχαν πρόσβαση στον «Κοινωνικό Τουρισμό», ψιθύρισε φοβισμένα: “Σε λίγο θα μάς δείρουν”. Και σιώπησε.

Είχα μια τρελή επιθυμία να κάνω επιτόπου καισαρική τομή στη μαντάμ και να πνίξω το αθώο κοράσιον ώστε να πρωταγωνιστήσω στις ειδήσεις των… «Οκτώ». Δεν το έκανα γιατί δεν ήθελα να κλέψω τον ρόλο της «Μήδειας» απ’ τον Κιμούλη, αλλά ήδη μια χοντρή είχε βγάλει το τσόκαρό της και διαμέλιζε παξιμάδια για να χορτάσουν τα περιστέρια με τη μόνιμη διαταραχή του πεπτικού τους. Μια γυναίκα που περίμενε υπομονετικά το λεωφορείο, αντί για χρήματα τόλμησε να δώσει στο απτόητο κοράσιο δύο-τρία χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη μύτη του. 
Μάνα ρουμανογύφτισσα και θυγατέρα έπαθαν αμόκ και τη σκυλόβρισαν. 
Μερικοί ενοχλήθηκαν. «Άντε πάνετε από ντω… Κακό παιντί…», όμως πλάκωσαν μαζί δύο-τρία λεωφορεία και τους απορρόφησαν. Η αυγουστιάτικη νύχτα του Σαββάτου κάλπαζε, ένας νεαρός ετοιμόρροπος απ’ την “ουσία” (sic) θρονιάστηκε στο παγκάκι μαζί με την αναλόγων προσόντων φίλη του.

“Είναι τραβεστί” μουρμούρισε ο γεράκος. “Δεν είναι τραβεστί. Την έχω δει κι άλλη φορά, εδώ έρχεται και κατουρά πίσω απ’ το άγαλμα… απέναντι σαν κανονική γυναίκα…” είπε ένας άλλος. Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Σηκώθηκα να φύγω και πήγα να αγοράσω νερό. Και ΟΠΟΙΑ έκπληξη! Το σαντουιτσάδικο γωνία Κάνιγγος και Ακαδημίας πουλούσε το νεράκι ΜΟΝΟ τριάντα λεπτά!»

Το σχόλιό μου τώρα :

Δυστυχώς δεν έχουμε πλήρη αντιρατσιστικό νόμο και έτσι ο καθένας νομίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης, του επιτρέπει να βρίζει ολόκληρες κατηγορίες συμπολιτών μας ή «φιλοξενούμενων». Συχνά δεν συμβαίνει κάτι το διαφορετικό, έστω και πιο κομψά (π.χ. η περίπτωση Δημουλά).

Συνεπώς, αυτό είναι το μέγα ηθικό και πολιτικό πρόβλημα, ο δημόσια εκφραζόμενος ρατσισμός που οδηγεί στη βία και όχι η σκληρή καταγγελία του, ακόμα κι όταν αφορά ανθρώπους της «παρέας». Δηλώνω συνεπώς αλληλέγγυος με τον Παναγιώτη Δημητρά.