Η περίοδος 2010–2015 υπήρξε ίσως η πιο ταραχώδης της μεταπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε πολιτικές ακρότητες, η Χρυσή Αυγή μετέφερε το μίσος στην καρδιά του Κοινοβουλίου, και η χώρα έφτασε στα όρια της θεσμικής της αντοχής. Θα πίστευε κανείς ότι, μια δεκαετία μετά, οι θεσμοί θα είχαν θωρακιστεί. Όμως, η πολιτική πρακτική της Ζωής Κωνσταντοπούλου δείχνει ότι το θεσμικό περιτύλιγμα μπορεί να κρύβει την ίδια κουλτούρα έντασης, προσωπικών επιθέσεων και συστηματικής απαξίωσης του διαλόγου.
Το μοτίβο είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο: επιθετική ρητορική, στοχοποίηση προσώπων (και των οικογενειών τους), μονίμως υπερβατικός κοινοβουλευτικός λόγος, καταγγελίες για φίμωση, σεξισμό, θεσμικές "συνωμοσίες". Και όλα αυτά, με τη δημοσκοπική επιβράβευση να επιβεβαιώνει ότι αυτή η τακτική «πουλάει». Το ερώτημα όμως δεν είναι αν λειτουργεί — είναι αν αποτελεί μια ηθικά θεμιτή και πολιτικά χρήσιμη στάση.
Οι ψευδοδιλημματικές δηλώσεις τύπου «δημοκρατία ή ευρώ», «δικαιοσύνη ή ευρώ» δεν είναι απλώς ρηχές. Είναι επικίνδυνα αποπροσανατολιστικές. Ποιος έθεσε ποτέ τέτοια διλήμματα στον δημόσιο διάλογο; Πώς συνδέεται το νόμισμα με τις θεμελιώδεις αρχές ενός κράτους δικαίου; Αυτού του είδους ο λόγος δεν παράγει πολιτική – παράγει θόρυβο.
Η παρουσία της κας Κωνσταντοπούλου στη Βουλή δεν διαφοροποιείται. Τοποθετήσεις που αγνοούν τον χρόνο, συνεχείς διακοπές, αγένεια, φωνές, επιθέσεις σε θεσμικά πρόσωπα — από τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής μέχρι προέδρους κομμάτων και βουλευτές. Και όταν ο αντίλογος εμφανίζεται, έρχεται η προβλέψιμη (αυτό)θυματοποίηση: "με φιμώνουν", "με βρίζουν", "με στοχοποιούν". Πρόκειται για συνειδητή πολιτική στάση ή για έναν μηχανισμό αυτοθυματοποίησης που ακυρώνει κάθε ουσιαστική συζήτηση;
Η υποκρισία, ωστόσο, δεν είναι σημειακή. Είναι διαχρονική. Ήταν η ίδια που, ως Πρόεδρος της Βουλής, χαμογελούσε με ικανοποίηση στο Προεδρείο όταν ο τότε “σύντροφος" – και ξεκάθαρης πολιτικής ιδεολογίας – Πάνος Καμμένος, από το βήμα της Βουλής, φώναζε σε μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου “στα τέσσερα”, μετατρέποντας το Κοινοβούλιο σε χώρο ευτελισμού. Η ίδια που συμμετείχε σε σκηνές επιπέδου κακής θεατρικής επιθεώρησης, μαζί με τη “συντρόφισσα” Ραχήλ Μακρή έξω από την ΕΡΤ, που επιχείρησε να κάνει σόου την εκδήλωση μνήμης της Σφαγής του Διστόμου, προκαλώντας την ήσυχη αλλά ηχηρή παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου.
Είναι η ίδια που δεν είχε καμία ένσταση όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ την πρότεινε για Πρόεδρο της Βουλής, βασιζόμενη σε ένα «συστημικό μπόνους» που σήμερα καταγγέλλει. Και είναι η ίδια, που ως Πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας στις δεύτερες εκλογές του 2023, αξιοποίησε αριστοτεχνικά ακόμα μια «συστημική» διαδικασία (δεσμευμένος συνδυασμός – λίστα), αγνοώντας επιδεικτικά το εκλογικό σώμα και τη σταυροδοσία της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, προωθώντας στενούς της φίλους σε εκλόγιμες θέσεις. Μήπως τελικά ο αντισυστημισμός είναι εργαλείο που ισχύει μόνο όταν δεν έχεις εξουσία;
Και ας μην κοροϊδευόμαστε. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν είναι εξωτερική του συστήματος. Είναι προϊόν του. Κόρη πολιτικού, με ισχυρό όνομα, διαδρομή, πρόσβαση και προβολή. Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι ότι καταγγέλλονται από την ίδια που τα αξιοποιεί όσο κανείς.
Και δεν είναι μόνο πολιτική επιλογή. Είναι στάση ζωής. Από τις συγκρουσιακές περιγραφές των φοιτητικών της χρόνων, που σκιαγραφούν έναν αυταρχικό, εριστικό λόγο χωρίς περιθώριο διαφωνίας, μέχρι τη συμπεριφορά της στις δικαστικές αίθουσες — με πρακτικές που, όπως περιγράφεται, συχνά υπερβαίνουν τα όρια της επαγγελματικής δεοντολογίας — η διαδρομή είναι συνεπής. Η αμφισβήτηση δεν είναι στρατηγική, είναι σταθερή επιλογή. Η ένταση δεν είναι μέσο, είναι αυτοσκοπός. Και έτσι, αναδύεται μια σταθερή αξιακή τοποθέτηση: η ένταση ως εργαλείο, η αντιπαράθεση ως σκοπός και η πολιτική ως αρένα. Μια πολιτική στάση που δεν στοχεύει στην αλλαγή των θεσμών, αλλά στην αποδυνάμωση κάθε προσπάθειας συνεννόησης εντός τους.