Ελεύθερη Αγορά ή Έλεγχος Τιμών;

Στέφανος Κομνηνός 13 Οκτ 2023

Οι καταναλωτές στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο, πληρώνουν πλέον πολύ περισσότερα για τρόφιμα, καύσιμα και υπηρεσίες - και όπως φαίνεται, ο πληθωρισμός συνεχίζει απτόητος καθώς «εξωγενείς» παράγοντες συνεχίζουν να στρεβλώνουν την οικονομία.Στο τέλος του 2023, έρχεται μάλιστα να προστεθεί μια ακόμη επισιτιστική κρίση εξαιτίας των πλημμυρών στη Θεσσαλία.Για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, έχουν διατυπωθεί ιστορικά διαφορετικές, αντικρουόμενες και ενίοτε ιδεολογικά φορτισμένες προτάσεις που εμπλέκουν λιγότερο ή περισσότερο το κράτος.Εκτός των «κλασικών» μέτρων φορολογικής (μείωση ΦΠΑ ή ΕΦΚ) και αναδιανεμητικής (επιδόματα, “PASS”κλπ) πολιτικής,αρκετές φορές, εφαρμόζονται άμεσες παρεμβάσεις στον πυρήνα της λειτουργίας της αγοράς, δηλαδή στη διαμόρφωση της τελικής τιμής.

Εγείρεται συνεχώς στο δημόσιο διάλογο το ερώτημα αν θα πρέπει οι κυβερνήσεις να προχωρούν σε καθορισμό των τιμής των βασικών αγαθών ή να αφήνεται η αγορά «ελεύθερα» να οδηγηθεί στην ορθολογικότερη λύση;Πριν αποπειραθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας βάλουμε τις βασικές έννοιες τόσο της «ελευθερίας» της αγοράς όσο και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων στις τιμές» σε μια σειρά.

Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μιαελεύθερηαγορά;

Σύμφωνα με τη θεωρία, ελεύθερη αγορά είναι ένα ανεξέλεγκτο σύστημα οικονομικών συναλλαγών, στο οποίο οι φόροι, οι ποιοτικοί έλεγχοι, οι ποσοστώσεις, οι δασμοί και άλλες μορφές κεντρικών οικονομικών παρεμβάσεων από την κυβέρνηση είτε δεν υπάρχουν είτε είναι ελάχιστες. Δεδομένου ότι αυτό τοιδεατόεπίπεδοPareto-αποτελεσματικής κατανομής των πόρων σημείο αναφοράς δεν υπάρχει στην πραγματικότητα (όλοι οι οικονομολόγοι συνηγορούν σε αυτό), οι σύγχρονες κοινωνίες μπορούν μόνο να το προσεγγίσουν.

Βασική προϋπόθεση για να επέλθει η βέλτιστη ισορροπία,είναι η απουσία ασυμμετριών στην πληροφόρησηκαι η ελεύθερη & εύκολη πρόσβασηστη γνώση. Με άλλα λόγια, αν ο καταναλωτής παραπλανάται για την πραγματική τιμή ενός προϊόντος, ή δεν του είναι εύκολη η σύγκριση των τιμών μεταξύ των διαφόρων εμπόρων, τότε δεν μπορεί να επιτευχθεί το ιδανικό αποτέλεσμα.Άλλοι παράγοντες που θα πρέπει να τηρούνται, είναι η απουσία εξωτερικοτήτων και συμπεριφορές όπωςη σύνεση και η αυτοσυγκράτηση που όμωςδύσκολαεπιβιώνουν στη σκληρή καθημερινότητα της αγοράς.

Και βεβαίως, μιαανέλεγκτη αγορά, μπορεί να δελεάσει τους ανταγωνιστές να συνωμοτήσουν (όπως άλλωστε είχε προβλέψει και ο ίδιος ο AdamSmith), ή να επιτρέψει τη δημιουργία οντοτήτωνμε τεράστια ισχύ στην αγορά που την χρησιμοποιούν για να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό.

Όπως γίνεται κατανοητό, σχεδόν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν ισχύουν – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ίσως και πουθενά στον κόσμο.Πρώτα απ’ όλα, ο καταναλωτής δυσκολεύεται να αποκτήσει σαφή εικόνα των τιμών, αφού αυτές μεταβάλλονται συνεχώς κυρίως λόγω των προσφορών (ειδικά στα FMCGs).Ακριβώς για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος παραπλάνησης, η ΕΕ, επέβαλε σειρά κανονιστικών διατάξεων για περισσότερη διαφάνεια στην εμπορική επικοινωνία της πρόσκαιρης μείωσης τιμής.Ασύμμετρη πληροφόρηση υπάρχει και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και υπηρεσιών, που τελικά συνδέονται με τη διαφορετικότητα των τιμών. Αντίστοιχη απουσία ενημέρωσης αλλά σε μικρότερο βαθμό, εντοπίζεται και μεταξύ παραγωγών πρώτων υλών και εμπορευμάτων, που δυσκολεύει την επιλογή της καλύτερης πηγής. Οι περισσότερες από τις παρεκβάσεις αυτές, διακανονίζονται στη χώρα μας ως ιδιωτικές διαφορές μεταξύ επιχειρήσεων (αθέμιτος ανταγωνισμός) ή καταναλωτών και επιχειρήσεων (δίκαιο καταναλωτή) στα δικαστήρια.

Το βασικότερο εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού, είναι φυσικά η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που μπορεί να κατέχει μια επιχείρηση και την οποία μπορεί να απέκτησε με οικονομίες κλίμακας, αποδοτικότερη διαχείριση ή ακόμη και με κρατικούς περιορισμούς. Ένα μονοπώλιο για παράδειγμα, μπορεί να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες στην τιμολόγηση, χωρίς να απειλείται από ανταγωνιστή. Στη χώρα μας, εξαιτίας της ρηχής αγοράς (μικρός τζίρος) αλλά και του γεωγραφικού (και πολιτικού για πολλά χρόνια) αποκλεισμού της από άλλες αγορές, δημιουργήθηκαν σε πολλούς κλάδους ολιγοπωλιακές συνθήκες που επιπλέον δεν συμβάλουν και στηνανάπτυξη της καινοτομίας και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Σε άλλο αντιανταγωνιστικό πλαίσιο, εντοπίστηκαν περιπτώσεις περισσότερων επιχειρήσεων που προσχωρούσαν σε εναρμονισμένες πρακτικές, κοινώς «καρτέλ» για να ελέγξουν τις τιμές πώλησης ή/και τις τιμές αγοράς. Στη χώρα μας έχει εντοπιστεί σωρεία τέτοιων περιπτώσεων, που κάποιες φορές ήταν αποτέλεσμα πλεονεξίας (ελληνιστί αισχροκέρδειας), άλλες όμως προέκυπταν με τις ευλογίες των κυβερνήσεων ή και των τραπεζών (π.χ. η Αγροτική Τράπεζα που κατηύθυνε την τιμολογιακή πολιτική των υπερχρεωμένων σε αυτήν πτηνοτροφικών μονάδων).

Η ύπαρξη μονοπωλίων / ολιγοπωλίων και καρτέλ, καθιστά αναγκαία την ειδική νομοθεσία για τον ανταγωνισμό και φυσικά την ύπαρξηισχυρής αρμόδιας για την εποπτεία της αγοράς Αρχής, της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Φέρνει αποτελέσματα ο έλεγχος τιμών;

Οι κανόνες της αγοράς δεν είναι ούτε ουδέτεροι ούτε καθολικοί. Αντικατοπτρίζουν εν μέρει τους εξελισσόμενους κανόνες και αξίες μιας κοινωνίας. Αλλά αντικατοπτρίζουν επίσης ποιος στην κοινωνία έχει τη μεγαλύτερη δύναμη να κάνει ή να τους επηρεάσει.

Σύμφωνα με τη θεωρία, οι έλεγχοι τιμών είναι περιορισμοί που τίθενται σε εφαρμογή και επιβάλλονται από τις κυβερνήσεις, στις τιμές που μπορούν να χρεωθούν για αγαθά και υπηρεσίες σε μια αγορά με σκοπό να διατηρηθεί η οικονομική «προσβασιμότητα» των αγαθών ακόμη και κατά τη διάρκεια ελλείψεων και να επιβραδυνθεί ο πληθωρισμός ή, εναλλακτικά, να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο εισόδημα για τους παρόχους ορισμένων αγαθών ή να επιτευχθεί ένας ελάχιστοδιαβίωσης. Υπάρχουν δύο κύριακριτήρια ελέγχου των τιμών: το ανώτατο και το κατώτατο όριο που εφαρμόζονται είτε απευθείας στις τιμές ή στο ποσοστό κέρδους ή ως ποσοστό μεταβολής. Τα πιοσυνηθισμένα σε παγκόσμιο επίπεδο όρια, εφαρμόζονται στα ενοίκιαως ανώτατο ποσοστό αύξησης και στους μισθούς(την τιμή της εργασίας δηλαδή) με κατώτατο χρηματικό όριο.

Ιστορικά, οι έλεγχοι των τιμών έχουν συχνά επιβληθεί ως μέρος ενός ευρύτερου πακέτου εισοδηματικής πολιτικής και συχνά περιορισμένης διάρκειας, αφού θεωρείται ότιοι περιορισμοί αυτοί στρεβλώνουν τις αγορές, προκαλώντας ελλείψεις και επιδεινώνοντας τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, ενώ μόνο προσωρινά μειώνουν τον πληθωρισμό.

Η «αγάπη» της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας για παρεμβάσεις στην αγορά

Στη Ελλάδα, καταγράφονται ρυθμίσεις τιμών από την ίδρυση του κράτους και επαναλαμβάνονται με διαφορετική ένταση και μορφή μέχρι σήμερα. Για έναν αιώνα τουλάχιστον, οι περισσότερες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών ήταν προσδιορισμένες από ένα ειδικό κανονιστικό πλαίσιο, το «Αγορανομικό». Προσδιορισμένες από το κράτος τιμές, παραμένουν εκείνες των συνταγογραφούμενων φαρμάκων και ορισμένων βασικών τροφίμων ποτών (νερό, σάντουιτς κλπ) στα κυλικεία των λεγόμενων κλειστών αγορών όπως τα σχολεία, τους σταθμούς, σινεμά κλπ. Σε ειδικές έκτακτες περιπτώσεις, ανώτατες τιμές επιβάλλονται και σε άλλα προϊόντα ή περιοχές πχ στις υγειονομικές μάσκες προσώπου κατά την πανδημία covid. Η τελευταία τέτοια ρύθμιση στη χώρα μας, ξεκίνησε πριν από ένα έτος και ανανεώθηκε τον Αύγουστο 2023, αφορά στην επιβολή ως ανώτατου περιθωρίου (ποσοστού) μικτού κέρδους, εκείνου που υπήρχε για κάθε προϊόν αρκετούς μήνες πριν. Τους κινδύνους από την εφαρμογή της διάταξης αυτή στρέβλωσης του ανταγωνισμού μεταξύ λιανεμπόρων και προμηθευτών, μεγάλου και μικρού λιανεμπορίου, έχει ήδη υποδείξει η Επιτροπή Ανταγωνισμού με γνωμοδότηση της.

Τις τελευταίες δεκαετίες, εμφανίστηκαν εθελοντικά μοντέλα όπως οι «συμφωνίες κυρίων» μεταξύ πολιτείας και επιχειρήσεων για τη συγκράτηση τιμών σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτές πρωτο-εισήχθησαν με αποτελεσματικότητα, στην προενταξιακή στην ΟΝΕ περίοδο με σκοπό την ταχύτερη μείωση του τιμαρίθμου που αποτελούσε μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις και έπειτα από σύμφωνη γνώμη λόγω του ειδικού σκοπού, της τότε μη ανεξάρτητης Επιτροπής Ανταγωνισμού. Έκτοτε αρκετοί ήταν αυτοί που αποπειράθηκαν να επαναλάβουν το εγχείρημα αλλά χωρίς αποτελέσματα πέραν των σκωπτικών σχολίων από την αγορά.

Η χώρα μας όμως έχει πρωτοτυπήσει με τη χρήση ενός άλλου τύπουκανονιστικής παρέμβασης που αφορά στην υποβολή σε δημόσια αρχή ή / καιδημοσίευση τιμών και τιμοκαταλόγων. Μετά τη μεταπολίτευση και σε αντιστάθμισμα της υποχώρησης των άκαμπτων διατάξεωναγορανομικών τιμών ως μη παραγωγικών (αποτέλεσμα τους το περίφημο «καπέλο»), υποχρεώθηκαν οι προμηθευτές να υποβάλουν στο Υπουργείο Εμπορίου, τους τιμοκαταλόγους χονδρικής πριν αυτοί ισχύσουν. Πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας ήταν να ελέγχεται η οικονομική βάση των ενδεχόμενων αυξήσεων, χωρίς βεβαίως να προβλέπονται σχετικές ποινές. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000- 2010 έγινε κατανοητό, ότι οι τιμές τιμοκαταλόγου ήταν ονομαστικές, δηλαδή οι πραγματικές τιμές χονδρικής πώλησης προέκυπταν μετά από ειδικές ατομικές συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και εμπόρων, ζητήθηκε και η αποστολή των ίδιων των εμπιστευτικών συμφωνιών.

Φυσικά, όπως αποδείχτηκε, καμιά από τις παρεμβάσεις αυτές δεν πέτυχε τον υποτιθέμενο στόχο μείωσης του τιμαρίθμου, παρά μόνο να θέσει υπό κομματική κηδεμονία και συναλλαγή την αγορά. Αντιθέτως, επέτρεψε στους προμηθευτές να μεταβάλουν τις τιμές τους με ενιαίο (και με κρατική βούλα) τρόπο σε όλη την αγορά, αποφεύγοντας ειδικές διαπραγματεύσεις με κάθε πελάτη χωριστά. Τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, καταργήθηκε ο Αγορανομικός Κώδικας με τις αντιπαραγωγικές ρυθμίσεις του και αντικαταστάθηκε από ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο (ΔΙΕΠΠΥ), συμβατό με το ευρωπαϊκό αλλά και το Δίκαιο Ανταγωνισμού.

Μπορούμε να έχουμε τελικά Pareto αποδοτικότητα;

Τρεις είναι οι ενεργοί πυλώνες διαμόρφωσης των τιμών σε μια εφοδιαστική αλυσίδα: οι παραγωγοί, οι έμποροι και οι καταναλωτές. Συγκεκριμένα:

  • οι παραγωγοί / προμηθευτές, διαπραγματεύονται χαμηλότερες τιμές πρώτων υλών & υλικών συσκευασίας για να μπορούν να προσφέρουν ανταγωνιστικότερες τιμές και καλύτερα προϊόντα.
  • Οι λιανέμποροι με τη σειρά τους, διαπραγματεύονται για τα εμπορεύματα που αγοράζουν, χαμηλότερες τιμές ώστε να «κερδίζουν» τον καταναλωτή από τους ανταγωνιστές τους αλλά και να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες
  • Οι καταναλωτές αναζητούν το καλύτερο συνδυασμό τιμής, ποιότητας και εξυπηρέτησης

Και φυσικά, όλα αυτά, με σκοπό την αύξηση του οφέλους για τον καθένα από αυτούς.

Η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία και των τριών αυτών συντελεστών, οδηγεί στο καλύτερο για το σύνολο αποτέλεσμα. Οτιδήποτε τους παρεμποδίζει, καταλήγει σε υψηλότερες τιμές και χαμηλότερο βαθμό ικανοποίησης για τους καταναλωτές. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του κράτους οφείλει να επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων για τον ανταγωνισμό (ελεύθερο και αθέμιτο) και την προστασία του καταναλωτή.

Πηγή: selfservice.gr