Οι επιφυλάξεις για την πρόσδεση της χώρας στην πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και η ανάγκη διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής
Η πρόσφατη επιλογή της Ελλάδας να καταστεί πύλη εισόδου του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Κεντρική Ευρώπη, μέσω του λεγόμενου «Κάθετου Διαδρόμου», παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως στρατηγική επιτυχία. Παράλληλα, η επανενεργοποίηση των σχεδίων για εξορύξεις υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, σε συνεργασία με ενεργειακούς κολοσσούς όπως η Chevron και η ExxonMobil, βαφτίστηκε «ιστορική στιγμή».
Ωστόσο, πίσω από την πολιτική ρητορική περί «ενεργειακού κόμβου» και «γεωπολιτικής αναβάθμισης» διαγράφεται μια πραγματικότητα πιο σύνθετη — και δυνητικά επικίνδυνη. Η Ελλάδα δείχνει να μετατοπίζεται, σχεδόν άκριτα, από τον στόχο για μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική πράσινης μετάβασης προς έναν δρόμο ενεργειακής εξάρτησης από τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η ανάπτυξη νέων υποδομών LNG στην Ευρώπη, αν και προσφέρει βραχυπρόθεσμη ασφάλεια εφοδιασμού, κινδυνεύει να εγκλωβίσει χώρες όπως η Ελλάδα σε μια «παγίδα άνθρακα» με υψηλό κόστος και χαμηλή προσαρμοστικότητα. Παρόμοιες προειδοποιήσεις εντοπίζουμε στο διεθνή τύπο, που επισημαίνουν ότι πρόκειται πρωτίστως για ένα αμερικανικό σχέδιο εξαγωγής σχιστολιθικού αερίου και όχι ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ενεργειακής ασφάλειας.
Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον πιέζει για πλήρη αποκλεισμό όχι μόνο του ρωσικού φυσικού αερίου αλλά και προμηθειών από άλλες χώρες, υποκαθιστώντας τα με το δικό της ακριβότερο και περιβαλλοντικά επιβαρυντικό LNG, δεν είναι ζήτημα ηθικής αλλά υποτέλειας. Η Αθήνα, σε αυτή την εξίσωση, μοιάζει περισσότερο με σταθμό εξάρτησης παρά με αυτόνομο διαμορφωτή πολιτικής.
Η γεωπολιτική ψευδαίσθηση της “αναβάθμισης”
Η κυβερνητική επιχειρηματολογία εστιάζει στα πιθανά οικονομικά και γεωστρατηγικά οφέλη: επενδύσεις, νέες υποδομές, θέσεις εργασίας, «αναβάθμιση» της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας. Οι χώρες όμως που θεμελιώνουν την ενεργειακή τους πολιτική σε τρίτες δυνάμεις υπονομεύουν τη διαπραγματευτική τους αυτονομία.
Η Ελλάδα, προσδένοντας τη στρατηγική της στο αμερικανικό LNG και στις εξορύξεις που προωθούν πολυεθνικοί κολοσσοί, κινδυνεύει να εξαρτηθεί ολοσχερώς από τις διακυμάνσεις μιας εξωτερικής πολιτικής που καθοδηγείται —και πάλι— από τη λογική του “drill, baby, drill”.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο, ενίσχυσε αυτό το χρόνο τον συγκεκριμένο κίνδυνο. Ο κος Τραμπ ουδέποτε έκρυψε την πρόθεσή του να υπονομεύσει τις ευρωπαϊκές κλιματικές δεσμεύσεις και να προωθήσει τη βιομηχανία σχιστολιθικού αερίου. Έχει δηλώσει απερίφραστα ότι προτεραιότητά του είναι η αναζωπύρωση της αμερικανικής βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και η αποδόμηση των δεσμεύσεων της Συμφωνίας των Παρισίων.
Η πρόσδεση της Ελλάδας σε αυτή την ατζέντα, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση επανεπιβεβαιώνει το European Green Deal και τους στόχους μείωσης εκπομπών κατά 55% έως το 2030, φαίνεται πολιτικά κοντόφθαλμη και στρατηγικά επικίνδυνη.
Η περιβαλλοντική και οικονομική διάσταση
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις WWF Greece και The Green Tank έχουν εκφράσει σοβαρές ενστάσεις. Η μέθοδος εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου (fracking), στην οποία στηρίζεται το αμερικανικό LNG, προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στο περιβάλλον και υψηλές εκπομπές μεθανίου. Είναι πολλοί οι ειδικοί που υποστηρίζουν ότι το LNG που φτάνει στην Ευρώπη μέσω Αλεξανδρούπολης και Ρεβυθούσας είναι το πιο «βρώμικο» ενεργειακό προϊόν της αγοράς.
Η Ελλάδα, που πριν λίγα χρόνια πρωτοστατούσε στην πράσινη μετάβαση, εμφανίζεται τώρα να ηγείται μιας επιστροφής στα ορυκτά καύσιμα. Η ανατροπή στις επιλογές επί αυτού, του κου Μητσοτάκη, χωρίς μάλιστα κάποια τεκμηρίωση που να δικαιολογεί την αλλαγή αυτή, απαξιώνει ακόμη περισσότερο την Πολιτική τάξη, ηθική συνέπεια και αξιοπιστία. Από το βήμα του ΟΗΕ για το κλίμα το 2019 στη σημερινή του πολιτική υπάρχει άβυσσος. Μένει η εικόνα μιας άνευ ορίων προσπάθειας του ν'ανοίξει "παράθυρο επικοινωνίας" με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Από οικονομικής πλευράς, η εικόνα δεν είναι πιο αισιόδοξη: σύμφωνα με αξιόπιστες προσεγγίσεις, το κόστος εισαγωγής και οι επενδύσεις σε νέες υποδομές θα επιβαρύνουν υπέρμετρα τελικά τον εθνικό προϋπολογισμό και τελικά τους πολίτες. Η αναγκαία ευρωπαϊκή επιλογή για «απεξάρτηση» από τη Ρωσία μετατρέπεται για την Ελλάδα με τις σχετικές επιλογές σε υψηλού επιπέδου οικονομική εξάρτηση από τις ΗΠΑ.
Επί δεύτερης θητείας Τραμπ, αναπτύσσεται μια επιθετική οικονομική διπλωματία που χωρίς δισταγμό έχει αντικαταστήσει κάθε παραδοσιακή πρακτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η ιστορία όντως έχει καταγράψει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, χρησιμοποιούσαν τις αναπτυξιακές προοπτικές ως μοχλό διαμόρφωσης των γεωστρατηγικών ισορροπιών όπως αυτές επιθυμούσαν.
Αυτή τη περίοδο όμως ακόμη περισσότερο η “διπλωματία Τραμπ” εφαρμόζει ένα ακόμα πιο σκληρό δόγμα: η πρόσοδος για τις αμερικανικές επιχειρήσεις να δημιουργεί συνολικά οφέλη για την αμερικανική οικονομία και να λειτουργεί ως πυξίδα για τη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα: Γιατί το φυσικό αέριο να έρχεται αποκλειστικά από την άλλη άκρη του κόσμου, όταν υπάρχουν διαθέσιμες και πιο κοντινές πηγές στην Ανατολική Μεσόγειο, το Αζερμπαϊτζάν ή τη Βόρεια Αφρική; Η απάντηση είναι απλή – επειδή το θέμα δεν είναι ενεργειακό, αλλά γεωπολιτικό.
Μια πορεία απόκλισης από τις ευρωπαϊκές επιλογές
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαράξει ήδη μια σαφή πορεία: απολιγνιτοποίηση, ενεργειακή αποδοτικότητα, ενίσχυση των ΑΠΕ και κοινή ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Η επιλογή της Ελλάδας να καταστεί δίαυλος του αμερικανικού LNG και να επαναφέρει τις εξορύξεις υδρογονανθράκων ή θα γίνει ευρωπαϊκή επιλογή ή διαφορετικά θα είναι πολιτική ενός κράτους μέλους που όμως θα το απομακρύνεται από τη συλλογική στρατηγική της Ένωσης.
Είναι προφανές και δεν είναι λίγοι πλέον επιστήμονες που υπενθυμίζουν ότι κάθε νέα επένδυση σε ορυκτά καύσιμα καθιστά δυσκολότερη την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων.
Ενώ η Ευρώπη φαίνεται να συνεχίζει να κινείται προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών, η Ελλάδα αλλάζει ρότα και επανακάμπτει σε ένα βιομηχανικό μοντέλο του 20ού αιώνα.
Η αμήχανη σιωπή σε αυτή τη φάση των ευρωπαϊκών θεσμών για τη θέση της Ελλάδος και την αμερικανική ενεργειακή διείσδυση δεν αναιρεί το γεγονός ότι η στρατηγική αυτή αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές του Green Deal.
Το πολιτικό διακύβευμα: ΠΑΣΟΚ, Κεντροαριστερά και Ευρώπη
Η συζήτηση για το ενεργειακό δεν είναι μόνο τεχνική ή οικονομική.·Είναι βαθύτατα πολιτική. Το ΠΑΣΟΚ, που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει δώσει σημαντικά δείγματα περιβαλλοντικής ευαισθησίας και σημασία στη συμμετοχή της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, οφείλει να συζητήσει συλλογικά για τη θέση του.
Υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα του, που με συνέπεια προωθεί την ιδέα για ρεαλιστική αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, με εξορύξεις στη χώρα και την ενεργητική συμμετοχή στον Κάθετο Διάδρομο όπως αυτός διαμορφώνεται. Αντανακλούν μια σχολή σκέψης που ΔΕΝ θεωρεί απλώς το αέριο ως «γέφυρα» μετάβασης σε μηδενική εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και περιβαλλοντικά φιλική ενέργεια, όπως είναι η σκέψη στην Ε.Ε. αλλά κάτι περισσότερο...
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η θέση ή θα γίνει θέση της Ευρώπης ή θα χρειαστεί στην Ελλάδα να την επανεξετάσουμε ενταγμένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Να διαμορφωθεί δηλαδή μια προγραμματική βάση η οποία θα ξεκαθαρίζει και θα εδράζεται στο διεθνές πλαίσιο των επιλογών του ΟΗΕ και της Ε.Ε. στο οποίο έχει επιλέξει να είναι ενταγμένη η Ελλάδα.
Η κεντροαριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, καλείται να διαμορφώσει ενιαία και συνεπή ενεργειακή πολιτική, συμβατή με τη Νέα Πράσινη Συμφωνία (New Green Deal). Η ενότητα αυτή δεν είναι ιδεολογική πολυτέλεια — είναι προϋπόθεση πολιτικής αξιοπιστίας και κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η απομάκρυνση από την ευρωπαϊκή στρατηγική εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, όχι το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον.
Επίλογος: Πατριωτισμός ή πατρηδοκαπηλία;
Η επιλογή της Ελλάδας να υπηρετήσει την αμερικανική στρατηγική του “drill, baby, drill” δεν είναι απλώς ενεργειακή. Είναι βαθιά πολιτική.
Στην πράξη, η χώρα εγκαταλείπει την ευρωπαϊκή πράσινη πρωτοπορία και προσδένεται σε μια λογική εκμετάλλευσης που εξυπηρετεί πρωτίστως ξένα γεωοικονομικά συμφέροντα.
Αργά ή γρήγορα, όπως δείχνουν και τα τελευταία αποτελέσματα των εκλογών σε πολιτείες των ΗΠΑ αλλά και στη πόλη της Νέας Υόρκης, η αδράνεια απέναντι στην κλιματική κρίση κάποια στιγμή, ελπίζουμε σύντομα, θα πάψει να είναι η κυρίαρχη. Όταν αυτό συμβεί, ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας; Θα έχει επενδύσει σε μια πολιτική βιωσιμότητας εντός της Ε.Ε. ή θα βρεθεί δεμένη σε ένα παρωχημένο ενεργειακό αφήγημα;
Η Ελλάδα χρειάζεται μια νηφάλια επαναξιολόγηση της ενεργειακής της πορείας: με όρους βιωσιμότητας, αυτονομίας και ευρωπαϊκής συνοχής. Η πρόσδεση στο άρμα του Τραμπ μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρα χειροκροτήματα και επενδυτικές φωτογραφίες. Αλλά το τίμημα –οικονομικό, περιβαλλοντικό και πολιτικό– θα το πληρώσει η χώρα για δεκαετίες.
Η χώρα χρειάζεται μια σταθερή, συνεπή και μακροπρόθεσμη στρατηγική, σε απόλυτη σύμπνοια με την ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Η πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία δεν επιτυγχάνεται με νέες εξαρτήσεις, αλλά με τη βούληση να καθορίζουμε εμείς, μέσα στην Ευρώπη, τη στρατηγική μας πορεία — με όρους καινοτομίας, πράσινης ανάπτυξης και υπευθυνότητας απέναντι στις επόμενες γενιές.