Επικοινωνία ως πολιτικό υποκατάστατο

Χρίστος Αλεξόπουλος 14 Ιουν 2015

Η εποχή, που διανύουμε, χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από την υπερβολική ροή πληροφοριών στις κοινωνίες, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να γίνουν στο σύνολο τους αντικείμενο νοητικής επεξεργασίας από τους πολίτες. Όταν δε διοχετεύονται στο πλαίσιο της μαζικής επικοινωνίας με κυρίαρχο στοιχείο την εικονική τους εκδοχή και αποτύπωση, τότε κυριαρχεί η εντύπωση, που προκαλείται στους πολίτες-καταναλωτές του θεάματος και όχι ο λόγος. Αυτό το στοιχείο αξιοποιείται σε μεγάλο βαθμό από το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως από εκείνο το τμήμα του, το οποίο κάθε φορά διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία. Φτάνει μάλιστα στο σημείο η επικοινωνία να λειτουργεί ως πολιτικό υποκατάστατο. Με άλλα λόγια το περιεχόμενο της δημοσιότητας, εικονικό και λεκτικό, παρουσιάζει μια πολιτική πραγματικότητα, η οποία αποτελεί το περιτύλιγμα της προωθούμενης πολιτικής και όχι την ίδια. Γι’αυτό και απευθύνεται κυρίως στο θυμικό και στοχεύει στη διαμόρφωση διαχειρίσιμης κοινής γνώμης και όχι ενημερωμένης, η οποία είναι σε θέση να αναπτύξει κριτικές διεργασίες στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης και των δομών της κοινωνίας πολιτών. Για τις τελευταίες βεβαίως υπάρχει μια προϋπόθεση για να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ανάπτυξης διαλόγου. Πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να μην λειτουργούν ως προεκτάσεις των κομμάτων. Στην Ελλάδα οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.), στην πλειοψηφία τους, είναι κομματικά ελεγχόμενες. Γι’αυτό δεν διαλέγονται, αλλά αναπαράγουν τον κομματικό λόγο.

 

Τα αίτια της λειτουργίας της επικοινωνίας ως πολιτικού υποκατάστατου έχουν να κάνουν με διάφορες παραμέτρους της εξέλιξης της πραγματικότητας τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.

Κατ’αρχήν η διαφορετική ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται η πραγματικότητα στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με την αδυναμία των κομμάτων να σχεδιάσουν μια δυναμική πορεία της χώρας και στα τρία επίπεδα, διαμορφώνουν το υπόστρωμα για την κάλυψη αυτού του πολιτικού κενού με την αντιμετώπιση του στο επικοινωνιακό πεδίο με γενικευτικό λόγο. Τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι η σύνδεση των πολιτικών στόχων με ιδεοληψίες ή ηθικολογίες, οι οποίες «νομιμοποιούν» την πρακτική των κομμάτων και ιδιαιτέρως των κυβερνητικών σε σχέση με τις επιδιώξεις τους, ενώ δεν επιτρέπουν να φανεί το πολιτικό κενό. Γι’αυτό και ο «πολιτικός λόγος» απευθύνεται στο θυμικό και καλλιεργεί φαντασιώσεις σε ό,τι αφορά το μέλλον και παράλληλα δικαιολογεί τις ανεπάρκειες και διαψεύσεις, τις οποίες βιώνει η κοινωνία στο παρόν. Βεβαίως αυτή η πρακτική αντί να μειώνει την απόσταση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ανεπτυγμένων χωρών σε πλανητικό επίπεδο, οδηγεί τον τόπο σε περεταίρω επιβράδυνση και προσανατολισμό στο παρελθόν. Δεν βοηθάει ούτε αποτελεί λύση η δαιμονοποίηση των άλλων για την νομιμοποίηση της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος. Αυτό οδηγεί στην απομόνωση και στην περιθωριοποίηση. Ταυτοχρόνως η κοινωνία οδεύει στην οπισθοδρόμηση και στην καταφυγή στο παρελθόν για την νομιμοποίηση της ακινησίας και έλλειψης σύγχρονης δυναμικής, οπότε η επικοινωνιακή κάλυψη του πολιτικού κενού είναι πιο εύκολη.

Σημαντικό αίτιο επίσης για την επικοινωνιακή αντιμετώπιση της ανεπάρκειας των πολιτικών σχηματισμών είναι η αναχρονιστική μορφή οργάνωσης τους, η οποία δεν επιτρέπει την σχεδίαση πολιτικής, η οποία θα μπορεί να διαχειρισθεί μια πολύπλοκη και δυναμική πραγματικότητα και ταυτοχρόνως να είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου. Λείπουν τόσο οι κατάλληλες δομές για κάτι τέτοιο, όσο και τα μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία θα βοηθήσουν για την ανάλυση της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης και ταχύτατα εξελισσόμενης πραγματικότητας και των δυνατοτήτων για την σχεδίαση του μέλλοντος με την αξιοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτή η αδυναμία δεν επιτρέπει την πλαισίωση των κομμάτων από υψηλού επιπέδου τεχνοκρατικό δυναμικό, το οποίο δεν έχει ιδεοληπτικές ή πελατειακές, συντεχνιακές αφετηρίες και αναφορές. Το αποτέλεσμα είναι να καταφεύγουν τα κόμματα στην επικοινωνιακή διαχείριση πολιτικών στοχεύσεων ιδεοληπτικού και σε μεγάλο βαθμό φαντασιακού χαρακτήρα σε σχέση με το μέλλον, ώστε να καλύπτεται το κενό πολιτικής.

 

Αυτή την αρνητική αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πολιτικής επικοινωνίας έρχεται να ενισχύσει η λογική του πολιτικού κόστους, η οποία κυριαρχεί στην λειτουργία των κομμάτων. Προκειμένου να συγκαλύψουν τις αρνητικές και με πολιτικό κόστος αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται σε κυβερνητικό επίπεδο, καταφεύγουν στις δυνατότητες της μαζικής επικοινωνίας και διαμορφώνουν μια εικονική, ιδεατή πραγματικότητα. Βασίζονται στο δεδομένο, ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών αποφάσεων θα γίνουν ορατές στο μέλλον ή στη δημιουργία ψευδαισθήσεων, ότι η αρχή είναι δύσκολη, αλλά οδηγεί στην ευημερία μετά από σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και αμβλύνουν τις πιθανές κοινωνικές αντιδράσεις και αναταράξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προκληθούν. Η αποστασιοποίηση από τον ρεαλισμό στο απόγειο της. Μόνο που οι παρενέργειες αυτής της πολιτικής συνήθως γίνονται ορατές αργότερα με επώδυνο τρόπο από τις κοινωνίες.

 

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο η επικοινωνιακή διαχείριση της επικαιρότητας λειτουργεί ως πολιτικό υποκατάστατο, είναι η πρακτική της κυβέρνησης κατά την διάρκεια της τετράμηνης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους δανειστές (και εταίρους). Ανεξάρτητα από την έκβαση της ουσιαστικά τόσο οι πολίτες όσο και τα κόμματα, τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή δεν γνωρίζουν παρά μόνο ελάχιστα για το πραγματικό περιεχόμενο του διαλόγου των διαπραγματευόμενων μερών. Εκείνο, που επαναλαμβάνεται μονότονα και συνεχώς, είναι η επιδίωξη μίας «έντιμης συμφωνίας», η οποία θα είναι επωφελής για όλους. Όλη δε την διάρκεια της διαπραγμάτευσης τονιζόταν σε κάθε ευκαιρία, ότι για πρώτη φορά «ορθώνει το ανάστημα» ελληνική κυβέρνηση. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις προφανώς δεν προωθούσαν τα ελληνικά συμφέροντα και την εθνική κυριαρχία. Προκαλεί μόνο εντύπωση, ότι τόσο η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όσο και οι προηγούμενες δεν γνωστοποίησαν στην ελληνική κοινωνία συγκεκριμένο και κοστολογημένο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για την επεξεργασία μιας λειτουργικής και με ελπίδα για τον τόπο συμφωνίας με τους εταίρους, ενώ θα είχε προοπτική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποιημένης πλέον πραγματικότητας. Ούτε και στον  πολιτικό διάλογο, ο οποίος αναπτύσσεται στη Βουλή, έγινε συζήτηση και αναζήτηση συγκλίσεων, ώστε η όποια εθνική ανασυγκρότηση να έχει ευρεία πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση. Για να καταστεί δε αυτό εφικτό, τα κόμματα θα έπρεπε να συνεργαστούν σε διακομματικές επιτροπές, στις οποίες θα συμμετείχε και το ανάλογο επιστημονικό δυναμικό. Εκείνο που κάνουν, είναι η επικοινωνιακή αξιοποίηση του κοινοβουλευτικού διαλόγου για την προώθηση πολιτικών στοχεύσεων (αποδοχή μέτρων, φθορά αντιπολίτευσης, αποφυγή πολιτικού κόστους) στην κοινή γνώμη, χωρίς να κοινοποιούν τις επιπτώσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση των δανειστών και εταίρων (5.6.2015). Τελικά σε αυτό τον τόπο είτε οι μεν είτε οι δε κυβερνούν, διαγκωνίζονται, ποιος θα συγκαλύπτει καλύτερα το πολιτικό γίγνεσθαι, ενώ ταυτοχρόνως θα χρεώνει στον άλλον μειοδοσία και ανεπάρκεια. Εκείνο που κερδίζουν, είναι λίγο πολιτικό χρόνο στη διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας.

Οι αρνητικές επιπτώσεις όμως είναι ισχυρές και προκαλούν σημαντικές βλάβες σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο, όταν η επικοινωνιακή διαχείριση της επικαιρότητας δεν εδράζεται στην τροφοδότηση του διαλόγου, κοινοβουλευτικού και δημόσιου, με το περιεχόμενο του πολιτικού γίγνεσθαι, αλλά διαμορφώνει μια σκοπούμενη πλασματική πραγματικότητα.

Κατ’αρχήν σταδιακά μειώνεται η αξιοπιστία της κυβέρνησης και της πολιτικής σε βάθος χρόνου. Ταυτοχρόνως ευδοκιμεί ο λαϊκισμός, ενώ η κοινή γνώμη εθίζεται σε μια επιφανειακή λειτουργία, η οποία στηρίζεται στην εντύπωση, που προκαλείται από την πλασματική αίσθηση για «το λαϊκό συμφέρον», το οποίο προωθείται από τα πολιτικά υποκείμενα, κόμματα και πρόσωπα. Η λογική της κοινωνίας του θεάματος καλά κρατεί, ενώ σε πλήρη άνθιση είναι και το κόμμα-πατερούλης. Δημιουργείται η αίσθηση, ότι η πολιτική στην Ελλάδα έχει «μεταφυσικού τύπου νομιμοποίηση» στο θυμικό του πολίτη-καταναλωτή. Γι’αυτό και είναι εύκολο να προκληθούν φοβικά σύνδρομα στην κοινωνία, διότι η σχέση της με την πολιτική δεν βασίζεται στον ορθολογισμό και στην γνώση των πραγματικών δεδομένων. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, εάν προσεγγίσουμε την περίοδο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και εταίρους. Η κοινωνία ανήμπορη προσδοκά τα πάντα σε μια Ευρώπη, την οποία αγνοεί, ή ακόμη καλύτερα την φαντάζεται, όπως της την «πλασάρουν» τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό και κυρίως εκείνο το τμήμα του πολιτικού συστήματος, το οποίο διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία. Αυτές οι συνθήκες διευκολύνουν ή ακόμη καλύτερα πριμοδοτούν φαινόμενα χειραγώγησης. Σε κοινωνίες χωρίς ένα λειτουργικό σύστημα κοινωνικών αξιών, το οποίο υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον και τις ανθρώπινες ανάγκες των πολιτών, όλα είναι επιτρεπτά. Αυτά δε συμβαίνουν πάντα στο όνομα και για το καλό του «σοφού λαού».