Η οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και ο ρόλος του ΕΟΠΥΥ

Γιώργος Βογιατζής 13 Νοε 2013

Δημοσιεύθηκαν τρεις προτάσεις για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Οι δύο πρώτες μετά από πρόσκληση του Υπουργού Υγείας και η τελευταία που εκπονήθηκε από την διοίκηση του ΕΟΠΥΥ.

.

Οι παρατηρήσεις του κειμένου που ακολουθεί, αφορούν τους κύριους άξονες των προτάσεων:

.

• Στο μοντέλο οργάνωσης των υπηρεσιών

.

• Στην χρηματοδότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας

.

• Στην διοίκηση των υπηρεσιών.

.

Το προτεινόμενο μοντέλο

.

Οι τρεις επιτροπές προτείνουν ένα μοντέλο πρωτοβάθμιας φροντίδας που εφαρμόζεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες- και όχι μόνο. Δεν λαμβάνουν υπ όψιν τους όμως, ότι το μοντέλο που προτείνουν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα και οι περισσότερες χώρες προσπαθούν να το αλλάξουν. Έχει αποτύχει τόσο στην ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, όσο και στην ικανοποίηση των πολιτών από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, και το σπουδαιότερο κοστίζει πάρα πολλά χρήματα. Είναι ένα μοντέλο κατάλληλο για την εξυπηρέτηση των αναγκών υγείας μιας άλλης κοινωνίας, (τουλάχιστον 50 χρόνων παλαιότερης), ενώ οι ανάγκες υγείας της σημερινής κοινωνίας και οι προσδοκίες των πολιτών, είναι τελείως διαφορετικές.

.

Το μοντέλο που προτείνουν εξακολουθεί να παραμένει ιατροκεντρικό, και ειδικότερα  περιστρέφεται γύρω από τον γενικό γιατρό και την ατομική άσκηση της ιατρικής, μοντέλο που ήταν μεν ικανοποιητικό στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αλλά σήμερα αδυνατεί να προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και να ικανοποιήσει αποδοτικά τις νέες ανάγκες υγείας των πολιτών. Ο γενικός γιατρός παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του, είναι ανθρωπίνως αδύνατο να επιτελέσει με επιτυχία τον ρόλο που του αναθέτουν οι προτάσεις. Αφ ενός η εκπαίδευσή του και αφ ετέρου οι ταχύτατες εξελίξεις της επιστήμης και της ιατρικής δεν του επιτρέπουν, όπως και σε οιονδήποτε ιατρό, να μπορεί να διαχειρίζεται μόνος του και με επάρκεια τις πολύπλοκες καταστάσεις από τις οποίες θα πάσχουν οι άρρωστοι της λίστας του. Αυτή είναι και η κύρια πηγή των προβλημάτων των σημερινών συστημάτων υγείας που βασίζονται στον οικογενειακό/ γενικό γιατρό και στην ατομική άσκηση της.

.

Παρότι αναγνωρίζεται –όχι τόσο έντονα όσο θα έπρεπε- ότι σήμερα οι ανάγκες υγείας των πολιτών αφορούν κυρίως τα χρόνια νοσήματα και την πρόληψη τους, δεν προτείνονται ικανοποιητικές δομές και αντίστοιχη οργάνωση των υπηρεσιών ώστε να ικανοποιηθούν αποδοτικά αυτές οι ανάγκες. Η πρόταση αγνοεί τις σημαντικές εξελίξεις που τρέχουν στις ΗΠΑ (ACO) και σε ευρωπαϊκές χώρες (πχ Γερμανία, Ολλανδία, Σκανδιναβία), οι οποίες πειραματίζονται επιτυχώς με νέα μοντέλα παροχής υπηρεσιών. Τα νέα μοντέλα παροχής υπηρεσιών οργανώνονται γύρω από την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών προς τους ασθενείς με μια ή περισσότερες σοβαρές χρόνιες παθήσεις. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από ομάδες ιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων, με άλλους επαγγελματίες υγείας, εξειδικευμένους με την χρόνια πάθηση και τις επιπλοκές της. Στεγάζονται στο ίδιο κτίριο, έχουν την ίδια διοίκηση, οι ασθενείς δεν ταλαιπωρούνται με πολλές αναζητήσεις και δέχονται ολοκληρωμένες και συντονισμένες υπηρεσίες. Τα κέντρα αυτά, των χρόνιων παθήσεων, παρακολουθούν αρκετές χιλιάδες ασθενών που πάσχουν από την ίδια βασική χρόνια πάθηση ή δέσμη χρόνιων παθήσεων, έχουν την συνολική ευθύνη της πορείας των ασθενών και διαχειρίζονται όλους τους απαραίτητους πόρους και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Όταν οι ασθενείς εισάγονται σε νοσοκομείο, υπάρχει πλήρης λειτουργική διασύνδεση του κέντρου με την αντίστοιχη νοσοκομειακή κλινική για την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών. Στόχος, ένας φορέας να είναι συνολικά υπεύθυνος για την πορεία του ασθενή και ένα κέντρο να συντονίζει το σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών με κοινό προϋπολογισμό. Το νέο μοντέλο δομείται γύρω από τις ανάγκες των ασθενών και όχι τις ανάγκες ή δυνατότητες του γενικού γιατρού ή της ιατρικής ειδικότητας. Δυστυχώς καμία πρόταση δεν προβλέπει παρόμοιες δομές, οι υπηρεσίες συνεχίζουν να ανήκουν κατακερματισμένες σε διαφορετικές δομές με ξεχωριστούς προϋπολογισμούς και φυσικά δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος για την συνολική πορεία και τον συντονισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών.

.

Η πρόληψη αντιμετωπίζεται ως ήσσονος σημασίας γι’ αυτό προτείνεται ως προαιρετική, δίχως πρόβλεψη στις αντίστοιχες δομές. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η πρόληψη είναι σήμερα ύψιστης σημασίας και full time job για τον οικογενειακό γιατρό, ο οποίος είναι ο καταλληλότερος να υλοποιήσει τις εθνικές στρατηγικές Οι προτάσεις αναθέτουν σε κάθε οικογενειακό/γενικό γιατρό την φροντίδα έως 2000 πολιτών. ( η μία έως και 2200) Ο αριθμός είναι πάρα πολύ μεγάλος και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε υποβάθμιση των υπηρεσιών. Αν κάθε πολίτης/ασθενής επισκέπτεται 4 φορές τον χρόνο τον γιατρό του, σύμφωνα με την πρόταση Σουλιώτη, με διάρκεια επίσκεψης 20 λεπτών, τότε ο γιατρός θα χρειαστεί 333 ημέρες για να ολοκληρώσει το έργο του. Βέβαια οι εργάσιμες ημέρες δεν ξεπερνούν τις 220 τον χρόνο, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπλέον ώρες της εφημερίας, οι ανάγκες συνεχούς εκπαίδευσης και οι λοιπές γραφειοκρατικές υποχρεώσεις του γιατρού. Κατά συνέπεια θα εξετάζει αδιάκοπα 36 ασθενείς την ημέρα με διάρκεια επίσκεψης κάτω των 10΄ και θα υποβαθμιστεί η ποιότητα των υπηρεσιών. Αν στοχεύουμε σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, τότε ο ανώτατος αριθμός στη λίστα θα πρέπει να περιοριστεί στους 1200, αριθμός που προτείνεται για τους παιδιάτρους.

.

.

Η χρηματοδότηση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας

.

Δυστυχώς οι προτάσεις δεν συμπεριλαμβάνουν οικονομικά στοιχεία. Έτσι είναι αδύνατο να υπολογισθεί αν πραγματικά οι δαπάνες μειώνονται, ή αν αυξάνονται. Επίσης δεν αναφέρουν πόσους γιατρούς συνολικά θα χρησιμοποιήσουν, ούτε πόσους άλλους εργαζόμενους, ούτε το ύψος των αμοιβών τους. Βέβαια η πρόταση της ομάδας δράσης αναφέρει ότι ο οικογενειακός γιατρός με 2000 πολίτες στην λίστα του θα αμείβεται με 1100 ευρώ -μετά φόρων- τον μήνα!

.

Στις προτάσεις εμπεριέχονται θετικές πρωτοβουλίες στον τρόπο αποζημίωσης των οικογενειακών γιατρών. Δυστυχώς επιμένουν στην κατά κεφαλή αμοιβή, η οποία όμως δεν είναι συμβατή με υψηλής απόδοσης σύστημα και δεν δημιουργεί κίνητρα για την βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών. Επιπλέον, αυτός ο τρόπος αμοιβής δεν συνδέεται άμεσα με το αποτέλεσμα (την έκβαση, την αξία) των παρεχομένων υπηρεσιών, ενώ η έκβαση είναι στην πρώτη γραμμή επικαιρότητας σχεδόν σε όλες τις χώρες, και είναι αυτό που έχει πραγματική σημασία για τον ασθενή. Ακόμη και αν υπάρχει στην σκέψη των συντακτών των προτάσεων, δεν μπορεί να υλοποιηθεί διότι δεν το επιτρέπει η δομή των υπηρεσιών που προτείνουν. Κάθε γιατρός θα παρακολουθεί περιορισμένο αριθμό ασθενών με την ίδια πάθηση, άρα είναι σχεδόν αδύνατο να αξιολογηθεί για την έκβαση και την αξία των υπηρεσιών που τους παρέχει. Η αδυναμία αυτή διαπιστώνεται και από τους δείκτες ποιότητας που προτείνονται, όπου μετρούνται δείκτες που είναι σχετικά εύκολοι στη μέτρηση και όχι δείκτες (έκβαση/ συμβάματα) που έχουν πραγματική αξία για τον ασθενή.

.

Προτείνεται οι ειδικοί γιατροί να εξακολουθήσουν να αμείβονται κατά πράξη, μέθοδος που έχει σχεδόν ‘καταδικαστεί’ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιτροπή για να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις προτείνει σύνδεση του όγκου των υπηρεσιών με αντίστροφη σχέση, με αποτέλεσμα να τιμωρεί τους καλούς γιατρούς, να επιβραβεύει τους μέτριους και να αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Δεν αναλύονται οι επιπτώσεις αυτής της λύσης και οι στρεβλώσεις που θα επιφέρει στο σύστημα.

.

Για την χρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας σε εθνικό επίπεδο, όλες οι επιτροπές υιοθετούν την πρόταση της ΕΣΔΥ (πολύπλοκη φόρμουλα με πολλούς διαβλητούς παράγοντες). Προτείνουν σφαιρικούς προϋπολογισμούς ανά μονάδα ΠΦΥ, δηλαδή ανελαστικούς προϋπολογισμούς που δεν θα επιτρέπεται η υπέρβασή τους. Η μέθοδος αυτή- που σημειωτέον δεν εφαρμόζεται πουθενά- οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε υποβάθμιση των υπηρεσιών και σε αύξηση των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά. Αν βέβαια συνδυασθεί με σφαιρικούς προϋπολογισμούς στα νοσοκομεία, τότε θα δημιουργηθεί ασφυκτική κατάσταση, επειδή το ένα σύστημα θα προσπαθεί να μετακυλήσει το κόστος στο άλλο -όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο ακόμη και με λιγότερο αυστηρά συστήματα- χωρίς ενδιαφέρον για την βελτίωση των υπηρεσιών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχετικό κίνητρο.

.

Επιπλέον, η πρόταση της ΕΣΔΥ αφορά κρατικά μοντέλα παροχής υπηρεσιών (ταυτίζοντας την ζήτηση με την προσφορά) αλλά δεν αφορά τον ΕΟΠΥΥ ο οποίος χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές. Οι κρατικές υγειονομικές περιφέρειες με τις διευθύνσεις της πρωτοβάθμιας φροντίδας πρέπει να εκπονούν προϋπολογισμούς, αλλά αφορούν μόνο την λειτουργία τους ή τα προβλεπόμενα  έσοδά τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί τους ταυτίζονται με τον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ για την πρωτοβάθμια φροντίδα. Ο ΕΟΠΥΥ διαχειρίζεται τα χρήματα του και αποφασίζει τι, πως, και που θα τα ξοδέψει. Ο στόχος της μεταρρύθμισης πρέπει να είναι να καταστεί ο ΕΟΠΥΥ οικονομικά ανεξάρτητος για να μπορεί να επιτελέσει το έργο του, πράγμα που δεν διαφαίνεται σε καμία πρόταση.

.

Οι επιτροπές προκρίνουν την δημόσια-κρατική οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών. Όλες οι σημερινές δημόσιες δομές θα παραμείνουν δημόσιες/κρατικές – δεν θα αλλάξει το εργασιακό καθεστώς- και όσες άλλες χρειασθούν (επιπλέον προσωπικό, οικογενειακοί γιατροί κλπ) και αυτές θα είναι κρατικές. Οι προτάσεις α) δεν ευνοούν την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία ούτε τις ιδιωτικές επενδύσεις, στοιχείο ιδιαίτερα κρίσιμο, δεδομένου ότι το δημόσιο δεν θα επενδύσει για πολλά χρόνια ακόμη και β) δεν πειραματίζονται με άλλα μοντέλα οργάνωσης των υπηρεσιών (συμπράξεις ιδιωτών γιατρών, εταιρίες γιατρών, δίκτυα άλλες εργασιακές σχέσεις, κλπ). Με τον τρόπο αυτό το σύστημα οδηγείται σε γραφειοκρατικές και σπάταλες δομές. Υποτιμάται η δυναμική του ιδιωτικού τομέα, οι υποδομές του, ο ρόλος του υγιούς ανταγωνισμού, ο μεγάλος αριθμός των ιδιωτών γιατρών (ο οποίος συνιστά ευλογία/ περιουσία για την χώρα και όχι κατάρα). Αυτοί οι παράγοντες αν αξιοποιηθούν κατάλληλα, με αναπτυξιακές πολιτικές, πλαίσιο και κίνητρα μπορούν να βελτιώσουν πάρα πολύ την ποιότητα των υπηρεσιών προς όφελος των πολιτών. Ταυτόχρονα το σύστημα θα μπορεί να αμείβει ικανοποιητικά τους λειτουργούς υγείας, ενώ θα στοιχίζει λιγότερο.

.

Υπάρχει και μία αστοχία στις δύο προτάσεις όσο αφορά την χρηματοδότηση της ΠΦΥ. Προτείνεται ότι θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστο στο 15% των δημοσίων  δαπανών, ήτοι 1,5 δις. (η πρόταση του ΕΟΠΥΥ χωρίς τις δαπάνες των φαρμάκων, μόνο ΕΟΠΥΥ) Αλλά σήμερα οι δημόσιες δαπάνες για την πρωτοβάθμια ανέρχονται τουλάχιστον στα 5,5 δις. (σύνολο δημόσιων δαπανών υγείας περίπου 12 δις, εκ των οποίων νοσοκομειακές ΕΣΥ 5,5 δις (μαζί όμως με Κ Υγείας και ΕΙ) και ιδιωτικά νοσοκομεία περίπου 1 δις). Σημαντικό επίσης μειονέκτημα των προτάσεων είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα εξελιχθούν οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην πρωτοβάθμια, που σήμερα ξεπερνούν κατά πολύ τα 5,5 δις. Αν στους στόχους των συντακτών των προτάσεων ήταν να μειώσουν τις δαπάνες υγείας των νοικοκυριών, τότε θα πρότειναν διαφορετικά μοντέλα πρωτοβάθμιας.

.

Η διοίκηση του συστήματος

.

Η επιτροπή Σουλιώτη και της task force προτείνουν ανεξάρτητη δομή της  πρωτοβάθμιας με δικό της προϋπολογισμό και υπαγωγή της στις υγειονομικές περιφέρειες. Επιμένει στον αναχρονιστικό διαχωρισμό της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας. Η λύση αυτή δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αναβάθμιση των υπηρεσιών. Θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα στεγανά μεταξύ του νοσοκομείου και της πρωτοβάθμιας φροντίδας ενώ οι ανάγκες υγείας απαιτούν την ενοποίηση και την διοικητική σύζευξη των δύο μοντέλων.

.

Προτείνεται σωστά ότι ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει μόνο να αποζημιώνει υπηρεσίες υγείας και δεν θα πρέπει ο ίδιος να παρέχει υπηρεσίες, Αυτό όμως αυτοεξουδετερώνεται με το γεγονός ότι προτείνεται να παραμείνει ο ΕΟΠΠΥ κάτω από τον έλεγχο του Υπουργείου Υγείας! Ακυρώνεται στην πράξη η αρχική πρόταση του διαχωρισμού της ζήτησης από την προσφορά. Προτείνοντας την υπαγωγή και του ΕΟΠΥΥ στο Υπουργείο Υγείας ευνουχίζεται ο ρόλος του ΕΟΠΥΥ ως αγοραστή υπηρεσιών υγείας, επειδή μειώνεται η διαπραγματευτική του δύναμη. Επιπλέον, επειδή ο ΕΟΠΥΥ επιλέγεται να παραμένει ελλειμματικός, -δεν προτείνονται μέτρα- είναι αδύνατο να ακολουθεί ανεξάρτητη πολιτική από το Υπουργείο, αδυνατώντας να εκπληρώνει τον βασικό του ρόλο. Πόσο εύκολο θα είναι για τον ΕΟΠΥΥ να διακόψει τις συμβάσεις με δημόσιες μονάδες ή δημόσιους γιατρούς που υπολειτουργούν; (πολύ δε περισσότερο όταν ο ίδιος παρέχει τις υπηρεσίες, οι γιατροί είναι υπάλληλοί του, σύμφωνα με την πρόταση του ΕΟΠΥΥ).

.

Ενώ προτείνουν ανεξάρτητους προϋπολογισμούς για την πρωτοβάθμια φροντίδα, δεν συνειδητοποιείται ότι τα χρήματα τελικά θα τα διαχειρίζεται το Υπουργείο Υγείας και ότι το Υπουργείο θα αποφασίζει πόσα χρήματα θα διαθέσει, είτε για την πρωτοβάθμια, είτε για τα νοσοκομεία. Δηλαδή το Υπουργείο Υγείας θα εκτελεί τον προϋπολογισμό σύμφωνα με τις επιταγές του Υπουργείου Οικονομικών και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες υγείας των πολιτών, που σημειωτέον πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές υγείας. Αυτό θα γίνει ακόμη χειρότερο, αν καταργηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές (υπάρχει η πρόταση) και οι δαπάνες υγείας περάσουν στον κρατικό προϋπολογισμό.

.

Αντίθετα, η πρόταση του ΕΟΠΥΥ δεν διαχωρίζει την προσφορά από την ζήτηση. Ο ΕΟΠΥΥ θα συνεχίσει να παρέχει και υπηρεσίες υγείας, ενσωματώνοντας όλες τις πρωτοβάθμιες μονάδες (ΕΣΥ, ΙΚΑ και όσες άλλες δημιουργηθούν). Η πρόταση παραβλέπει το γεγονός ότι τα δύο μοντέλα (παροχής και αποζημίωσης) είναι αντίθετα- ασύμβατα μεταξύ τους και δεν μπορούν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια στέγη. Το μοντέλο της αποζημίωσης επιθυμεί την μείωση της δαπάνης, ενώ το μοντέλο της παροχής επιθυμεί την αύξηση της δαπάνης. Στις ΗΠΑ που εφαρμόσθηκε στην δεκαετία του 1970-80, είχε σαν αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν οι ιδιωτικές εταιρίες και γι αυτό τον λόγο εγκαταλείφθηκε.

.

Σήμερα δεν υπάρχει. Στην Ευρώπη, στην Αγγλία που λειτουργεί το πιο κρατικό ΕΣΥ από όλα τα άλλα συστήματα, ήδη από την δεκαετία του 1980 χωρίσθηκε η προσφορά από την ζήτηση, γεγονός που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και συνεχώς ενισχύεται αντί να υποστρέφεται. Επιπλέον, το σύστημα αυτό αποκλείει εξ ορισμού την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών υπηρεσιών υγείας- παρά τα γραφόμενα- και οδηγεί σε στρέβλωση της αγοράς, σε υψηλό κόστος και σε χαμηλού επιπέδου υπηρεσίες. Η εμπειρία με το ΙΚΑ το αποδεικνύει.

.

Για να μπορέσει ο ΕΟΠΥΥ να ανταπεξέλθει επάξια στον ρόλο του- που είναι η ικανοποίηση των αναγκών υγείας των ασφαλισμένων του- πρέπει να γίνει ανεξάρτητος οργανισμός (ανεξάρτητος οικονομικά και διοικητικά) εποπτευόμενος από την Βουλή, να διοικείται μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους  που συνεισφέρουν χρήματα (εργοδότες- εργαζόμενοι, non-executive members στο ΔΣ), με μοντέρνο και αξιοκρατικό σύστημα διοίκησης. Η διοίκηση δεν μπορεί να  ασκείται από κομματικούς φίλους του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος ή του Υπουργού Υγείας. Περαιτέρω, οι επιτροπές δεν προτείνουν την ανεξάρτητη διοίκηση του ΕΣΥ και την απαλλαγή του από τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο του Υπουργείου Υγείας, που είναι η βασική πηγή της κακοδαιμονίας και της σπατάλης στον τομέα των υπηρεσιών υγείας. Σημειωτέον ότι ακόμη και σήμερα οι εισφορές των ασφαλισμένων στον ΕΟΠΥΥ – δίχως την κρατική επιχορήγηση- είναι αρκετές για να καλύψουν τις ανάγκες υγείας των ασφαλισμένων και των ανέργων του. Αυτό επιτυγχάνεται αν τις δαπάνες υγείας των ηλικιωμένων ασθενών, μεγαλύτερων των 67 χρονών, τις αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός μέσω ενός ειδικού ταμείου. Το ταμείο θα είναι βέβαια εκτός ελέγχου του Υπ. Υγείας. Εάν προτιμηθεί αυτή η λύση, που δεν επιβαρύνει επιπλέον τον κρατικό προϋπολογισμό, και δεν απαιτούνται πρόσθετοι φόροι, τότε ο ΕΟΠΥΥ καθίσταται πραγματικά ανεξάρτητος και θα μπορεί να επιλέγει και να συμβάλλεται μόνο με τους καλύτερους παραγωγούς υπηρεσιών υγείας, ανεξάρτητα αν είναι στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα.

.

Η επιτροπή Σουλιώτη προτείνει ο ΕΟΠΥΥ να αναλάβει την κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού. Αυτό όμως σημαίνει την δημιουργία ενός τεράστιου κρατικού μονοπωλίου με ασφυκτικό πολιτικό/κρατικό έλεγχο, το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να διοικηθεί αποτελεσματικά, πολύ δε περισσότερο με το παρόν μοντέλο διοίκησης. Η δημιουργία μονοπωλίων από μόνη της δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από ότι καλείται να λύσει. Η φυσιολογική τους εξέλιξη είναι να επικεντρώνονται στην εξυπηρέτηση της γραφειοκρατίας τους και όχι των πολιτών. Η εμπειρία με το ΙΚΑ είναι πολύ πρόσφατη για να αγνοείται για να προτείνεται ένα ακόμη μεγαλύτερο ΙΚΑ με τις ίδιες δομές και νοοτροπία.

.

Συμπέρασμα

.

Η βασική διαπίστωση είναι ότι όλες οι προτάσεις στοχεύουν στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, περιορίζοντας την προσφορά των υπηρεσιών, και όχι στο πως θα μεγιστοποιήσουμε την αξία (την έκβαση) των παρεχομένων υπηρεσιών. Το σύστημα που προτείνουν οργανώνεται γύρω από το τι κάνουν οι γιατροί και όχι στο τι οι πολίτες χρειάζονται.

.

Ο μονόπλευρος στρατηγικός προσανατολισμός στον περιορισμό μόνο των δημόσιων δαπανών, έχει σαν αποτέλεσμα οι προτάσεις να μην λαμβάνουν σοβαρά υπ όψιν τις ανάγκες υγείας των πολιτών, να διαψεύδουν τις ελπίδες των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας, και να αγνοούν τις προσδοκίες των κοινωνικών εταίρων. Επιπλέον, ο στρατηγικός προσανατολισμός αδιαφορεί για τις υψηλές ιδιωτικές δαπάνες που πιθανότατα θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο, και δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπείς αμοιβές στους λειτουργούς υγείας. Δίχως ικανοποιημένους λειτουργούς υγείας κανένα σύστημα δεν πρόκειται να προσφέρει υψηλής αξίας υπηρεσίες.  Οι προτάσεις ίσως να βελτιώσουν οριακά το σύστημα, σίγουρα δεν πρόκειται να το αλλάξουν. Το ζητούμενο σήμερα είναι η αλλαγή του συστήματος, του μοντέλου παροχής και αποζημίωσης των υπηρεσιών υγείας. Δίχως αυτή την αλλαγή ούτε οι υπηρεσίες θα βελτιωθούν σημαντικά, ούτε οι δαπάνες θα μειωθούν δραστικά.