Ιράν: διαπραγμάτευση ή περιφερειακός πυρηνικός όλεθρος;

Θεόδωρος Κουλουμπής 12 Αυγ 2012

Την 6η και την 8η Αυγούστου του 1945 οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν, για πρώτη και τελευταία φορά σε καιρό πολέμου, δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς η πρώτη έκρηξη κόστισε στην Ιαπωνία 135 χιλιάδες αμάχους νεκρούς και η δεύτερη άλλες 64 χιλιάδες. Το σκεπτικό του προέδρου Τρούμαν, ο οποίος διέταξε τη υγκεκριμένη ενέργεια, ήταν ότι το μέγεθος της καταστροφής που οι βόμβες θα προξενούσαν θα υποχρέωνε τους Ιάπωνες σε άμεση συνθηκολόγηση (όπως και έγινε), αποφεύγοντας έτσι ακόμη μεγαλύτερες απώλειες ενός παρατεταμένου πολέμου βομβαρδισμών και αποβάσεων με συμβατικά όπλα. Μια δεύτερη, αποφασιστική, παράμετρος συνδεόταν με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ήταν η μοναδική πυρηνική δύναμη και οι Ιάπωνες δεν είχαν την ικανότητα να προβούν σε πυρηνικά αντίποινα. Για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1949, οι Αμερικανοί διατήρησαν το μονοπώλιο της πυρηνικής ικανότητας, και παρά τον ψυχρό πόλεμο -που κλιμακωνόταν μετά το 1946- διατήρησαν την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων μόνο ως μέσον ύστατης αποτροπής εναντίον του σοβιετικού μπλοκ.

Οι ΗΠΑ έχασαν το πυρηνικό τους μονοπώλιο όταν η Σοβιετική Ενωση απέκτησε ανάλογη ικανότητα το 1949. Ακολούθησε σταδιακά η λεγόμενη πυρηνική διασπορά με την εξής σειρά: Βρετανία (1952), Γαλλία (1960), Κίνα (1964), Ισραήλ (1967 – έκτοτε αρνείται να το επιβεβαιώσει), Ινδία (1974), Πακιστάν (1998) και Βόρεια Κορέα (2005 – 09). Αλλα κράτη, όπως η Νότια Αφρική και Βραζιλία, παρά την τεχνολογική τους επάρκεια, επέλεξαν να μην εξελιχθούν σε πυρηνικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με την πλειονότητα των στρατηγικών αναλυτών ο ψυχρός πόλεμος απέφυγε τη θερμή αναμέτρηση λόγω της ισορροπίας του πυρηνικού τρόμου. Η σχέση αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Σοβιετικής Ενωσης βαπτίστηκε MAD (Mutually Assured Destruction – Αμοιβαία και Εξασφαλισμένη Καταστροφή) και οι αναλυτές -με ελάχιστες εξαιρέσεις- αποδέχθηκαν τη λεγόμενη λογική του θανάτου: με άλλα λόγια, ασχέτως του ποιος θα αποτολμούσε το πρώτο πυρηνικό πλήγμα ο αντίπαλός του θα διατηρούσε άθικτη μια τεράστια ποσότητα πυρηνικής ανταπόδοσης που θα κατέστρεφε και τον παραβάτη. Το αποτέλεσμα αυτού του καταστροφικού συσχετισμού ήταν η αποφυγή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου και η εδραίωση της ένοπλης ειρήνης ανάμεσα στις υπερδυνάμεις.

Η λογική της ισορροπίας του τρόμου διατηρήθηκε μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου (1989) και διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Οι μεγάλες δυνάμεις μείωσαν αισθητά τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, αλλά τα δόγματα αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής παραμένουν στην εφεδρεία. Δυστυχώς, όμως, μια μακρά περίοδος παγκόσμιας ειρήνης δεν διαδέχθηκε τον ψυχρό πόλεμο. Νέες αντιπαραθέσεις καλλιεργήθηκαν, όπως η λεγόμενη σύγκρουση πολιτισμών/θρησκειών, και οι ΗΠΑ μετά το τρομοκρατικό πλήγμα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης (9η Σεπτεμβρίου 2001) υιοθέτησαν το νέο δόγμα πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, το οποίο εφαρμόστηκε οδυνηρά στους δεκαετείς πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Εξήντα επτά ολόκληρα χρόνια μετά τη Χιροσίμα, αιωρείται και πάλι η απειλή μιας θερμής πυρηνικής σύγκρουσης με αφορμή το αμφιλεγόμενο και άκρως αποσταθεροποιητικό πρόγραμμα απόκτησης πυρηνικών όπλων από την ισλαμική κυβέρνηση του Ιράν.

Τρία σενάρια κυκλοφορούν σχετικά με τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της ιρανικής πρόκλησης: Το πρώτο, προληπτικό, θεωρεί ότι η κυβέρνηση στην Τεχεράνη βρίσκεται στα πρόθυρα της απόκτησης πυρηνικής ικανότητας και ότι διαθέτει πυραύλους που μπορούν να πλήξουν πληθυσμιακούς στόχους στο Ισραήλ και δυτικότερα. Οι υποστηρικτές του προληπτικού σεναρίου -κυρίως στο Τελ Αβίβ- θεωρούν ότι οι θεοκράτες της Τεχεράνης θα δρασκελίσουν σύντομα το πυρηνικό κατώφλι με εφιαλτικές για όλους συνέπειες. Αρα εισηγούνται την άμεση (πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου) διενέργεια στρατιωτικής επιχείρησης από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ για την καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Προβλέπουν ότι το ιερατείο της Τεχεράνης θα αποδεχθεί το μοιραίο μιας στρατιωτικής επιδρομής, όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε αποδεχθεί την καταστροφή από τους Ισραηλινούς των δικών του πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Οσιράκ (1981).

Το δεύτερο σενάριο υιοθετείται κυρίως από τους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ. Οι υποστηρικτές του προτείνουν διπλωματική λύση με τη μέθοδο αυστηρών οικονομικών κυρώσεων για να πειστούν οι αρχές στην Τεχεράνη να εγκαταλείψουν τη ριψοκίνδυνη τακτική της πυρηνικής επιλογής. Χαρακτηρίζουν ταυτοχρόνως ως επικίνδυνα χαλαρή τη στάση Ρωσίας και Κίνας απέναντι στην Τεχεράνη. Και ενώ δεν αποκλείουν μια στρατιωτική επιχείρηση από το καλάθι των μελλοντικών τους ενεργειών, επισημαίνουν τους κινδύνους που θα προκληθούν από τις ιρανικές αντιδράσεις σε περίπτωση μονομερούς δυτικής πρωτοβουλίας. Φοβούνται ότι τα περσικά αντίποινα συνεπάγονται τη χρήση χημικών όπλων μαζικής καταστροφής, το κλείσιμο των στενών του Χορμούζ με δραστικές επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου και την κατακραυγή του ισλαμικού κόσμου εναντίον των «σταυροφόρων της Δύσης».

Το τρίτο σενάριο ανήκει στον Κenneth Waltz, τον κορυφαίο εν ζωή στοχαστή των διεθνών σχέσεων. Σε πρόσφατο άρθρο του στο αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, υποστηρίζει ότι η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν θα σταθεροποιήσει την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Πιστεύει ότι η ισορροπία του πυρηνικού τρόμου και η ανάγκη αμοιβαίας επιβίωσης των αντιμαχομένων θα περιορίσει ακόμη και τις συμβατικές συγκρούσεις, όπως συνέβη στην περίπτωση των υπερδυνάμεων του ψυχρού πολέμου και στην εχθρική σχέση της Ινδίας με το Πακιστάν. Το άρθρο του Waltz έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο πεδίο της στρατηγικής ανάλυσης. Αξίζει να επανέλθουμε στην πρότασή του σε μελλοντική στήλη.

* Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.