Μικρή συμβολή στην υπεράσπιση του Ευρωπαϊσμού

18 Ιαν 2016

Οι ρίζες της Ευρωπαϊκής σκέψης βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα.

Από αυτό το μέρος του πλανήτη ξεπήδησε, για λόγους που η αναφορά και η επεξεργασία τους εδώ υπερβαίνουν κατά πολύ τον στόχο αυτού του κειμένου, ένας τρόπος σκέψης που για όλον τον Ευρωπαϊκό χωροχρόνο απέβη δεσμευτικός.

Έθνη, κράτη, λαοί, φιλόσοφοι επιστήμονες, τεχνίτες και καλλιτέχνες οφείλουν το νέο πνεύμα στην αρχαία Ελληνική σκέψη.

Κι αυτό γιατί εκείνο που συνέβη στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι ούτε η πρόσθεση νέων περιοχών γνώσης, ούτε και νέων μεθόδων επεξεργασίας της, αλλά η ανάδυση για πρώτη φορά εκείνης της πλευράς του ανθρώπινου υποκειμένου που σήμερα ονομάζουμε ερευνητικό πνεύμα.

Ήταν μία ολότελα νέα αντίληψη που αποκτούσε ο Άνθρωπος για τον εαυτό του, ενώ από τότε, κάθε φορά που ασκεί φιλοσοφία και επιστήμη το κάνει υπό την προϋπόθεση αυτής της νέας αντίληψης.

Που δεν είναι άλλη από την αποδέσμευση του πνεύματος από τα δεσμά της οποιασδήποτε ιστορικής συνθήκης, ώστε να μπορεί απελευθερωμένα όχι μόνο να σκοπεύει στο απόλυτο και στο σταθερό, στο Πλατωνικό αεί και ανώλεθρον, στην αλήθεια, αλλά και να μαθαίνει τον τρόπο που κάθε φορά μπορεί να το κατορθώνει και να το συλλαμβάνει.

Είναι με άλλα λόγια η είσοδος του Ανθρώπου στο βασίλειο της αμφισβήτησης του εξ αποκαλύψεως άχρονου και αμετάβλητου ανθρωποειδώλου, η συνείδηση ότι τίποτα απολύτως δεν υπάρχει για να αποκαλυφθεί στον Άνθρωπο, παρά μόνο όσα ο ίδιος θα ανακαλύπτει συνεχώς, πληρώνοντας το τίμημα με πόνο, με κίνδυνο και μόχθο.

Παρατήρηση-Πείραμα-Ανακάλυψη-Αναστοχασμός-Αναθεώρηση:

Δοκιμή-Λάθος-Διόρθωση.

Με αυτά τα σκαλιά η Ευρωπαϊκή σκέψη, κατάφερε να ανεβάσει την Ανθρωπότητα στους απλόχωρους ορίζοντες της γενναίας αβεβαιότητας

Αυτή είναι η αρχαιοελληνική ανακάλυψη της ρέουσας ουσίας του πνεύματος.

Αυτή τη ροή προς ακόμα μεγαλύτερη σοφία υπηρετεί με πάθος ο Σωκράτης όταν για να γίνει Διόρθωση του Λάθους διδάσκει ότι μπορεί να πιεί το κώνειο.

Πρόκειται για τη μεγαλειώδη ανακάλυψη ότι ενώ η Ανθρωπότητα γνωρίζει ποιες είναι οι κακοτοπιές που πρέπει να αποφύγει δεν μπορεί να το κάνει η ίδια, αλλά μόνο ο ξεχωριστός, ο βροτός  άνθρωπος για λογαριασμό της.

Ιδού οι ρίζες της Καντιανής τοποθέτησης του ενεργού, έλλογου ανθρώπινου υποκειμένου στο κέντρο του κόσμου της Γνώσης και της Ηθικής.

Ιδού ο γεωμετρικός τόπος της ανθρώπινης συμπεριφοράς ως σύνολο σημείων όπου η κοινωνική (και όχι η φυσική) συμβίωση είναι απροϋπόθετος όρος.

Ιδού οι απαρχές του Διαφωτισμού!

Από τον Ομηρικό ηερόεντα Τάρταρον και το Ησιόδιο χάλκεον έρκος που αμφί κέχυται, μέχρι το Αριστοτελικό ώσπερ σώμα στερηθέν ψυχής πίπτει, ούτω καί πόλις, μή όντων νόμων, καταλύεται, η ευρωπαϊκή σκέψη που ρίζαι της πεφύασιν ύπερθεν Αίδεω και ατρυγέτοιο θαλάσσης βλασταίνει μέχρι τον Κάντ, τον τελευταίο των Διαφωτιστών και από κει μέχρι τον Αϊνσταϊνικό «θεό που παίζει ζάρια» και μέχρι την αναζήτηση του σωματίδιου του «θεού», εκεί στο άπλετο επιστημονικό φώς του επιταχυντή αδρονίων του Conseil Europeenne pour la Recherche Nucleaire του γνωστού CERN.

 

O Ευρωπαϊσμός λοιπόν δεν είναι κάποια ιδεολογία.

Δεν είναι κάποια πολιτική «αρχών».

Οι πνευματικές  ανακαλύψεις της Ευρώπης μένουν ως κοινό κτήμα μας, μόνο όταν και όσο απασχολούν το πνεύμα μας έντονα και ακατάπαυστα.

Ο Φασισμός και ο Σταλινισμός προέκυψαν ως αποτελέσματα της «χαλαρής» σχέσης μας με τις χρήζουσες έντονης και ακατάπαυστης φροντίδας πνευματικές  ανακαλύψεις  της κλασσικής παράδοσης, Δημοκρατία, Ελευθερία και Δημόσιο Συμφέρον. Τα ολέθρια δώρα που εκόμισαν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα ευτυχώς μας απασχολούν έντονα και ακατάπαυστα,  έγιναν κοινό κτήμα μας, δρώσα Ιστορία που μας βοηθά να κατανοούμε και να αντιμετωπίζουμε τις μεταλλάξεις μέσα από τις οποίες επιχειρούν να αναβιώσουν.

Ο Ευρωπαϊσμός είναι λοιπόν μία διαρκής έγχρονη υπεράσπιση της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και του Δημοσίου Συμφέροντος, μέσα από την θαρραλέα αμφισβήτηση του εαυτού μας.

 

Σε αντίθεση με τον Ευρωπαϊσμό, ο Αντι-Ευρωπαϊσμός είναι ιδεολογία.

Η ιδεολογία αυτή στην κοινωνία μας εκτείνεται σε ιστορικό βάθος.

Η εθνική μας φαντασιακή θέσμιση παραπαίει διαχρονικά μεταξύ του «σκέπτεσθαι» και «πράττειν» σύμφωνα με μία ανατολική δεσποτική παράδοση και του «ανήκειν» στον δυτικό φιλελεύθερο κόσμο. Ο Κωστής Μοσκώφ, μαρξιστής ιστορικός, γράφει σχετικά με την αντιδυτική αντίληψη που επικράτησε, ήδη από την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους: «…οι λαϊκές μάζες θα αμύνονται σε τούτη τη δυτικοποίηση, που επιτάσσει η οικονομική λειτουργία του συστήματος και που τους αφαιρεί την ανεξαρτησία της υπόστασής τους, ενώ η συντήρηση, το ελλαδικό κατεστημένο, θα αφεθεί να δεθεί σε ένα ιδεολογικό σύστημα φιλελεύθερο, που είναι ουσιαστικά όργανο στην κυριάρχηση από το σύστημα της εξελιγμένης Ευρώπης»[1]

 

 

Οπαδός ο ίδιος του συντηρητικού κοινοτισμού των Κοτζαμπάσηδων, των Προεστών και των Οπλαρχηγών, ονόμασε «συντήρηση» τη δυτικοποίηση, γιατί δεν μπόρεσε να δει ότι αυτή δεν ήταν παρά ο αστικός εκσυγχρονισμός, μοναδική ελπίδα και τρόπος επιβίωσης του νεοσύστατου κράτους. Δεν είναι λίγοι οι Μαρξιστές ιστορικοί που το έργο τους βλέπει αμήχανα ή και αδιάφορα αυτή την αντιφατική/ακινητοποιητική ισορροπία του προεπαναστατικού κοινοτισμού (που βρισκόταν σαφώς εγγύτερα στο Οθωμανικό διοικητικό μοντέλο), με τον αστικό εκσυγχρονισμό ως μοναδική μετεπαναστατική βιώσιμη λύση.

Ο συνεπής αντικαπιταλισμός έχει επιπτώσεις και στην Ιστορική επιστήμη και είναι αυτός που «απαγόρευσε στην Ελληνική μαρξιστική διανόηση να ασχοληθεί με το πρόβλημα της γενέθλιας αντιφατικής συνθήκης του Νεοελληνικού κράτους που προέκυψε (όπως παρατηρεί ο Στέλιος Ράμφος)  επειδή «οι πιεστικοί αναγκασμοί του κοινωνικού και πνευματικού εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας η οποία εγκατέλειψε τη μοίρα της Ανατολής για να στραφεί στη Δύσι, αλλά άφησε πίσω την ψυχή της, διαμόρφωσαν τις συνθήκες ενός διχασμού, όπου το αίσθημα υπονομεύει την λογική και η λογική εκδικείται το αίσθημα, με αποτέλεσμα ένα ρητορικό και εύθραυστο συμβιβασμό των δύο. Το πράγμα θα διέφερε, αν το εκσυγχρονιστικό αίτημα συνοδευόταν από δημιουργική πρόσληψι του παρελθόντος, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οπότε η νεοελληνική κοινωνία κατήντησε να παραπαίει μεταξύ νοσταλγίας και μιμήσεως παράγοντας και αναπαράγοντας ένα τεράστιο κενό ιστορικού παρόντος, που ενεργεί στους κόλπους της διαλυτικά έως αποσυνθετικά».[2]

Είναι εξαιρετικά διαφωτιστική στα χρόνια της κρίσης η ευκολία με την οποία το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες ιστορικού κενού και ακραίου βολονταρισμού υιοθέτησαν τον παραδοσιακό αντιδυτικισμό που πια εκφράζεται ως Αντι-Ευρωπαϊκή ιδεολογία.

Στα προτάγματα του ελληνικού Αντι-Ευρωπαϊσμού εύκολα εντοπίζουμε το πλαίσιο κυβερνητικής συνύπαρξης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και (πολύ σημαντικότερο) την υπόρρητη μετωπική συμβίωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-ΚΚΕ-ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.

Οι «ασυμφιλίωτες» ιστορικές και ιδεολογικές αντιθέσεις αυτών των χώρων, δεν τους εμπόδισαν να συμπορεύονται στα κατσάβραχα μιας «εθνικόφρονος ανεξαρτησίας» μέσα σε έναν πλανήτη ραγδαίας ανατροπής των παραδοσιακών εθνικών συνόρων και σε έναν δυτικό κόσμο κατάρρευσης των εθνικών φαντασιακών κατασκευών.

Τα μετωπικά χαρακτηριστικά της υπόρρητης αυτής Αντι-Ευρωπαϊκής συμβίωσης γίνονται αντιληπτά από μεγάλα τμήματα μιας κοινωνίας εκπαιδευμένης στον εθνικό εξαιρετισμό ως ριζοσπαστική απάντηση στον δήθεν Ευρωπαϊκό αυταρχισμό σε σημείο που να μην αισθάνονται την ανάγκη να ερμηνεύσουν γιατί χαιρέτισαν την πρόσφατη εκλογική πρωτιά του Κου Τσίπρα τόσο η Μαρίν Λεπέν όσο και οι Podemos. Να μην μπορούν να κατανοήσουν δηλαδή τον εθνικολαϊκισμό ως το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το υβρίδιο του σύγχρονου ακροαριστερού/ακροδεξιού Αντι-Ευρωπαϊσμού.

Όπως επισημαίνει ο P. A. Taguieff {Λέγοντας «λαϊκισμό» εννοώ, χωρίς να προσεγγίζω τη δεξιά και αριστερή εκδοχή του, μία εξιδανίκευση ή μία μεταμόρφωση του «λαού» -θεωρούμενου μάλλον στο κατώτατο μέρος του (λατινικά plebs) παρά στην ολότητά του (populus)- ως μόνου φορέα των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και των γηγενών αρετών. Συνεπάγεται ότι οι αντιπρόσωποι του λαού (πληβείοι, προλετάριοι, λαϊκές τάξεις, εργάτες και εργατοϋπάλληλοι, κλπ.), όντας αυτός εκ φύσεως καλός, κρίνονται εξ ορισμού καλύτεροι από οποιοδήποτε μέλος μιας μη λαϊκής κατηγορίας και αυτό, αρκετά συχνά με την φωνή εκείνων οι οποίοι δεν ανήκουν σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες}. [3]

Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη απόδειξη της παραπάνω θέσης από την περίπτωση Σκουρλέτη.

Είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά αστείο:

Ένας τύπος που διαμένει στην Εκάλη, γόνος πάμπλουτης οικογένειας να περιδιαβαίνει τα τηλεοπτικά κανάλια και δίκην εισαγγελέως/χορηγού πιστοποιητικών προλεταριακής ταξικής συνείδησης να ειδοποιεί τους εργαζόμενους της Eldorado gold ότι μαζί με τη δουλειά τους  (που έχασαν ως αποτέλεσμα της δικής του πολιτικής) έχασαν και αυτήν.

Πάλι καλά που δεν συμπλήρωσε ότι  θα πρέπει να την ξαναβρούν το ταχύτερο γιατί.. «δεν θα τα πάμε καλά».

 

Από τα παραπάνω είναι φανερό γιατί η αντιμετώπιση του Αντι-Ευρωπαϊκού μετώπου στη χώρα μας μπορεί και πρέπει να γίνει με έναν αντίστοιχο μετωπικό τρόπο. Οι Ευρωπαϊστές και πιο συγκεκριμένα ή Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ/ΔΗΠΑΡ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και όλες οι μικρότερες ευρωπαϊστικές πρωτοβουλίες, ανεξάρτητα από τις αβελτηρίες τους και τις μεταξύ τους διαφορές μπορούν(;) και πρέπει να παραταχθούν μετωπικά, απέναντι στο επικίνδυνο Αντι-Ευρωπαϊκό μέτωπο.

Είναι condition sine qua non για την υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας μας. Το Grexit μπορεί να υπάρξει και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε το δικό μας ρόλο, τη δική μας δύναμη, τη δική μας Ευρωπαϊκή προοπτική. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ συνιστά την πιο επικίνδυνη πλευρά του Ελληνικού Αντι-Ευρωπαϊκού μετώπου, ιδιαίτερα αν εξαντλήσει την κυβερνητική του θητεία

Κάθε ρητορική αμφισημία, κάθε επαμφοτερίζουσα πολιτική πρακτική, κάθε πρόταση ή και πράξη ίσης απόστασης μεταξύ Ευρωπαϊκών και ΑντιΕυρωπαϊκών δυνάμεων ενισχύει τις δεύτερες.

 

Υ.Γ. Όσο και αν φαίνεται αδύνατο, το άρθρο αυτό δεν επέχει θέση ανοικτής επιστολής στην κυρία Γεννηματά. Δεν πιστεύω ότι θα παίξει τη ζαριά της ίσης απόστασης που οδηγεί τη χώρα μας στην άβυσσο, αν και υπάρχει πάντα η Αυριανή, η εφημερίδα που γκρέμισε τον Καραμανλισμό.

Με άλλες μορφές.


 

[1] «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα» Σύγχρονη Εποχή 1978, σελ.28

[2] «ΤΟ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΤΙΠΟΤΑ. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού» Αρμός 2010, σελ 25. (η ορθογραφία όπως στο πρωτότυπο κείμενο)

[3] «Ο νέος εθνικολαϊκισμός». Pierre-Andre Taguieff επίκεντρο 2013 σελ. 117