Χωρίς πολιτική συνοχή

Χρίστος Αλεξόπουλος 29 Μαρ 2015

Η χώρα βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σημείο μιας πολυδιάστατης κρίσης, η οποία έχει και δεθνείς διαστάσεις. Η κοινωνία έχει φτάσει στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης, το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης αποδεικνύεται μη λειτουργικό, η κοινωνική συνοχή είναι προβληματική, το σύστημα κοινωνικών αξιών καταρρέει, ενώ αρχίζει να συνειδητοποιείται, ότι πρέπει να υπάρξουν προτάσεις αντιμετώπισης όλων αυτών των υπαρξιακών πλέον για τον τόπο προβλημάτων. Δεν συγκεκριμενοποιείται όμως στη συνείδηση των πολιτών, τι σημαίνουν οι όποιες αλλαγές για την καθημερινότητα τους. Με άλλα λόγια δεν αντιλαμβάνονται, ότι θα ξεβολευτούν, διότι θα αλλάξουν «οι κανόνες του παιχνιδιού». Με τη φοροδιαφυγή και το πελατειακό κράτος να ευδοκιμούν, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος και βιώσιμη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ακόμη και αν οι λαοί της Ευρώπης αποδεχθούν το κούρεμα του χρέους, η Ελλάδα θα παράγει καινούργιο, αν δεν γίνουν ριζικές αλλαγές.

Ιδιαιτέρως το πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτής της προβληματικής κατάστασης και είναι στο πολλαπλάσιο διαβρωμένο από τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, θα έπρεπε να έχει ήδη αρχίσει να κάνει την αυτοκριτική του και εμπράκτως να αποδεικνύει κάθε μέρα, ότι είναι σε θέση να εκφράσει σε πολιτικό επίπεδο την προοπτική της χώρας. Αυτό σημαίνει, ότι θα έπρεπε μετά από πέντε χρόνια κρίσης να έχει επεξεργασθεί στρατηγικές και πολιτικές προτάσεις εξόδου της χώρας από αυτήν και ταυτοχρόνως θα αναζητούσε κοινά σημεία και συγκλίσεις μετά από συστηματικό διάλογο, ώστε να οικοδομηθεί ένα πολιτικό σύστημα με συνοχή. Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την έκφραση σε κυβερνητικό επίπεδο ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας, ακόμη και αν ορισμένες κοινωνικές ομάδες διαφοροποιήθηκαν εκλογικά. Κάτω από την προϋπόθεση ότι τα κόμματα δεν λειτουργούν ιδεοληπτικά και φιλοδοξούν να εκφράσουν το κοινωνικό συμφέρον, ο διάλογος και η συναίνεση είναι εφικτά.

Η εικόνα όμως της πραγματικότητας αντικειμενικά δεν οδηγεί σε συγκλίσεις, οι οποίες είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού διαλόγου, διότι δεν πληρούνται βασικές προϋποθέσεις. Κατ’αρχήν η αντιπολίτευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα έχει χάσει την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας. Δεν πείθουν τα κόμματα, που διαχειρίσθηκαν την κυβερνητική εξουσία τα τελευταία τριάντα χρόνια, ότι μπορούν να διασφαλίσουν την προοπτική του τόπου. Εξάλλου σε μεγάλο βαθμό θεωρούνται και αυτά, ότι είναι διαβρωμένα από την διαφθορά.

Ταυτοχρόνως το σύνολο του πολιτικού συστήματος, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, δεν φαίνεται να βασίζει την λειτουργία του σε τεκμηριωμένες πολιτικές προτάσεις για την πορεία της χώρας προς το μέλλον. Εκείνο που ευδοκιμεί είναι οι ιδεοληψίες και η αρνητική λαϊκιστική τοποθέτηση σε σχέση με τις ικανότητες των αντιπάλων να διαχειρισθούν κυβερνητική εξουσία. Οπότε είναι φυσικό επακόλουθο η έλλειψη δημοκρατικού διαλόγου πάνω σε ουσιαστικές προτάσεις τόσο σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης, όσο και σε σχέση με τον σχεδιασμό για τον αναγκαίο εσωτερικό κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό, ώστε η χώρα να έχει μια βιώσιμη πορεία προς το μέλλον.

Η δημοκρατία δυστυχώς δεν λειτουργεί ουσιαστικά. Έχει μετατραπεί σε τυπική διαδικασία νομιμοποίησης αποφάσεων ή ανάδειξης διαχειριστών εξουσίας (κυβερνητικής, κομματικής, παραταξιακής), χωρίς να γίνεται διάλογος για τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας σε βάθος χρόνου. Γι’αυτό και οι πολίτες δεν συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα ουσιαστικής συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι. Αρκεί η υπερψήφιση ενός κόμματος και ενός ή περισσότερων υποψήφιων βουλευτών, κάθε φορά που γίνονται εκλογές. Ιδιαιτέρως τα πρόσωπα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα κόμματα, διότι διασφαλίζουν και το «μέσον». Γι’αυτό και η επίκληση της δημοκρατίας και του οφειλόμενου σεβασμού από τους εταίρους στο εκλογικό αποτέλεσμα από τον πρωθυπουργό δεν συγκινεί και πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τα πλήθη, που συνωθούνται έξω από τη Βουλή, για να εκφράσουν τη «λαϊκή βούληση», επειδή αυτό επιτάσσει η κομματική σκοπιμότητα.

Αυτή η εικόνα συμπληρώνεται με την «συγκρουσιακή» τακτική της κυβέρνησης σε σχέση με την προώθηση των μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο της συμφωνίaς 4μηνης παράτασης. Σε συνδυασμό δε με την ανυπαρξία ενός πόλου ορθολογισμού και ψυχραιμίας αλλά και σχεδίου για την πορεία της χώρας διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την δημιουργία πολιτικών επικοινωνιακών συνθηκών, στις οποίες κυρίαρχα δομικά στοιχεία είναι το θυμικό και ο λαϊκισμός. Παράλληλα ευδοκιμεί η εσωστρέφεια. Όλοι οι άλλοι (εταίροι, αντίπαλοι πολιτικοί σχηματισμοί) φταίνε. Στόχος τους είναι να μας «ξεζουμίσουν» και το κακό είναι, ότι «εμείς τους έχουμε ανάγκη και όχι αυτοί εμάς». Πρόκειται για «μεγάλη παρεξήγηση». Οπότε δεν μένει τίποτε άλλο, παρά μόνο η ευθυγράμμιση της πολιτικής επικοινωνίας με την λογική της κοινωνίας του θεάματος. Σε αυτή την περίπτωση οι πολίτες-καταναλωτές του ικανοποιούνται ιδιαιτέρως με την μιμική κυβερνητικών αξιωματούχων, οι οποίοι με «ανατρεπτικό» life style, αν και χλιδάτο, παραπέμπουν σε δυνατότητες έκφρασης, οι οποίες έχουν συμβολικό χαρακτήρα με δακτυλικό αποτύπωμα. Ίσως η επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Γερμανία, 23-24 Μαρτίου 2015 και η ισορροπημένη γενικά παρουσία του αποτελούν την αφετηρία για αλλαγή στάσης.

Με αυτά τα δεδομένα τίθεται το ερώτημα, εάν η πολιτική στον τόπο μας έχει συνεκτικά χαρακτηριστικά τόσο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος όσο και στο εσωτερικό των κομμάτων. Εάν με άλλα λόγια η πολιτική λειτουργία βασίζεται σε κοινές στοχεύσεις και στην συνθετική σκέψη και στάση αυτών, οι οποίοι την υπηρετούν, ώστε με αυτό τον τρόπο να διασφαλίζεται η συνέχεια σε επίπεδο διακυβέρνησης ή κομματικής δράσης και η προοπτική του τόπου.

Για να συμβεί κάτι τέτοιο, ανεξαρτήτως επιπέδου, θα πρέπει να υπάρχουν πολιτικές προτάσεις, οι οποίες θα στηρίζονται σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πλήρως τεκμηριωμένο, ο οποίος θα γίνεται αντικείμενο διαλόγου και κριτικής, με στόχο πάντα την αναζήτηση κοινών σημείων. Με αυτό τον τρόπο θα διευρύνεται η κοινωνική βάση αυτών, που συμφωνούν και θα καλλιεργείται η συνοχή. Το ίδιο ισχύει και για το πολιτικό σύστημα στην κοινοβουλευτική του λειτουργία. Θα είναι συνεκτική, με την έννοια ότι ο διάλογος δεν θα έχει μόνο στοιχεία αντιπαράθεσης και πόλωσης, αλλά θα γίνεται αφετηρία για αναζήτηση κοινών σημείων και συγκλίσεων. Έτσι διασφαλίζεται η συνέχεια, όταν εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία τα κόμματα και ταυτοχρόνως υπάρχει ευρύτερη στήριξη, πολιτική και κοινωνική, στην κυβερνητική πολιτική. Αυτό είναι και η ουσία της δημοκρατίας. Τώρα η διακυβέρνηση ουσιαστικά εκχωρείται στα κόμματα με βάση διαδικαστικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης πλειοψηφιών σε επίπεδο εδρών. Το αποτέλεσμα είναι η κοινωνική πλειοψηφία να κινείται στο χώρο της αντιπολίτευσης.

Βέβαια υπάρχει και η ιδεολογική διάσταση, θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος. Δεν υπάρχει ενότητα ως προς τα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία προωθούνται από τα διάφορα κόμματα ούτε και κοινές κοινωνικές αξίες. Η πράξη αποδεικνύει πάντως, ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα συμβιβασμών. Εκτός και αν δεχθούμε, ότι ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός βασίζεται σε πλήρη ταύτιση, ιδεολογική και πολιτική. Υπάρχουν τομείς δαστηριοποίησης, οι οποίοι δεν εξαρτώνται άμεσα από ιδεολογικές αφετηρίες. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας ή περιοχής, πάνω στα οποία θα μπορούσε να στηριχθεί η ανάπτυξη είναι αντικειμενικά δεδομένα. Θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο πολιτικής συζήτησης και προσέγγισης από διάφορες οπτικές γωνίες. Οι απόψεις, οι οποίες θα κατατεθούν από τις διάφορες πλευρές, θα βοηθήσουν να διαμορφώσουν γνώμη και οι πολίτες. Τέτοιες διεργασίες λειτουργούν συνεκτικά στην κοινωνική βάση, αλλά και στο πολιτικό σύστημα. Είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για συνεκτική πολιτική λειτουργία, ιδιαιτέρως τώρα που η χώρα αντιμετωπίζει μια τόσο σκληρή πολυδιάστατη κρίση. Δυστυχώς πρέπει να επαναλαμβάνεται συχνά,ότι στην Ελλάδα σημείο αναφοράς στους διάφορους χώρους από τον κομματικό μέχρι τον κοινοβουλευτικό, είναι η ανάληψη διαχείρισης της εξουσίας, χωρίς να κατατίθενται τεκμηρωμένες, κοστολογημένες και ενταγμένες σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική πολιτικές προτάσεις, οι οποίες θα γίνονται αντικείμενο διαλόγου τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η πολιτική κυριαρχείται από ιδεοληψίες και φαντασιώσεις ως προς το μέλλον. Γι’αυτό και η πολιτική συνοχή είναι δύσκολο να υπάρξει. Ούτε η αναφορά στον «ιστορικό συμβιβασμό» του Μπερλινγκουέρ ή η επισήμανση ότι «στην ιστορία κάθε έθνους έρχονται στιγμές καθοριστικές και ιδιαίτερες, που προδιαγράφουν το μέλλον για δεκαετίες. Ζούμε μια τέτοια στιγμή» ( Άννα Διαμαντοπούλου, Μεταρρύθμιση, 22/3/2015), δημιουργούν θετικές προοπτικές για συνεκτική λειτουργία και συναινέσεις, που δεν έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και δεν υπηρετούν σκοπιμότητες. Η ροή της πραγματικότητας δεν αλλάζει μόνο με την εξιδανικευτική προσέγγιση της κρισιμότητας μιας ιστορικής περιόδου. Πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις σε πολιτικό και αξιακό επίπεδο.Και αυτό δεν ανιχνεύεται στον ορατό ορίζοντα. Εξάλλου πρέπει να προηγηθεί και μια διαδικασία κάθαρσης και απαλλαγής από τις παθογένειες του παρελθόντος. Και είναι πολλές και γνωστές τόσο στην κοινωνία όσο και στο πολιτικό σύστημα. Η δε απαλλαγή από αυτές δεν γίνεται με αφορισμούς και κυνήγι μαγισσών πάντα στους αντιπάλους. Στην Ελλάδα όμως αυτή η πρακτική αποτελεί τον κανόνα. Γι’αυτό ευδοκιμούν σε μεγάλο βαθμό οι ανέξοδες και υποκριτικές ηθικολογίες, οι οποίες αποσκοπούν στην πρόκληση βλάβης στην «αντίπερα όχθη». Κατά τα άλλα, ας είναι καλά το πολιτικό καφενείο, παραδοσιακό ή ακόμη και ψηφιακής τεχνολογίας.