Εργασιακές προοπτικές

Χρίστος Αλεξόπουλος 07 Ιουν 2015

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Παγκόσμια απασχόληση και κοινωνική προοπτική» της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (I.L.O.) μόνο ένα τέταρτο όλων των εργαζομένων παγκόσμια έχει σταθερή εργασία, ενώ τρία τέταρτα είτε δεν έχουν συμβόλαιο, είτε είναι ελεύθεροι επαγγελματίες με προσωρινά ή βραχυπρόθεσμα συμβόλαια. Η παγκόσμια οικονομική κρίση προκάλεσε την αύξηση σε δουλειές ημιαπασχόλησης, ιδιαιτέρως για τις γυναίκες και οδήγησε σε καθοδική πορεία δουλειές, οι οποίες σχετίζονται με παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Στην Ευρώπη των 28 η ανεργία είναι 10,2 %, ενώ στην Ευρωζώνη 11,5 %. Στην Ελλάδα βέβαια το ποσοστό έχει ανέβει στο 26,1 % (Δ’τρίμηνο του 2014) και οι προοπτικές για οικονομική ανάκαμψη δεν έχουν γίνει ακόμη ορατές.

 

Εκείνο, που γίνεται εμφανές όλο και περισσότερο, είναι η διαμόρφωση συνθηκών ανθρωπιστικής κρίσης και κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος. Δεν είναι μόνο η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών λόγω του υψηλού δείκτη ανεργίας, η οποία δημιουργεί ασφυξία. Συμπληρωματικά έρχεται και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η γήρανση της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2060 θα υπάρχουν μόνο δύο εργαζόμενοι για κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω. Στην Ελλάδα το 2060 ένας στους τρεις πολίτες θα είναι άνω των 65 ετών. Ο ρυθμός γήρανσης ανεβαίνει συνεχώς. Από το άλλο μέρος μειώνονται οι γεννήσεις. Η ανισορροπία, η οποία δημιουργείται, απειλεί γενικότερα την προοπτική της χώρας, ενώ ταυτοχρόνως υποθηκεύει το μέλλον των νέων ανθρώπων. Το πρόβλημα είναι σύνθετο και έχει πολύ περισσότερες διαστάσεις από αυτές, που γίνονται αντιληπτές σε πρώτη ανάγνωση.

 

Το ζήτημα είναι, εάν το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως η κυβέρνηση έχουν συνειδητοποιήσει το εύρος της πολυπλοκότητας, η οποία χαρακτηρίζει την κατάσταση και ταυτοχρόνως έχουν σχεδιάσει την δύσκολη πορεία της χώρας σε βάθος χρόνου. Μέχρι τώρα εκείνο που διαπιστώνεται είναι η γνωστοποίηση των καλών προθέσεων και η συνεχής επίκληση του πατριωτισμού, ο οποίος διέπει την λειτουργία κομμάτων και πολιτικού προσωπικού. Αυτό, που δεν ανακοινώνεται όμως, είναι ο οδικός χάρτης για την έναρξη της διαδικασίας οικονομικής ανάκαμψης και πως θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την λειτουργική ένταξη των ανέργων σε μια βιώσιμη και παραγωγική οικονομία. Δεν αρκεί η ρητορεία για ανταγωνιστικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους θα έπρεπε να επικεντρωθεί η αναπτυξιακή προσπάθεια ή η αναφορά στα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που έχει η χώρα, ώστε να είναι σίγουρη η επιτυχής πορεία στο μέλλον. Υπάρχουν και άλλες παράμετροι, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη και έχουν σχέση με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εργασιακών ρόλων και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται λόγω της αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών. Επίσης είναι λειτουργική και σκόπιμη η παράλληλη προσέγγιση και σύνδεση με τους εργασιακούς ρόλους του φαινομένου της μετακίνησης πληθυσμών προς την Ευρώπη και ιδιαίτερα προς την Ελλάδα. Αυτό είναι απαραίτητο, διότι ένα μέρος των μετακινούμενων θα παραμείνει και μάλιστα θα ήταν επιθυμητό, εάν λάβουμε υπόψη την γήρανση της τοπικής κοινωνίας. Το θέμα είναι μόνο, ποιες προϋποθέσεις πληρούν, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας, την οποία θα κληθούν να επιτελέσουν.

Συγκεκριμένα στην εποχή που διανύουμε οι εργασιακοί ρόλοι προϋποθέτουν μεγαλύτερη ειδίκευση και συνεχή επιμόρφωση, ώστε να έχουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης στις υψηλές απαιτήσεις από την αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών στην παραγωγική διαδικασία και όχι μόνο. Ακόμη και διοικητικού χαρακτήρα εργασιακοί ρόλοι στηρίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία. Και αυτό δεν έχει σχέση μόνο με διεκπεραιωτικές εργασίες, οι οποίες θέτουν μόνο χρηστικές απαιτήσεις, όπως είναι η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών με την ανάλογη οργανωτική προσαρμογή στο πλαίσιο του διαδικτυακού εμπορίου. Υπερβαίνει κατά πολύ τα χρηστικά όρια και άπτεται των λειτουργιών σχεδιασμού και της ανάπτυξης ηλεκτρονικών δομών διοίκησης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τεχνολογία πολλαπλασιάζει την παραγωγικότητα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα πολλές φορές την μείωση των θέσεων εργασίας. Ταυτοχρόνως βεβαίως δημιουργούνται ανάγκες για υψηλότερη διαφοροποίηση των εργασιακών ρόλων με την διαμόρφωση νέων ειδικοτήτων.

Η τεράστια εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης σε βαθμό που μπορεί να υποκαταστήσει τον άνθρωπο ως φορέα εργασιακών ρόλων, δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα στο χώρο της απασχόλησης. Εργασιακοί ρόλοι διεκπεραιώνονται από τους λεγόμενους «νοήμονες ηλεκτρονικούς υπολογιστές», οι οποίοι μπορούν να αναλαμβάνουν και σύνθετες ειδικότητες, όπως είναι αυτή του γιατρού και να κάνουν ακόμη και ογκολογικές διαγνώσεις (ο υπολογιστής της ΙΒΜ με το όνομα Watson). Ήδη στο Memorial Sloan Kettering Cancer Center, μια από τις πιο γνωστές σε παγκόσμιο επίπεδο κλινικές στη Νέα Υόρκη, οι ογκολόγοι ετοιμάζουν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή με νοημοσύνη για το ρόλο ενός γιατρού, ο οποίος θα κάνει διαγνώσεις.

Αυτή η νέα πραγματικότητα θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στο χώρο της εργασίας, οι οποίες ξεκινούν από την ανάπτυξη μεγαλύτερης εργασιακής κινητικότητας και φτάνουν μέχρι την ανάγκη συνεχούς επαγγελματικούς εκπαίδευσης.

Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να λάβει υπόψη του όλες αυτές τις παραμέτρους, οι οποίες ουσιαστικά προδιαγράφουν την σταδιακή μετάβαση σε μια άλλη εποχή, η οποία θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Εάν δεν θέλουμε να γίνουν κομμάτι της σύγχρονης και μελλοντικής πραγματικότητας μορφές απασχόλησης, όπως «μίνι δουλειές» (Γερμανία), «συμβόλαια μηδενικών ωρών» (Βρετανία), «εφημερίες» (call-on, όπου κάποιος καλείται σε δουλειά μόνο σε περίπτωση ανάγκης, Ολλανδία), τότε θα πρέπει να αντιμετωπισθούν οι διαφαινόμενες αρνητικές προοπτικές από τις κυβερνήσεις και τα σύγχρονα κόμματα στο επίπεδο του αναγκαίου μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Ο χρόνος δεν επιτρέπει καθυστερήσεις. Ειδάλλως θα ενταφιασθεί για τα καλά η έννοια και το ουσιαστικό περιεχόμενο της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ θα κυριαρχήσει η λογική της συστημικής λειτουργικότητας, στο πλαίσιο της οποίας ο άνθρωπος διεκπεραιώνει ρόλους, οι οποίοι υπηρετούν την βιωσιμότητα του συστήματος στο ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Επίσης οι επιπτώσεις της μετακίνησης πληθυσμών δεν θα είναι διαχειρίσιμες, διότι οι μάζες μεταναστών δεν θα μπορούν να απορροφηθούν με λειτουργικό τρόπο στην οικονομική διαδικασία. Ταυτοχρόνως θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο το ασφαλιστικό σύστημα λόγω ανεπαρκών εισφορών, ενώ θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για κοινωνικές εντάσεις και διαλυτικές τάσεις σε σχέση με την κοινωνική συνοχή. Το δικαίωμα στην εργασία θα χάσει το νόημα του, ενώ οι κοινωνικές ανισότητες θα ενταθούν. Η πολιτική λειτουργία θα δυσκολέψει πολύ και το πολιτικό σύστημα δεν θα διαθέτει σε ικανοποιητικό βαθμό κοινωνική νομιμοποίηση.

Αυτές οι συνθήκες γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, αν λάβουμε υπόψη από το ένα μέρος τις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος (έλλειψη στρατηγικής και μακροπρόθεσμου ρεαλιστικού και συγκεκριμένου πολιτικού σχεδιασμού) και από το άλλο τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας (διαφθορά, φοροδιαφυγή, συντεχνιακή λογική, πελατειακό σύστημα κ.λ.π.), αλλά και την ανυπαρξία δυναμικής τόσο στις κρατικές όσο και στις κοινωνικές δομές. Το κακό δε είναι, ότι η ροή του χρόνου σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο είναι πολύ ταχύτερη από την Ελλάδα και αυτό επιβαρύνει περισσότερο την κατάσταση στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, υγείας, εκπαίδευσης, ασφαλιστικό, κ.λ.π.), διότι η απόσταση μεγαλώνει και για να γεφυρωθεί το χάσμα χρειάζεται υπερβολική προσπάθεια και πορεία μέσα από πολύ δύσκολες και τραυματικές κοινωνικά καταστάσεις. Οι εργασιακοί ρόλοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν το όχημα για την προώθηση των αναγκαίων υπερβάσεων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, ώστε να επιταχυνθεί η προσπάθεια εκσυγχρονισμού και μετάβασης στη φάση της ανάκαμψης, η οποία θα εγγυάται μια βιώσιμη πορεία. Η προσπάθεια πρέπει να γίνει. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οι φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον δεν οδηγούν στο ξέφωτο, που έχει ανάγκη ο τόπος. Προϋπόθεση βεβαίως είναι, το πολιτικό σύστημα συνολικά και οι κυβερνήσεις ακόμη περισσότερο να βασίζουν την λειτουργία τους σε ένα σχεδιασμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων, όπως είναι το οικονομικό/εργασιακό, το εκπαιδευτικό και το ασφαλιστικό. Εάν οι εργασιακοί ρόλοι τροφοδοτούνται με προσωπικό, το οποίο ανταποκρίνεται σε κάθε χρονικό σημείο στο πιο προηγμένο τεχνολογικό επίπεδο, τότε η παραγωγικότητα και η απασχόληση διασφαλίζονται. Παράλληλα ενισχύεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Οι αλληλεξαρτήσεις βεβαίως δεν εξαντλούνται μόνο σε αυτά τα κοινωνικά συστήματα. Με αυτά τα δεδομένα θα αναρωτιέται ο απλός πολίτης, εάν τα κόμματα μπορούν πράγματι να οδηγήσουν τον τόπο σε ένα βιώσιμο μέλλον.