Για την μεταρρυθμιστική τεχνική

Πανος Μαΐστρος 17 Ιουλ 2025

Το κείμενο βασίζεται στην παρέμβασή του στο εργαστήρι πολιτικής ''Κράτος & Δημόσια Διοίκηση" που διοργάνωσε η "Πρωτοβουλία για το Πρόγραμμα"

1. Η διοικητική μεταρρύθμιση έχει ως προϋπόθεση τις αλλαγές στις σχέσεις της διοίκησης με το πολιτικό σύστημα και την οικονομία

Εισαγωγικά θα ήθελα να πω ότι κατά τη γνώμη μου εκπλήρωσα την υποχρέωσή μου προς την πατρίδα το 2016, όταν διαβάζοντας στο τρίτο μνημόνιο, τον νόμο 4336/15, ένα συγκεκριμένο άρθρο με τίτλο «Ένα σύγχρονο κράτος και μια σύγχρονη δημόσια διοίκηση», πήρα το θάρρος και έγραψα το τρίτο μου βιβλίο με τίτλο «Μεταρρυθμιστικές φωτοβολίδες». Έχει αναρτηθεί στην σελίδα μου https://p-maistros.gr/cv.html , δεν θα αναφερθώ καθόλου σε αυτό, μπορείτε να το διαβάσετε. Είναι γραμμένο με αφορμή το τρίτο μνημόνιο, το οποίο ψηφίστηκε τότε από 222 βουλευτές και δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αποτελέσει την βάση για μια σημαντική διοικητική μεταρρύθμιση. Διαψεύστηκα, αλλά στη ζωή αυτά συμβαίνουν.

Αυτό το βιβλίο στηρίζεται στην θέση ότι οι εσωτερικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση δεν μπορούν να γίνουν αν δεν εξετάσουμε και τις σχέσεις της δημόσιας διοίκησης με το πολιτικό σύστημα, τις σχέσεις της με την οικονομία και τις σχέσεις της με την κοινωνία και τους πολίτες. Εδώ διασταυρώνεται αυτή η θέση και με όσα έχει αναφέρει ο Παναγιώτης Κορκολής, για την ανάγκη να δούμε τις σχέσεις του κράτους με την οικονομία, τις αγορές όπως και τις σχέσεις του με το πολιτικό σύστημα. Διότι χωρίς αλλαγή, βελτίωση, τροποποίηση των σχέσεων αυτών, η δημόσια διοίκηση εσωτερικά δεν μπορεί να αλλάξει.

2. Η μεταρρυθμιστική τεχνική είναι ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα

Δεν θα αναφερθώ εδώ στο ποιες είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Έχουν συζητηθεί ήδη και έχουμε ακούσει πάρα πολλά για αυτές, νομίζω δε ότι θα μπορούσε κάποιος να συνθέσει τον κατάλογο των προτάσεων σε ένα ενιαίο συνολικό κείμενο για το ποιες είναι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το πώς αυτές πρέπει να γίνουν και επομένως αναφερθώ στην μεταρρυθμιστική τεχνική, στο reform engineering. Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει να είναι ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά στην ουσία του είναι βαθύτατα πολιτικό ζήτημα.

Θα παρακολουθήσω δε κατά κάποιο τρόπο το ζήτημα αυτό μέσα από την εμπειρία που υπάρχει στον ασθενέστερο πυλώνα της δημόσιας διοίκησης, την τοπική αυτοδιοίκηση. Θα δω δηλαδή μέσα από ορισμένα πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα το πώς έχει διαμορφωθεί η τεχνική των όποιων μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται.

3. Οι τρεις συνιστώσες της μεταρρυθμιστικής τεχνικής

Θα εστιάσω σε τρεις συνιστώσες της μεταρρυθμιστικής τεχνικής.

Η πρώτη αφορά το ποιος είναι ο φορέας εφαρμογής της μεταρρύθμισης και θα εξηγήσω ότι το διακύβευμα είναι μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Θα δώσω παραδείγματα εφαρμογής της δημόσιας μεταρρύθμισης όχι από τον δημόσιο αλλά από τον ιδιωτικό τομέα.

Η δεύτερη αφορά τα κατά συνθήκη μεταρρυθμιστικά ψεύδη, στα οποία πολλές φορές εμμένουμε χωρίς κανέναν λόγο.

Και η τρίτη και σημαντικότερη είναι αυτό που ονομάζω «νοηματοδότηση των μεταρρυθμίσεων», αυτό που επεσήμανε και ο Απόστολος Παπατόλιας, και που κατά την άποψή μου είναι και το σημαντικότερο στοιχείο που αφορά τη μεταρρυθμιστική τεχνική.

3.1. Ο φορέας εφαρμογής της μεταρρύθμισης: ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός τομέας

Έρχομαι στην πρώτη. Υπάρχουν δύο σχολές που αφορούν τη μεταρρυθμιστική τεχνική. Η πρώτη , που είναι και η επικρατούσα , εγγράφει σε ένα νόμο τις διατάξεις της μεταρρύθμισης και επειδή δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος για την εφαρμογή της, αυτή ανατίθεται στον ιδιωτικό τομέα. Τη σχολή αυτή θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε κεντροδεξιά σχολή αλλά έχει διακομματική εμβέλεια. Μπορώ να σας το επιβεβαιώσω με τη μακρόχρονη εμπειρία μου.

Η δεύτερη σχολή είναι μειοψηφική. Ο νόμος συνοδεύεται από ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα εφαρμογής, άρα εδώ το κράτος παίζει τον επιτελικό του ρόλο, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις, τους όρους και διασφαλίζει τους πόρους ανθρώπινους, οικονομικούς, τεχνολογικούς, για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Δεν περιμένει δηλαδή τον ιδιωτικό τομέα να εφαρμόσει μεταρρύθμιση, διαμορφώνει το πλαίσιο τους κανόνες, έχοντας την επιτελική ικανότητα να διαμορφώσει τους κανόνες για την εφαρμογή.

Τέσσερα συνοπτικά παραδείγματαΤο πρώτο παράδειγμα από το μακρινό 1990. Ξεκίνησε η μηχανοργάνωση των Δήμων το 1990 από την ΜΟΔ πληροφορικής. Και συνοδεύτηκε από την ΕΕΤΑ με ένα πρόγραμμα της συλλογικής υποστήριξης των Δήμων, με κοινές προδιαγραφές, πρότυπα, ενιαία λογιστικά πακέτα, 15 δήμοι - πιλότοι, κατάρτιση υπαλλήλων, help desk. Άλλαξε όμως η κυβέρνηση και ο νέος υπουργός Εσωτερικών με το επιχείρημα ότι αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα ανακοίνωσε ότι το πρόβλημα θα το λύσει ο ιδιωτικός τομέας, δημοσίευσε σχετική προκήρυξη και μοίρασε τα λεφτά σε πολλά έργα στους ιδιώτες και βεβαίως πάρα πολλές από τις εγκαταστάσεις, πάρα πολλές από τις μηχανές, από το software και το hardware, έγιναν κουφάρια όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Γιάννης Καλογήρου. Δηλαδή δεν υπήρξε τελικά προστιθέμενη αξία.

Δεύτερο παράδειγμα πρόσφατο, το 2022. Το Πρόγραμμα Έξυπνες Πόλεις με προϋπολογισμό 220 εκατομμύρια από το ΕΣΠΑ. Από τη πλευρά της ΚΕΔΕ για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα αυτό οι Δήμοι προτάθηκε και πάλι ένα πρόγραμμα συλλογικής υποστήριξης με κοινές προδιαγραφές, πρότυπα, ενιαίες εφαρμογές , για να μην πληρωθεί κάθε εφαρμογή 50 φορές , να συμπληρωθεί η στελέχωση των Δήμων, να καταρτιστεί το προσωπικό και να υπάρχει ένα help-desk για υποστήριξη.

Πως εκτελέστηκε το πρόγραμμα; Ανακοινώθηκε η υλοποίηση με τη μορφή ενός marketplace όπου ο κάθε Δήμος θα αγόραζε ψηφιακές εφαρμογές με σύμβουλο μια ιδιωτική εταιρεία. Αποτέλεσμα, είμαστε στο 2025 και ακόμα πολλοί Δήμοι δεν έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν το πρόγραμμα. Άρα, χωρίς τον επιτελικό ρόλο του κράτους με ένα πρόγραμμα συλλογικής υποστήριξης, ο ιδιωτικός τομέας τελικά απλώς μοίρασε τα χρήματα.

Τρίτο παράδειγμα από το 2019. Η σύσταση μονάδων εσωτερικού ελέγχου. Με τον νόμο 4622/2019 για το επιτελικό κράτος και με το νόμο το 4795 /2021 νομοθετήθηκε η σύσταση μονάδων εσωτερικού ελέγχου στους δημόσιους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των Δήμων. Η ΚΕΔΕ από την πλευρά της για τους Δήμους, και ιδίως τους μικρότερους εξ αυτών, πρότεινε ένα τριετές πρόγραμμα εφαρμογής των διατάξεων με οργάνωση του ελέγχου κατά κατηγορία ΟΤΑ, γιατί δεν είναι όλοι ίδιοι, πρόγραμμα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης αιρετών, εκπόνηση κοινών πρακτικών εργαλείων και ενιαίων προτύπων, οδηγούς προσαρμογής, πρόγραμμα στελέχωσης και κατάρτισης προσωπικού, δικτύωση των προϊσταμένων μέσω ενός ίντρανετ, δομή υποστήριξης με την μορφή help-desk για τις μονάδες αυτές και ένα πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει αναλυτικά συγκεκριμένες δράσεις με προϋπολογισμό και με πηγές χρηματοδότησης. Απορρίφθηκε η ιδέα και επειδή πολλοί δήμοι δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν μόνοι τους την μονάδα εσωτερικού ελέγχου, πέρασε μια διάταξη που τους έδωσε τη δυνατότητα να προσφύγουν στον ιδιωτικό τομέα.

Άρα οι δήμοι έχουν εξωτερικό σύμβουλο για τον εσωτερικό έλεγχο. Τρία θαυμαστικά νομίζω, διότι έχει ανατεθεί ο εσωτερικός έλεγχος σε εξωτερικό σύμβουλο. Ποια είναι η αιτία πίσω από αυτή τη λογική, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σαφές, ότι με την εκπόνηση του νόμου, ο υπουργός θεωρεί ότι ανταποκρίθηκε στην πολιτική του υποχρέωση. Ένα πρόσφατο άρθρο στο Βήμα της Κυριακής στις 18 Μαΐου του 2025 περιγράφει σε τέσσερις ολόκληρες σελίδες τους νόμους που ψηφίστηκαν και που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ μένοντας στα χαρτιά.

Θα αναφέρω και ένα τέταρτο παράδειγμα κλείνοντας αυτή την ενότητα, αυτή την φορά ένα θετικό παράδειγμα. Αναφέρεται στο 1997 και στο Πρόγραμμα Καποδίστριας, όπου με το άρθρο 13 νομοθετήθηκε ένα ειδικό πρόγραμμα τοπικής αυτοδιοίκησης με προϋπολογισμό που τελικά ανήλθε στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ και μέσω του οποίου υλοποιήθηκαν συγκεκριμένα έργα, κατασκευάστηκαν δημαρχεία, έγιναν έργα υποδομής διαδημοτικού χαρακτήρα, προμηθεύθηκε ο κάθε δήμος τα οχήματα και τα μηχανήματα που χρειαζόταν, εκπονήθηκαν προδιαγραφές πληροφοριακών συστημάτων, έγινε η επιλογή και η κατάρτιση από την ΕΕΤΑΑ 2.440 νέων επιστημόνων κλπ. Εδώ έπαιξε το κράτος το ρόλο του. Έφτιαξε δηλαδή ένα πρόγραμμα εφαρμογής και διασφάλισε τις προϋποθέσεις, τους όρους και τους πόρους.

Κλείνω λοιπόν εδώ την πρώτη συνιστώσα της μεταρρυθμιστικής τεχνικής, που προσδιορίζει ακριβώς τη σχέση κράτους και αγοράς, σχέση πάρα πολύ σημαντική, όπως το τόνισε και ο Τάκης Κορκολής, και έρχομαι στα κατά συνθήκη μεταρρυθμιστικά ψεύδη.

3.2. Τα κατά συνθήκη μεταρρυθμιστικά ψεύδη

Υπάρχουν ορισμένα ψεύδη τα οποία δυστυχώς επαναλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια συστηματικά και θα αναφερθώ σε δύο εξ αυτών.

Το πρώτο αφορά το ότι τόσο οι αρμόδιοι υπουργοί όσο και οι αιρετοί αναφέρονται στην αποκέντρωση με μεταφορά των αρμοδιοτήτων αλλά και των αντίστοιχων πόρων. Αυτό δεν έγινε ποτέ στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Ποτέ δεν μεταφέρθηκαν από ένα υπερκείμενο σε ένα υποκείμενο επίπεδο αρμοδιότητες και ταυτόχρονα και οι αντίστοιχοι πόροι. Να εξηγήσω το γιατί με παράδειγμα τον Πρόγραμμα Καλλικράτης. Υπήρχαν τότε περίπου πενήντα υπηρεσίες πολεοδομίας στις καταργούμενες Νομαρχίες. Ο τότε υπουργός αποφάσισε να μεταφερθούν οι οργανωμένες δομές των πολεοδομιών στους Δήμους: 53 υπηρεσίες δόμησης να μεταφερθούν σε 332 δήμους. Μια απλή διαίρεση δείχνει ότι κάθε δήμος θα έπρεπε να πάρει το ένα έκτο των δομών. Δηλαδή με τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους των 53 νομαρχιακών δομών θα έπρεπε να λειτουργήσουν 332 δημοτικές δομές. Αυτό σημαίνει ότι η επιχειρήθηκε ο τετραγωνισμός του κύκλου και κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Η μεταφορά αυτή δεν έγινε ποτέ και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ποια είναι η πρακτική που εφαρμόζεται; Είναι η αλλαγή διοικητικής υπαγωγής δομών που υπάρχουν ήδη, είναι χωροθετημένοι σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο και αλλάζει η διοικητική τους υπαγωγή.

Ας δούμε κάποια παραδείγματα. Οι κρατικοί παιδικοί σταθμοί, ήταν ήδη χωροθετημένοι στους δήμους. Άλλαξε η ταμπέλα. Αντί δηλαδή, να γράφει κρατικός παιδικός σταθμός τώρα γράφει δημοτικός παιδικός σταθμός . Παρέμεινε το κτίριο στη θέση του, το προσωπικό επίσης στη θέση του, όπως και η χρηματοδότηση, η τεχνογνωσία, και το τεχνικό κεφάλαιο Το ίδιο συνέβη με τα αθλητικά κέντρα.

Το ίδιο έγινε και γενικότερα με την νομαρχιακή αυτοδιοίκηση. Δεν μετακινήθηκε τίποτα. Οι κρατικές νομαρχίες άλλαξαν διοικητική υπαγωγή. Το ίδιο έγινε και με κάποιες υπηρεσίες στις αιρετές περιφέρειες. Άλλαξε η διοικητική υπαγωγή. Δεν μετακινήθηκε τίποτα. Δεν μπορεί από ένα υπερκείμενο σε ένα υποκείμενο επίπεδο να μεταφερθούν αρμοδιότητες όταν οι πόροι που πρέπει να μεταφέρεις δεν επαρκούν.

Ένα δεύτερο κατά συνθήκη ψεύδος είναι το περί πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.

Νομοθετήθηκε με τον νόμο 5013 του 2023, υποτίθεται, η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση η οποία προβλέπει και την ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των διοικητικών επιπέδων. Δηλαδή, το κατά συνθήκη ψεύδος επιχειρείται να νομοθετηθεί ως μηχανισμός για την εφαρμογή της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Δεν έχει γίνει τα δύο αυτά χρόνια απολύτως τίποτα. Ούτε μπορεί να γίνει, διότι τελικά αυτό που ονομάζουν πολυεπίπεδη διακυβέρνηση είναι απλώς η πολυεπίπεδη διοίκηση. Δηλαδή σε κάθε δημόσια πολιτική ασκούν παράλληλες αρμοδιότητες τα Υπουργεία, οι Περιφέρειες, οι Δήμοι , αυτό νοείται ως πολυεπίπεδη διοίκηση. Για να υπάρξει πολυεπίπεδη διακυβέρνηση απαιτείται συστημική συνεργασία των Υπουργείων, των Περιφερειών, των Δήμων κατά δημόσια πολιτική. Αυτό μπορεί να το διευκολύνει η ψηφιοποίηση. Αυτή είναι πράγματι η ψηφιακή πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και είναι η μόνη εφικτή.

3.3. Η «νοηματοδότηση» των μεταρρυθμίσεων

Και έρχομαι στην τρίτη και τελευταία συνιστώσα της μεταρρυθμιστικής τεχνικής που είναι και η σοβαρότερη. Το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε στην Ελλάδα, δυστυχώς, είναι ο τρόπος που νοηματοδοτείται ο ρόλος της δημόσιας διοίκησης, η συγκρότησή της, η διεύθυνσή της, οι σχέσεις με τους πολίτες.

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα ως προς τη νοηματοδότηση. Η κυρίαρχη αντίληψη τα τελευταία χρόνια έχει πείσει την κοινωνία για τη δική της νοηματοδότηση, αξιοποιώντας και τη σχετική αμηχανία των προοδευτικών κομμάτων που έχουν υιοθετήσει δυστυχώς σε σημαντικό βαθμό την ίδια εικόνα της πραγματικότητας. Και αυτό αποτελεί κατά γνώμη μου, ας μου επιτραπεί ο όρος, ένα «κόλπο γκρόσο» με ισχυρά επικοινωνιακά χαρακτηριστικά που δεν αντιμετωπίζονται εύκολα.

Θα μεταφέρω εδώ πολύ συνοπτικά ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο του Δημήτρη Παπούλια «Κατευθύνσεις για τη μεταρρύθμιση του κράτους», του 1998, που εξηγεί ορισμένα σημαντικά ζητήματα σχετικά με την νοηματοδότηση των μεταρρυθμίσεων. Ο μεταρρυθμιστής καθίσταται αξιόπιστος, γράφει, όταν κατέχει συμβολικό κεφάλαιο, είναι άκρως σημαντική η ικανότητα πειθούς εκ μέρους του μεταρρυθμιστή και η επικοινωνιακή του ικανότητα, ο συμβολισμός των πράξεων και η σχέση εμπιστοσύνης που μπορεί να δημιουργήσει με το ακροατήριό του.

Πρέπει να παρέχει στους κοινωνικούς εταίρους ένα νέο πλαίσιο ερμηνείας της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν, τις καινούργιες πληροφορίας και πρακτικές. Αναμφίβολα πρόκειται για έναν αγώνα εξουσίας, ένα «power game», στον οποίο πρωταγωνιστές είναι η γλώσσα, τα σύμβολα και η αξιοπιστία του μεταρρυθμιστή.

Ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα έχει αυξημένες πιθανότητες να πετύχει όταν αρθρώνεται γύρω από τη διατύπωση μιας συνεκτικής κοινωνικής φιλοσοφίας, αναδεικνύει τη σημασία του πολιτικού λόγου και οδηγεί τελικά στο να υπάρχει πραγματικά ιδεολογική και επομένως και πολιτική ηγεμονία.

Και έρχομαι στο παράδειγμα, ένα παράδειγμα σημαντικό στο οποίο αναφέρθηκαν και άλλοι. Είναι η αξιολόγηση. Η νοηματοδότηση της αξιολόγησης που έχει διαμορφωθεί από το 2014 και μετά την έχει δυστυχώς οδηγήσει στο να εξοκείλει ως έννοια. Δηλαδή, η αξιολόγηση έχει πάρει τέτοια εννοιολογικά χαρακτηριστικά που κανείς δεν κατανοεί τι ουσιαστικά σημαίνει.

Δεν μπορεί να έχει κανείς αντίρρηση επί της αρχής για την έννοια της αξιολόγησης. Βάζεις στόχους, προγραμματίζεις δράσεις, αξιολογείς το βαθμό επιτυχίας, τα διαθέσιμα μέσα κλπ. Άρα πρόκειται για εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο διοίκησης. Όμως με το νόμο 4250 /2014 νομοθετήθηκε η ατομική αξιολόγηση των προσωπικών χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων των υπαλλήλων.

Άρα ως αξιολόγηση ορίστηκε η αξιολόγηση των προσωπικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου δυναμικού. Το 2016 προστέθηκε η στοχοθεσία και η συνέντευξη, αλλά χωρίς η στοχοθεσία να συσχετιστεί με το κυβερνητικό πρόγραμμα. Παρέμεινε ατομική η αξιολόγηση.

Το 2022, με τον νόμο 4940 προστέθηκε η σύνδεση της στοχοθεσίας με το κυβερνητικό πρόγραμμα και η αξιολόγηση των οργανικών μονάδων, δηλαδή όχι μόνο ατομική αξιολόγηση, αλλά δεν προηγείται της αξιολόγησης των προσώπων, η αξιολόγηση των δομών, η αξιολόγηση της διασφάλιση των υποδομών, του εξοπλισμού, των ψηφιακών εργαλείων και της αναγκαίας τεχνολογίας.

Άρα, η σταθερά κυρίαρχη νοηματοδότηση της αξιολόγησης οδηγεί στην αντίληψη ότι η λειτουργία και η παροχή των υπηρεσιών οφείλεται αποκλειστικά στους υπαλλήλους. Ότι όλα τα προβλήματα οφείλονται στους δημοσίους υπαλλήλους ατομικά. Αυτή η νοηματοδότηση δυστυχώς έχει περάσει στην κοινωνία και πάνω σε αυτή κτίζονται και έννοιες κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα επικίνδυνες.

Η άρση της μονιμότητας έτσι όπως έχει μπει στον δημόσιο διάλογο είναι μια προσπάθεια να μεταφερθεί το πρόβλημα πάλι ατομικά στους δημοσίους υπαλλήλους. Όπως και η έννοια «βαθύ κράτος». Δεν είναι δυνατόν η κεντρική εξουσία να μιλάει για βαθύ κράτος. Ποιος το έφτιαξε αυτό το βαθύ κράτος αν όχι το πολιτικό σύστημα διαχρονικά. Το οποίο να εμφανιστεί ως ουδέτερος παρατηρητής έξω από το κράτος και με το δάχτυλο δείχνει το πρόβλημα. Επιστέγασμα δε είναι το γκάλοπ της αξιολόγησης των δημοσίων υπηρεσιών από τους πολίτες που πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε και προβλήθηκε. Εμφανίζεται και σε αυτό η πολιτική εξουσία σε ουδέτερος παρατηρητής. Έτοιμος να κατακεραυνώσει τους υπαλλήλους κάθε δημόσιας υπηρεσίας που θα πάρει χαμηλό βαθμό αξιολόγησης ενώ η πολιτική διεύθυνση της υπηρεσίας βρίσκεται στο απυρόβλητο .

Αν θέλουμε λοιπόν να διασφαλίσουμε την αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης, πρέπει πριν από όλα να αξιολογήσουμε την πολιτική ηγεσία της διοίκησης. Πρέπει πάνω απ' όλα να έχουμε αξιολόγηση της πολιτικής διεύθυνσης των υπουργών και των διοικητών. Αμέσως δε μετά την αξιολόγηση της υπηρεσιακής ηγεσίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η σχετική δημοσίευση στην Καθημερινή είχε ένα πίνακα αξιολόγησης με αριθμούς πού έδινε την αρνητική έμφαση στο συνήθη σάκο του μποξ, τους Δήμους ενώ αφιέρωσε ένα μόλις μονόστηλο στην κεντρική διοίκηση.

Αν λοιπόν θα θέλαμε να αντιμετωπίσουμε και επικοινωνιακά αυτή τη νοηματοδότηση της έννοιας της αξιολόγησης, θα πρέπει να απαιτήσουμε να συνοδεύεται και από ερωτήσεις σχετικές με την αξιολόγηση της πολιτικής διεύθυνσης των υπουργείων.

Και θα κλείσω λέγοντας ότι αυτό προβλέπεται με κάποιο τρόπο και στον 4622/19 για το Επιτελικό Κράτος. Το άρθρο 56 προβλέπει ότι κάθε τρία χρόνια θα αξιολογούνται τα αποτελέσματα από την εφαρμογή των ρυθμίσεων. Εγώ δεν έχω ακούσει σε καμιά περίπτωση μέχρι σήμερα κάποια αξιολόγηση των νομοθετικών ρυθμίσεων που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Και επομένως δεν διαπιστώνω ότι υπάρχει η αναγκαία πολιτική λογοδοσία.