Η Ευρώπη δεν είναι Wild West

Χρήστος Κατσιούλης 30 Μαρ 2015

Η ανάλυση της ευρωπαϊκής πολιτικής στη βάση παλιών ταινιών με Ινδιάνους είναι πια μάλλον εκτός μόδας, αλλά στην περίπτωση των ελληνογερμανικών σχέσεων ο παλιός καλός κινηματογράφος μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των πραγμάτων. Διότι οι συζητήσεις μεταξύ των δυο κρατών μελών της ΕΕ, από την ανάληψη καθηκόντων της νέας κυβέρνησης στα τέλη Ιανουαρίου και μετά, θύμιζαν αψιμαχίες μεταξύ εχθρικών ινδιάνικων φυλών: πολεμικοί αλαλαγμοί ακούγονταν κι από τις δυο πλευρές, παλιές πληγές ξύνονταν κι όλα αυτά υπό τη συνοδεία γογγυσμών από τους θεωρούμενους σοφούς γιατρούς-μάγους λ.χ. Χανς Βέρνερ Ζιν ή Κώστα Λαπαβίτσα. Κι άλλο λάδι στη φωτιά έριχναν από την πλευρά τους τα μήντια, τα οποία φρόντιζαν άλλοτε με αισχρές καρικατούρες και άλλοτε με εμπρηστικές καμπάνιες να δυναμιτίσουν το κλίμα ακόμα περισσότερο.

Η συνάντηση μεταξύ Άγκελα Μέρκελ και Αλέξη Τσίπρα την περασμένη Δευτέρα στο Βερολίνο ήταν λοιπόν αναγκαία για να αναχαιτίσει τον ορυμαγδό συναισθημάτων και να καταπραΰνει τα πνεύματα. Με κινηματογραφικούς όρους θα έλεγε κανείς ότι Ελλάδα και Γερμανία έθαψαν τον πέλεκυ της ρητορείας και οι δυο αρχηγοί κάπνισαν μεταφορικά μαζί την πίπα της ειρήνης.  Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως έγιναν και αδελφοποιτοί, αλλά θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή μιας συνεργασίας που θα οδηγήσει με καθοριστικά βήματα μπροστά την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Είναι θετικό το ότι και οι δυο υπογράμμισαν μετά τη συνάντηση τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ειρήνης και τον διάλογο ως καθοριστικό μέσο για τη διαχείριση συγκρούσεων μεταξύ των Ευρωπαίων.

Η υπενθύμιση αυτής της ιστορικής διάστασης είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας από την έναρξη της επονομαζόμενης κρίσης του ευρώ ή κρίσης χρέους σηματοδοτούν μια επικίνδυνη εξέλιξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Νομισματική Ένωση διανύει εδώ και πέντε σχεδόν χρόνια μια υπαρξιακή κρίση που απαιτεί νέους αυτοσχεδιασμούς με μέσα άσκησης πολιτικής προκειμένου να διατηρηθεί όρθιο το οικοδόμημα, με τους πολίτες όμως να έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους. Στην Ελλάδα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα κλήθηκαν να πληρώσουν τη μερίδα του λέοντος για να καλυφθεί το κόστος της κρίσης, ενώ οι εύποροι έμειναν αλώβητοι. Στη Γερμανία, μέσα από τα μήντια και τον πολιτικό λόγο δημιουργήθηκε η εντύπωση στον κόσμο ότι οι φορολογούμενοι «πετούσαν ζεστό χρήμα» στους Έλληνες (Bild) χωρίς να διασφαλίζονται τα γερμανικά συμφέροντα. Η ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος, η στασιμότητα της οικονομίας και οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες στην Ένωση έμειναν σχεδόν ολότελα έξω από τη συζήτηση, ενώ εκείνη αντίθετα στράφηκε σε αταβιστικά πρότυπα. Η κρίση του ευρώ παρουσιάζεται σαν μάχη μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, με ανησυχητικές προεκτάσεις ένθεν κακείθεν.

Στην Αθήνα γίνεται πλέον αυτονόητα λόγος για γερμανική κατοχή, για τη γερμανική ηγεμονία που ολοκληρώνει με οικονομικά μέσα αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει με τον πόλεμο πριν εβδομήντα χρόνια. Ακόμα και μετριοπαθείς φωνές βλέπουν στα πρόσωπα της Άγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τους πνευματικούς γονείς της λιτότητας που οδήγησε τη χώρα σε κοινωνική κρίση. Τα εσωτερικά αίτια της δεινής κατάστασης της Ελλάδας παραμένουν βολικά εκτός πλάνου, παρά την αξιέπαινη αναφορά Τσίπρα σε αυτά στη δήλωσή του στο Βερολίνο. Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση που συχνά προσλαμβάνει ανυπόφορα πατερναλιστικά χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό η νέα κυβέρνηση συγκρίνεται συχνά με ένα τσούρμο παιδιών ή νέων σε περίοδο εφηβείας, ενώ δεν υπάρχει τηλεοπτική εκπομπή όπου να μην αναφέρεται η ατάκα ότι η παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα συνεπάγεται πως η Αθήνα «θα κάνει τα μαθήματά της». Οι συνδηλώσεις περί δασκάλου που υπαγορεύει στον μαθητή αυτά που έχει να κάνει γίνονται δεκτές με ευαρέσκεια  στην κρατούσα διδακτική φρασεολογία αυτού του είδους.

Στην μεγαλύτερη κρίση που έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα το πρόταγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βλέπουμε λοιπόν να αντιδρά η κοινή γνώμη και ο πολιτικός λόγος με τρόπο που καθόλου δεν θυμίζει τους ιδρυτές της ΕΕ ενώ πολύ περισσότερο παραπέμπει στην άγρια δύση. Πρόκειται για την επιστροφή σε εθνικά και πολλές φορές εθνικιστικά ανακλαστικά, σε προκαταλήψεις, στερεότυπα και απλοϊκές αναπαραστάσεις του άλλου.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα οι πολίτες είναι βαθιά απογοητευμένοι από την κρίση και δραπετεύουν σε παραδοσιακές θεωρήσεις στις οποίες απομένει λίγος χώρος για την πολυπλοκότητα της Ευρώπης, την αύξηση των αμοιβαίων σχέσεων εξάρτησης και την αναζήτηση συμβιβασμών. Έτσι παρακολουθούμε μια ομφαλοσκόπηση περί ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας, αξιοπρέπειας και σεβασμού. Αλλά και στη Γερμανία εξαπλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ μια ισχυρογνωμοσύνη και αυταρέσκεια ιεραποστολικού χαρακτήρα ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα. Η Γερμανία αντιλαμβανόταν εαυτόν ως πρότυπο για την υπόλοιπη Ευρώπη το οποίο θα όφειλαν να ακολουθήσουν ειδικότερα οι χώρες του Νότου, παρότι τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα εκεί δεν είναι συγκρίσιμα με της Γερμανίας. Υπό το πρίσμα αυτό παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η παρούσα κρίση δεν διαιρεί την Ευρώπη με λογιστικούς όρους, αλλά τη διαπερνά οριζόντια μέσα από τα κράτη μέλη της. Φέρνει αντιμέτωπους τους υποστηρικτές της εμβάθυνσης της ΕΕ από τη μια πλευρά και τους ευρωσκεπτικιστές από την άλλη. Έτσι σχηματίζονται πλέον αλλόκοτοι συνασπισμοί μεταξύ κομμάτων δεξιού λαϊκισμού και άκρας αριστεράς με μοναδικό κοινό παρονομαστή την αντιπαλότητα προς την ΕΕ. Η Μαρίν Λεπέν ήταν η πρώτη που χαιρέτισε την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, θεωρώντας την ένα πλήγμα κατά της ΕΕ.

Συνεπώς ο δρόμος προς τα μπρος περνάει μόνο μέσα από τον διάλογο – σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο – μεταξύ των φιλοευρωπαϊστών, έναν διάλογο σχετικά με τους κοινούς στόχους στην Ευρώπη και τις δυνατότητες πραγματοποίησής τους. Η Ελλάδα και η Γερμανία έχουν ιδιαίτερο ρόλο στο πλαίσιο αυτό. Κι αυτό αφ’ ενός γιατί η εικόνα της Γερμανίας έχει αλλάξει, χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί στη γερμανική κοινή γνώμη και στην πολιτική. Μετά από χρόνια κρίσης στρέφονται αυτόματα όλα τα βλέμματα προς το Βερολίνο όταν πρόκειται για τη λήψη θεμελιωδών αποφάσεων. Έτσι καλλιεργούνται υψηλές προσδοκίες, αλλά και φόβοι. Ό,τι λέγεται στο Βερολίνο ή και στη γερμανική επαρχία, έχει άμεσες επιπτώσεις στους ευρωπαίους γείτονες.

Αλλά και η νέα ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει ιδιαίτερο ρόλο, ενσαρκώνοντας αυξημένες προσδοκίες στο Βερολίνο, αλλά και μεγαλύτερους φόβους με την πλέον ακραία μορφή έναντι της Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά καταφερόταν επανειλημμένα κατά των Μέρκελ  και Σόιμπλε, κερδίζοντας έτσι ψήφους, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι επικρίνονταν ως «μερκελιστές». Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αποτελεί συνεργασία δεξιάς και αριστεράς, όμως τις θέσεις-κλειδιά καταλαμβάνουν φιλοευρωπαίοι. Η αντιπαράθεση μεταξύ ευρωσκεπτικιστών και θιασωτών της εμβάθυνσης της Ευρώπης λαμβάνει χώρα εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Η επίσκεψη Τσίπρα καταδεικνύει ότι η κυβέρνηση προτίθεται να ερμηνεύσει τον ρόλο της Γερμανίας με τρόπο εποικοδομητικό και στο πνεύμα της μετεξέλιξης της ΕΕ. Έτσι ο νέος πρωθυπουργός ενισχύει το φιλοευρωπαϊκό προφίλ του και στέλνει το μήνυμα και στο εσωτερικό του κόμματός του ότι η εδραίωση της Ελλάδας στην Ευρώπη παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του. Εδώ είναι που προσφέρεται η ευκαιρία για την κυβέρνηση συνασπισμού του Βερολίνου να δώσει τέλος στη λογική της άγριας δύσης και να προχωρήσει σε έναν νέο δρόμο της ευρωπαϊκής προσέγγισης. Έναν δρόμο που συνδέει βραχυπρόθεσμα τους ευρωπαϊκούς κανόνες με τις νέες δημοκρατικές πραγματικότητες στην Ελλάδα και όπου η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ως συνέπεια της πολιτικής λιτότητας θα συνδέεται με μια σαφή αναπτυξιακή πρωτοβουλία. Έναν δρόμο ο οποίος μακροπρόθεσμα θα μετασχηματίσει τη Γερμανία σε αυτό που επιδιώκουν από κοινού η πολιτική με την κοινωνία: σε έναν λαό καλής γειτονίας (Βίλλυ Μπραντ), ο οποίος καταφέρνει να συνδυάσει τον νέο, ενισχυμένο ρόλο του στην Ευρώπη με το γνήσιο ενδιαφέρον για την ευημερία του ίδιου αλλά και όλων των Ευρωπαίων. Μια χώρα που προωθεί εποικοδομητικά τη συμμετοχή των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη και αντιμετωπίζει ισότιμα και με σεβασμό τόσο τους μικρότερους όσο και τους μεγαλύτερους εταίρους της στην Ευρώπη, ενδυναμώνοντας έτσι τους φιλοευρωπαίους σε όλες τις χώρες μέλη και δίνοντας νέα ώθηση στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.