Ο ανθρωπισμός έχει αφετηρία το συναίσθημα. Οι κανόνες έπονται

Μελίττα Γκουρτσογιάννη 13 Σεπ 2020

Όταν ξεκίνησε τη θητεία της η νέα κυβέρνηση, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη ο βαθμός ετοιμότητας σε πολλούς τομείς, ιδίως στα οικονομικά και στην ψηφιακή διακυβέρνηση. Αλλά και μπροστά στην αναπάντεχη υγειονομική κρίση, τα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού υπήρξαν πολύ καλά.

Ωστόσο σε έναν τομέα η κυβέρνηση δεν φάνηκε καθόλου προετοιμασμένη, αν και θα έπρεπε και μπορούσε: στον τομέα τον πιο δύσκολο, τον πιο περίπλοκο και πολυπαραγοντικό: στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Μια εξίσωση με πολλές παραμέτρους: από τα ανθρώπινα δικαιώματα έως το διεθνές Δικαιο, από τη δημόσια υγεία, έως τη δημόσια τάξη, από τα τοπικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα έως τις διεθνείς σχέσεις. Ξέρουμε πως κληρονόμησε μια Ευρω-Τουρκική συμφωνία τουλάχιστον αμφιλεγόμενη και δομές “υποδοχής” με ήδη άθλιες συνθήκες διαβίωσης, όπου η Μόρια είχε τα θλιβερά πρωτεία. Ωστόσο δεν ήταν αναγκαστικό να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο και με όλα τα δεδομένα στο χέρι. Παρά τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις φορέων που δούλευαν στο πεδίο, η κυβέρνηση έδειξε αδράνεια και αναβλητικότητα. Να της πιστώσουμε ότι συντόμευσε τις διαδικασίες ασύλου. Και κάποια στιγμή εμφάνισε ένα πλάνο αποσυμφόρησης των νησιών, σε συνδυασμό με την δημιουργία κλειστών/ελεγχόμενων κέντρων φιλοξενίας. Παρόλο που οι Διεθνείς Συνθήκες δεν επιτρέπουν την κράτηση ατόμων που δεν έχουν κάνει ποινικό αδίκημα, κατά τη γνώμη μου μια τέτοια λύση, σε σύγκριση με τις άθλιες συνθήκες τύπου Μόριας, θα ήταν προτιμότερη. Και τότε έγινε το κυριώτερο σφάλμα: Μπροστά στις αντιδράσεις κατοίκων (όχι όλων) και τοπικών αξιωματούχων, η κυβέρνηση υποχώρησε. Ειδικά στη Λέσβο δεν προστάτεψε ούτε τους μετανάστες, ούτε τον ντόπιο πληθυσμό ούτε καν τους αστυνομικούς που είχαν σταλεί για να εξασφαλίσουν την εκκίνηση των έργων. Και έβαλε το πλάνο στο συρτάρι. Και το κεφάλι στην άμμο.

Πώς εξηγείται αυτή η στάση, ενώ σε άλλους τομείς η κυβέρνηση έχει δείξει αποφασιστικότητα;

 

Κατά τη γνώμη μου την απάντηση δεν πρέπει να τη αναζητήσουμε με στενά πολιτικούς όρους: Υποστηρίζω ότι η ρίζα του φαινομένου είναι ένα έλλειμμα συμπόνοιας προς τους μετανάστες/πρόσφυγες, ένα έλλειμμα ενσυναίσθησης, δηλαδή της ικανότητας να μπορείς να μπεις έστω για πέντε λεπτά στη θέση του άλλου.

Η αφετηρία του ανθρωπισμού βρίσκεται ακριβώς σε αυτά τα συναισθήματα. Οι κανόνες, υποχρεωτικοί πλέον στις δημοκρατικές κοινωνίες, θεσπίζονται στη συνέχεια.

 

Από την αρχή το προσφυγικό αντιμετωπίστηκε ως πρόβλημα διαχειριστικό και όχι πρωτίστως ανθρωπιστικό. Η έμφαση δινόταν πάντα στις δυσκολίες διαβίωσης των νησιωτών και όχι των προσφύγων. Μπορεί οι νησιώτες να νιώθουν δικαιολογημένη οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια και δυσφορία, αλλά δεν είναι αυτοί που έχουν ένα ντους ανά 200 άτομα, ούτε στέκονται 3 ώρες στην ουρά για συσσίτιο! Επιπλέον,  στο ήδη φορτισμένο κλίμα προστέθηκε και η πανδημία. Και αντί να αρχίσουν συστηματικοί δειγματοληπτικοί έλεγχοι, μπήκε ολόκληρο το ΚΥΤ της Μόριας σε μαζική καραντίνα, μια πρακτική θα έλεγα μεσαιωνικής έμπνευσης, που την είχαν καταγγείλει οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ως “απερίσκεπτη και δυνητικά ιδιαίτερα επιζήμια και επιβλαβή για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο”.

Όλα όσα εξελίχθηκαν σαν χιονοστιβάδα άρχισαν όταν ένας Σομαλός, αναγνωρισμένος πρόσφυγας (που σημαίνει ότι μπορεί να ταξιδεύει παντού στην Ελλάδα) ήρθε στην Αθήνα να βρει δουλειά. Δουλειά δεν βρήκε αλλά ο δυστυχής κόλλησε τη νόσο. Ξαναγύρισε στη “ζούγκλα” της Μόριας, μια και η επίσημη δομή ήταν πια γι αυτόν κλειστή, όπου προφανώς είχε κάποιους γνωστούς κι ένα πιάτο φαϊ και όταν αρρώστησε  παρουσιάστηκε μόνος του στο νοσοκομείο. Μετά το κρούσμα αυτό, η προσπάθεια για ιχνηλάτηση και καραντίνα μέσα και γύρω από τη Μόρια συνάντησε την καχυποψία, την εχθρότητα  και την παραπληροφόρηση. Άρχισαν διενέξεις και συγκρούσεις με τους υπολοίπους μετανάστες που καταλάβαιναν ότι κινδύνευαν να κολλήσουν όλοι. Η καταστροφική εξέλιξη των γεγονότων σοκάρει αλλά δεν πρέπει ν αποτελεί έκπληξη. Ας θυμηθούμε την περίπτωση των Ρομά στη Λάρισα, ανθρώπων που ζούν σε κανονικά σπίτια, μιλάνε ελληνικά, είναι Έλληνες πολίτες και όμως είδαν κι έπαθαν οι Αρχές μέχρι να τους πείσουν για καραντίνα. Τη συνέχεια την ξέρουμε.

 

Αμέσως μετά την πυρκαγιά η μόνη παρουσία δίπλα στους ανθρώπους που ήταν κυριολεκτικά στο δρόμο χωρίς τροφή και νερό ήταν τα μπλόκα της αστυνομίας. Τρείς μέρες μετά, αν και έφτασαν οι πρώτες σκηνές, η πλειοψηφία είναι ακόμα στο δρόμο. Ο αρμόδιος υφυπουργός Γ.Κουμουτσάκος συνέκρινε την εικόνα αυτή με την επαύριο ενός σεισμού (!) δηλαδή ενός έκτακτου φυσικού φαινομένου που γι αυτό δεν ευθύνεται κανείς. Καμία αυτοκριτική! Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθάρισε ψυχρά:“Κάποιοι δεν σέβονται τη χώρα που τους φιλοξενεί. (!) Θεώρησαν ότι αν πυρπολήσουν τη Μόρια, θα φύγουν αδιακρίτως από το νησί. Τους λέμε ότι δεν κατάλαβαν. Δεν πρόκειται να φύγουν εξαιτίας της φωτιάς, παρά μόνο τα ασυνόδευτα ανήλικα(...)” . Δηλαδή από τη μια μεριά έχουμε μερικούς πιθανούς εμπρηστές, τρελλαμένους, απελπισμένους, ίσως  παραπλανημένους από “καλοθελητές” (οπαδούς της ιδεοληψίας καραντίνα=πρόσχημα για πλήρη καθυπόταξη), ενδεχομένως και κακοποιά στοιχεία, που επιπλέον αδιαφορούν για την υγεία των υπολοίπων.(Όπως ακριβώς αδιαφορούν για την υγεία μας και αρκετοί συμπατριώτες μας!) Από την άλλη ένας πληθυσμός χιλιάδων, με οικογένειες, μικρά παιδιά, ευπαθή άτομα. Αλλά σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο τις επιπτώσεις πρέπει να τις υποστεί ολόκληρος ο πληθυσμός της Μόριας. Ισοπεδωτική και εκδικητική λογική επί δικαίων και αδίκων.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ξεσπούν συνεχείς διαδηλώσεις αιτούντων άσυλο με αίτημα:“Θέλουμε να φύγουμε, αφήστε μας ελεύθερους!” Απάντηση : Κλούβες ΜΑΤ και εσπευσμένος προσωρινός καταυλισμός σε δημόσια έκταση. Πόσοι και πώς θα πεισθούν να πάνε; 

 

Migrants, μια λέξη αμετάφραστη

 

Δε χρειάζονται ιδιαίτερες ψυχολογικές ικανότητες για να διακρίνει κανείς στα παραπάνω παραδείγματα την συναισθηματική ανεπάρκεια στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Ωστόσο αυτό το έλλειμμα ενσυναίσθησης δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση, αλλά το βλέπουμε στις αντιδράσεις και των άλλων κομμάτων και ακόμα περισσότερο στους τοπικούς παράγοντες, στα ΜΜΕ και σε μεγάλο μέρος της ίδιας της κοινωνίας. Τις τελευταίες μέρες σε πολλές πόλεις της Γερμανίας έγιναν διαδηλώσεις συμπαράστασης προς τους μετανάστες /πρόσφυγες της Μόριας, ενώ πολλοί δήμοι και κοινότητες στη Γερμανία έχουν δηλώσει την προθυμία τους να δεχτούν πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά. Το Σοσιαλιστικό κόμμα, οι Πράσινοι και η Linke αλλά και πολλοί από το κόμμα της Μέρκελ καλούν την κυβέρνηση να πάρει πρωτοβουλία και να δεχτεί την επανεγκατάστασή τους. Μήπως είδατε παρόμοιες διαδηλώσεις στην Ελλάδα; Είδατε επαρχιακές πόλεις πρόθυμες να δεχτούν πρόσφυγες; (απ όσο ξέρω μόνον η Τήλος!). Αυτό που είδαμε ήταν αντίθετες εκδηλώσεις - ας μην τις χαρακτηρίσω. 

Στις πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιείται ο όρος migrantγια τον περιπλανώμενο, τον απόδημο, όρος που περιέχει και τον πρόσφυγα και τον μετανάστη, έννοιες που είναι δύσκολο να διαχωριστούν εκ πρώτης όψεως. Η λέξη θυμίζει τις μετακινήσεις (migrations) των ανθρωπίνων πληθυσμών από τον καιρό του Sapiens και του Neanderthal. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ελληνικά η λέξη migrant είναι αμετάφραστη.  Στη χώρα μας ολοένα και περισσότεροι χρησιμοποιείται η λέξη μετανάστης ή λαθρομετανάστης που παραπέμπει στον παρείσακτο, τον παράνομο, ακόμα και στον εισβολέα (αλλά και ο χαρακτηρισμός όλων συλλήβδην ως προσφύγων είναι εκτός πραγματικότητας και εντός πολιτικής σκοπιμότητας, κάθε άλλο παρά εποικοδομητικής). Η γλώσσα μεταξύ άλλων εκφράζει και το επίπεδο εξέλιξης του δημοκρατικού αισθήματος, και το επίπεδο της ενσυναίσθησης μιας κοινωνίας. Το έλλειμμα στον λόγο συμβαδίζει με έλλειμα στις  πράξεις. Για παράδειγμα, τα ελληνικά ΜΜΕ λένε κατά κανόνα “μετανάστες” και στην πράξη σχεδόν ποτέ δεν δίνουν το λόγο σε αυτούς τους ανθρώπους- πόσο μάλλον συνέντευξη. Ακούμε μόνο “οι Τούρκοι” και όχι “το καθεστώς Ερντογάν” και στην πράξη δεν δίνεται δημοσιότητα σε διαδηλώσεις στην Τουρκία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στα ελληνικά κανάλια πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα δύο γεγονότα, που επί μέρες ήταν πρώτη είδηση στα ξένα ΜΜΕ: η δηλητηρίαση του Ναβάλνυ και η δημοκρατική εξέγερση στην Λευκορωσία με την ανελέητη καταστολή, τους νεκρούς και τις απαγωγές (που φυσικά προκαλεί μεγαλύτερη αγανάκτηση παγκοσμίως από τις απειλές του Ερντογάν). Δημοσιογραφική αστοχία; Όχι, Αδυναμία  αξιολόγησης τέτοιων γεγονότων, που πηγάζει από την έλλειψη ενσυναίσθησης και τον εγωκεντρισμό που κατά τη γνώμη μου πλειοψηφούν σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Άλλο σχετικό παράδειγμα η ανεπαρκής κατανόηση του τί σημαίνει civil society  (το “κοινωνία των πολιτών” δεν το αποδίδει πλήρως). Πρωτοβουλίες όπως οι άτυπες μορφές αλληλεγγύης, ο εθελοντισμός, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις δεν μπορούν να κατανοηθούν ως καρπός της βούλησης ενεργών πολιτών αλλά θεωρούνται κατ αρχήν ύποπτες και ο δρόμος της συνωμοσιολογίας είναι η εύκολη καταφυγή.

 

ΜΟΡΙΑ -ΒΙΚΤΩΡΙΑ και πάλι πίσω

 

Last but not least: Η οδύσσεια του Σομαλού φέρνει στο προσκήνιο και το πρόβλημα της ένταξης όσων είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Μπορεί να επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες ασύλου, μπορεί η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (UNHCR) να διατυπώνει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, αλλά η καθημερινή πραγματικότητα είναι διαφορετική: Ανύπαρκτοι ή ανεπαρκείς  μηχανισμοί ένταξης, όπως εκμάθηση ελληνικών, επαγγελματική κατάρτιση,  διαδικασίες πιστοποίησης και αξιοποίησης ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων, διευκολύνσεις για εξεύρεση κατοικίας. Παλινωδίες για το χρόνο παραμονής σε δομές μετά τη χορήγηση ασύλου. Το έγγραφο θετικής απόφασης για άσυλο δεν είναι άδεια παραμονής ούτε αποτελεί ταξιδιωτικό έγγραφο, πρέπει κανείς να κάνει χωριστές αιτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οδηγίες της UNHCR παραπέμπουν συχνά στη βοήθεια των (δαιμονοποιημένων) ΜΚΟ. Έτσι, επόμενο είναι οι άνθρωποι αυτοί να συνωστίζονται στο γνωστό στέκι της Βικτώριας, όπου έρχονται σε επαφή με τα άτυπα δίκτυα είτε ανιδιοτελών εθελοντών, είτε εκμεταλλευτών, για δουλειά, κατάλυμα κλπ. Πολύ δύσκολα σε εποχή ανεργίας και κορωνοϊού. Και είναι φυσικό να θέλει κανείς να ξαναγυρίσει στη “σιγουριά” ενός καταυλισμού. Μόρια - Βικτώρια και πάλι πίσω.