Η κατάσταση η οποία ισχύει σήμερα στην εξωτερική μας πολιτική όπου η χώρα μας προσπαθεί να είναι τυφλά υπάκουη στα κελεύσματα των διεθνών μας εταίρων και μόνον, είτε στο επίπεδο του ΝΑΤΟ είτε και στο επίπεδο της Ε.Ε. , αποδεικνύεται ότι δεν είναι και το ωφελιμότερο για εμάς. Είναι αδήριτη ανάγκη να αναπτυχθούν ειδικές και βαθιάς εμπιστοσύνης διακρατικές σχέσεις με χώρες που έχουμε κοινά ερείσματα και οι οποίες σχέσεις θα επιφέρουν τη διαφορά.
Το χρονικό
Δύο τουλάχιστον γεγονότα δεν θα ξεχαστούν ποτέ, όσον η ιστορική μνήμη αναφέρεται στον αείμνηστο Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη. Το πρώτο ήταν η τόλμη που επέδειξε τον Ιούλιο του ΄63 όντας πρωτοδίκης και ειδικός ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη να αντιπαρατεθεί στο βαθύ κράτος της δεξιάς και να υποδείξει τους πρωταίτιους δράστες. Το δεύτερο ήταν η ρήση του σε κάποια δήλωσή του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Π.τ.Δ. ότι οι ‘Ελληνες είμαστε ‘’έθνος ανάδελφον ‘’ εννοώντας ότι δεν υπάρχει άλλος λαός που να σχετιζόμαστε γενεαλογικά.
Η Λιβύη
Ο στρατάρχης Χαφτάρ διατελεί τώρα και μερικά χρόνια ως ο ηγέτης εν είδη προέδρου της ανατολικής περιοχής της Λιβύης καθόσον στη χώρα τους επικρατεί διχασμός εξουσίας με τη δυτική περιοχή να έχει άλλη κυβέρνηση και η ανατολική περιοχή άλλη κυβέρνηση. Τον Χαφτάρ τον αποκαλέσαμε εντελώς σκωπτικά ως ‘’σύντροφο’’ καθόσον πριν δύο περίπου χρόνια όταν είχε προκύψει το θέμα με το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, που υπεγράφει από την Τουρκία και την κυβέρνηση της Δυτικής Λιβύης και το οποίο θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στη περιοχή, ο στρατάρχης Χαφτάρ ήταν αντίθετος και μάλιστα είχε επισκεφτεί τη χώρα μας σε ένδειξη συμπαράστασης προς τα έντονα διαβήματα της Ελλάδας προς τη διεθνή κοινότητα.
Η αλλαγή θέσης του «συντρόφου»
Τον τελευταίο καιρό πράγματι ο στρατάρχης Χαφτάρ, έπειτα φυσικά από τις επιτυχείς διπλωματικές κινήσεις της Τουρκίας έχει αλλάξει στάση κάνοντας στροφή 180 μοιρών, υποστηρίζοντας πια τις θέσεις της Τουρκίας και το Τυρκολιβυκό μνημόνιο. Μάλιστα μόλις την προηγούμενη Τρίτη 8 Ιουλίου, η κυβέρνηση του Χαφτάρ αρνήθηκε να συναντήσει και στη πραγματικότητα απέπεμψε τον Ευρωπαίο επίτροπο μετανάστευσης και τους τρείς υπουργούς μετανάστευσης που τον συνόδευαν , της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Μάλτας. Η Επίσκεψή τους αυτή στην ανατολική Λιβύη ήταν για να συζητήσουν για τις μεταναστευτικές ροές από την Λιβύη προς την Κρήτη που βρίσκονται τις ημέρες αυτές σε μεγάλη έξαρση.
Η μεγάλη διπλωματική αποτυχία
Το περιστατικό αυτό σημειώνεται ως μια παταγώδης αποτυχία της Ελληνικής διπλωματίας καθότι η αποστολή αυτή αφορούσε κυρίως την Ελλάδα που είναι και ο αποδέκτης των χιλιάδων μεταναστών. Ωστόσο η επίσκεψη αυτή δεν κρίνεται ως μία μεμονωμένη αποτυχία, αλλά φανερώνει μια συνολική αποτυχία στην προσέγγιση της χώρας μας προς την κυβέρνηση της ανατολικής Λιβύης που ενώ στερείται της διεθνούς νομιμοποίησης διαθέτει ισχυρά λαϊκά ερείσματα και δυναμική εξουσίας. Την αποτυχία αυτή εκμεταλλεύτηκε η διπλωματία της Τουρκίας και ανέτρεψε τις προτιμήσεις του στρατάρχη Χαφτάρ υπέρ τους.
Τα περασμένα «μεγαλεία»
Όμως όλοι ενθυμούμαστε ότι μερικές δεκαετίες πριν η Λιβύη και ο τότε ηγέτης της ο συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι ήταν αποδεδειγμένα από τους καλύτερους φίλους και στρατηγικούς συμμάχους της Ελλάδας. Η προσέγγιση μάλιστα της Λιβύης και του Καντάφι είχε φτάσει στο υψηλότερο σημείο, όταν το 1984 ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου διαμεσολάβησε ανάμεσα στον τότε πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουάν Μιτεράν και στον Μουαμάρ Καντάφι για να έρθουν σε συμφωνία μεταξύ τους, καθόσον οι δύο χώρες είχαν βρεθεί στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης. Μνημειώδης θα μείνει η πρόσκλησή τους από τον Παπανδρέου και η συνάντησή τους τον Νοέμβριο του 1984 στην Ελούντα της Κρήτης όπου κλείστηκε και η συμφωνία. Πέραν βέβαια αυτού του γεγονότος η Ελλάδα έχαιρε ιδιαίτερων συμφωνιών αγοράς Λιβυκού πετρελαίου σε ειδικές τιμές, καθώς και των συμφωνιών για την εκτέλεση τεράστιων τεχνικών έργων, όπως αεροδρομίων, μεγάλων οδικών αξόνων, αλλά και πολεοδομήσεων ολόκληρων περιοχών, από Ελληνικές τεχνικές εταιρείες. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα για τη χώρα μας έπαψαν να υπάρχουν όταν οι Αμερικανοί, ως οι παγκόσμιοι πάτρωνες, αποφάσισαν ότι ο Καντάφι έπρεπε να ανατραπεί, υποτίθεται προς χάριν της εγκαθίδρυσης δημοκρατικού καθεστώτος στη Λιβύη. Όμως αντί για τη μετάβαση σε δημοκρατικό καθεστώς οι Λίβυοι κατέληξαν δυστυχώς σε εμφύλια σύρραξη που κατά καιρούς αναζωπυρώνεται και που τελικά οδήγησαν τη χώρα τους στη χαώδη κατάσταση των δύο στρατών και των δύο κυβερνήσεων. Έτσι και η Ελλάδα έχασε τα προνόμιά της σε σχέση με τη Λιβύη γιατί δεν βρέθηκε κάποια άλλη ισχυρή προσωπικότητα να αποκαταστήσει τις σχέσεις των δύο χωρών που δυστυχώς είχαν ναυαγήσει.
Η ισχυρή ηγεσία, ως αντιστάθμισμα ‘’του ανάδελφου έθνους’’ Αναφερθήκαμε στο παράδειγμα της Λιβύης για να έχουμε μια ιδέα της αναγκαιότητας να υπάρχουν δυνατές και έξυπνες πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις σε επίπεδο ηγεσίας από τη χώρα μας για να βρισκόμαστε σε ικανοποιητικό επίπεδο διεθνούς κύρους. Και αυτό κατά το πρόσφατο παρελθόν στη χώρα μας το διαπιστώσαμε είτε με την προσέγγιση Ελλάδας – Γαλλίας με τους χειρισμούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά πολύ περισσότερο με την προσέγγιση αρκετών Αραβικών χωρών, όπως και χωρών της Βαλκανικής αλλά επίσης και με το κίνημα των χωρών των Αδεσμεύτων, με τους ανάλογους χειρισμούς του Ανδρέα Παπανδρέου. Εφόσον λοιπόν η Ελλάδα δεν σχετίζεται ούτε και γενεαλογικά με καμία άλλη χώρα και όντας πραγματικά ‘’ανάδελφο έθνος ’’ κατά τη ρήση του Σαρτζετάκη, για να μπορεί να έχει την ανάλογη βοήθεια σε περιστάσεις δύσκολες και απειλητικές, θα πρέπει να δομούνται τέτοιες δυνατές προσεγγίσεις και συμμαχίες.
Το αποδεδειγμένο έλλειμμα διεθνών σχέσεων
Έχουν περάσει τουλάχιστον δύο δεκαετίες που η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να δομήσει ισχυρές συμμαχίες με αφορμή κάποια κοινά ερείσματα με άλλες χώρες στο διεθνή χώρο. Ίσως η μόνη χώρα με την οποία υπάρχει μια στενότερη σχέση, αν και αυτή έχει ατονήσει αρκετά τελευταία, είναι η Σερβία. Με τη Σερβία μας συνδέουν δεσμοί τόσο όμοιας θρησκευτικής πίστης, όσο και κοινών αγώνων για την ανεξαρτησία τόσο κατά την Οθωμανική περίοδο όσον όμως και κατά των Χιτλερικών την δεκαετία του΄40. Εκτίμησή μας είναι ότι η Ελληνική εξωτερική πολιτική θα θεωρηθεί ξανά επιτυχημένη όταν θα καταφέρει να αναπτύξει τέτοιες σχέσεις. Αυτή η κατάσταση η οποία ισχύει σήμερα στην εξωτερική μας πολιτική όπου η χώρα μας προσπαθεί να είναι τυφλά υπάκουη στα κελεύσματα των διεθνών μας εταίρων και μόνον, είτε στο επίπεδο του ΝΑΤΟ είτε και στο επίπεδο της Ε.Ε. , αποδεικνύεται ότι δεν είναι και το ωφελιμότερο για εμάς. Είναι αδήριτη ανάγκη να αναπτυχθούν ειδικές και βαθιάς εμπιστοσύνης διακρατικές σχέσεις. Αυτές οι επιπλέον διακρατικές σχέσεις ή οι διαφοροποιήσεις σε κρίσιμες λεπτομέρειες ήδη υπαρχουσών διακρατικών σχέσεων είναι εκείνες που φέρνουν τη διαφορά για μια επιτυχημένη εξωτερική πολιτική. Εκτίμησή μας λοιπόν είναι ότι η Ελλάδα μας, παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα στο κεφάλαιο των πολύ στενών διακρατικών σχέσεων .