Ούτε συριζοφοβία ούτε συριζολαγνεία.

Μάρω Ευαγγελίδου 07 Ιουν 2014

Είχα συνυπογράψει την έκκληση προς την ΔΗΜΑΡ να ανταποκριθεί στην πρωτοβουλία των 58 για την κεντροαριστερά, αφενός επειδή πιστεύω βαθειά στις πολιτικές συγκλίσεις και αφετέρου επειδή εκτιμώ ότι η ενδυνάμωση της πολιτικής έναντι της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στη σημερινή ιστορική συγκυρία περνά μέσα από την ισχυροποίηση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας.

Δέχθηκα ωστόσο την απόφαση του συνεδρίου όχι μόνο από σεβασμό στην πλειοψηφία του χώρου στον οποίο «ανήκω», (παρότι απογοητευτική η διαδικασία που υποχρέωνε τα μέλη να στοιχηθούν πίσω από προειλημμένες θέσεις) αλλά και επειδή ήταν αδύνατον να «ανήκω» στην πρωτοβουλία των 58, όταν διαπίστωσα ότι η ενοποιητική ουσία της ήταν πτωχή και περιστρεφόταν, σε μεγάλο βαθμό, γύρω από την εκτίμηση ότι η ενδεχόμενη έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα ήταν καταστροφική. Δεν συμμερίζομαι αυτή την εκτίμηση επειδή διαισθάνομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία θα επιδείξει μια ικανότητα προσαρμογής σε δρομολογημένες πολιτικές, πολύ μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, κυρίως επειδή είναι δεμένος χειροπόδαρα από συμβάσεις, νόμους και λοιπές δεσμεύσεις, αλλά και επειδή δείχνει δείγματα ευκολίας στην οικειοποίηση της πολιτικής διγλωσσίας του βαθέως ΠΑΣΟΚ, κληρονομιά που πάει πακέτο με τον λαϊκισμό του πολιτικού του λόγου.

Επειδή όμως δεν μ’ αρέσουν οι προβλέψεις (για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ θα «τολμούσε» να αδειάσει τον Θεοχάρη?), θα έλεγα ότι ακόμα και όσοι εκτιμούν ότι θα είναι καταστροφική η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αδικούν την ιδέα της κεντροαριστεράς αν θεωρούν ως προαπαιτούμενο συσπείρωσης αυτή την εκτίμηση, και υποτιμούν την εσωτερική μάχη (εντός του ΣΥΡΙΖΑ) των δυνάμεων που πιστεύουν στη διακυβέρνηση της αριστεράς εν γνώσει των δυσκολιών του εγχειρήματος και εν γνώσει των απαιτούμενων πολιτικών συμβιβασμών, έναντι αυτών που είτε φοβούνται την διακυβέρνηση είτε απλουστευτικά καλλιεργούν την αντίληψη ότι η ανάληψη εξουσίας θα καθιερώσει την πολιτική βούληση εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων έναντι των «δοσίλογων» μνημονιακών κυβερνήσεων.

Στον αντίποδα αυτής της θέσης η διαφαινόμενη –μετά τη συντριβή- στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ ηγετικών στελεχών της ΔΗΜΑΡ, είναι εξ ίσου προβληματική. Μου θυμίζει την φάση Σημίτη όπου στελέχη της ανανεωτικής τάσης πρότειναν στον ΣΥΝ να συνεργαστεί με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, πρόταση που δεν είχε τότε διατυπώσει καν ο ίδιος ο Σημίτης. (Ας θυμηθούμε το εύστοχο σχόλιο του Μιχάλη, «έχουμε δ/νση και τηλέφωνο για όποιον θέλει να μας απευθυνθεί»).

Είναι σαφές ότι πίσω από αυτές τις δύο τάσεις υποφώσκουν κρίσιμες πολιτικές διαφορές στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά μου είναι επίσης σαφές ότι δεν έχουν αναδειχθεί αυτές οι διαφορές και κυρίως δεν έχουν ανοίξει οι αναγκαίες διαδικασίες ανίχνευσής τους, παρά τη φιλότιμη συμβολή εκδοτικών φόρουμ όπως η «Μεταρρύθμιση», που περιορίζονται εκ των πραγμάτων σε θέματα αιχμής. Εκεί έγκειται ένα ακόμα αδύναμο σημείο των 58: η άρνηση συντονισμένης παρουσίας της πρωτοβουλίας στις περιφερειακές εκλογές, με την συνεπαγόμενη αποδοχή προσώπων ενός κατ’ εξοχήν θλιβερού παλαιοκομματικού προφίλ, πόρω απέχοντος από τις απαιτήσεις του πρότυπου περιφερειακής διακυβέρνησης που προάγει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, συνέβαλε στο θολό στίγμα της πρωτοβουλίας, στην εύκολη οικειοποίηση της «Ελιάς» από το ΠαΣοΚ και εν τέλει στο προβάδισμα Ποταμιού και ΣΥΡΙΖΑ, που αποτυπώθηκε στην Αττική.

Ελλείψει λοιπόν πολιτικών επεξεργασιών εφευρίσκουμε όρους διαφοροποίησης της ταυτότητας, όπως «προοδευτικό πρόσημο», και ολισθαίνουμε στο αμάρτημα της κατάταξης των ανθρώπων της κεντροαριστεράς σε φιλοσυριζικούς και φιλοπασοκικούς, βάσει ενδείξεων ή συναναστροφών, ή τους ζητάμε να αυτοπροσδιοριστούν υπό αυτό το δίλημμα και χάνουμε το ενδεχόμενο δημιουργικής συμβολής τους στις πολιτικές επεξεργασίες εκτός πολιτικής ταμπέλας, κάτι που ζητάει ο μέσος κεντροαριστερός, προοδευτικός ή μη, όπως ανέδειξε το υψηλό ποσοστό του «Ποταμιού».

Η πολιτική ομιλία του Σπύρου Λυκούδη δεν περιέπεσε στο αμάρτημα και ήταν ηγετικού αναστήματος, όχι λόγω ενός προσωπικού ηγετικού ύφους (που «τόχει» αν θέλει, αλλά λίγη σημασία έχει), όσο γιατί ανέδειξε με εμμονή την ηγεμονική λειτουργία του πολιτικού λόγου που οφείλει να αναπτύξει η ΔΗΜΑΡ στη δημιουργία της κεντροαριστεράς, ακόμα και με το χαμηλό ποσοστό της, αν αναγνωρίσει όμως την θετική συμβολή των άλλων δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, «ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥΣ» .

Ωστόσο μια ηγετική πρόταση θα πρέπει πρώτιστα να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό (όπως τα μέλη της ΔΗΜΑΡ που πιστεύουν ότι ορθώς αποχωρήσαμε από την κυβέρνηση) και να απαντήσει σε όλα τα πολιτικά ερωτήματα που απασχολούν αυτό το κοινό. Το κρισιμότερο από αυτά, για τη ΔΗΜΑΡ αλλά όχι μόνο, είναι κατά πόσον είναι δυνατόν -και με ποιες διαδικασίες – να οικοδομηθεί μια πολιτική συνεργασία μεταξύ των δυνάμεων της κεντροαριστεράς που βρίσκονται στην κυβέρνηση (ΠαΣοκ) και αυτών που δεν βρίσκονται, (ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι) .

Μια από τις απαντήσεις που επιδέχεται το ερώτημα, όπως εγώ θα την ήθελα ως απλό κομματικό μέλος, είναι η δημιουργία ευέλικτων δομών διαλόγου, εν είδει «φόρουμ παράταξης» είτε υπό την σκέπη των κομμάτων (πχ με συναντήσεις των θεματικών τους τομέων πολιτικής) είτε εκτός αυτών μεν αλλά φιλικών προς αυτά, στη βάση των εξής παραδοχών :

– Ότι η εξειδίκευση του πολιτικού στίγματος της κεντροαριστεράς μπορεί να γίνει καλύτερα βάσει διακριτών επεξεργασιών ΑΝΑ ΤΟΜΕΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ, διότι η θεματική προσέγγιση σε υποχρεώνει να εξετάσεις ενιαία και ολοκληρωμένα τις διεθνείς τάσεις, τις εθνικές ‘ιδιομορφίες’ ή παθογένειες, τις κατά καιρούς απόπειρες αντιμετώπισης τους, και κυρίως να επεξεργαστείς τις πολιτικές προτάσεις μεταρρύθμισης της κεντροαριστεράς, που δεν ταυτίζονται εξ ορισμού με τις προτάσεις της κυβέρνησης και της συγκυρίας, αλλά προσβλέπουν σε μια «κεντροαριστερή» έξοδο από την κρίση.

– Ότι η ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡ ΣΤΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ( η έλλειψη της οποίας ήταν ένα λάθος του συνεδριακού διαλόγου που μπορεί να καλυφθεί έστω καθυστερημένα), θα είναι πολύτιμη σαν «ιστορικό μάθημα» για την αριστερά της ευθύνης τόσο ως τεχνογνωσία διακυβέρνησης, όσο και ως πεδίο εσωτερικών συνθέσεων μέσα στο κόμμα αλλά και προσωπικής ανάληψης ευθυνών, όπου απαιτείται. Με την αποτίμηση αυτή, αναγνωρίζουμε ότι η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση έχει πολιτικό ενδιαφέρον όχι μόνο ως συγκυριακή συμβολή στην πολιτική σταθερότητα λόγω κρίσης, αλλά και ως πολιτική επιλογή της αριστεράς της ευθύνης για την οποία δεν ντρεπόμαστε όπως διαφαίνεται στη στάση μερικών στελεχών, που καλλιεργήθηκε με την άτακτη αποχώρηση. Θα πρότεινα μάλιστα η αποτίμηση αυτή να συμπεριλάβει συνθετικά την κυβερνητική και την κοινοβουλευτική μας παρουσία εκείνη την περίοδο, αναγνωρίζοντας τον πυρήνα της πολιτικής σκέψης της ανανεωτικής αριστεράς, δηλαδή ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν σμιλεύονται μόνο στη Βουλή, που θεωρείται «άνδρο της δημοκρατίας», αλλά και στην άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας, μέσω μιας διαδικασίας λήψης αποφάσεων που εμπεριέχει την επεξεργασία προωθητικών πολιτικών συμβιβασμών, όπως απαιτείται στα διακομματικά κυβερνητικά σχήματα.

– Ότι η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ της ΔΗΜΑΡ (αλλά και του ΠΑΣΟΚ αν θέλει να ανοίξει διάλογο για την κεντροαριστερά) οφείλει στα μέλη, στους ψηφοφόρους και την κοινωνία μια πιο ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΈΡΓΟΥ ΤΗΣ και των πολιτικών μαχών που δίνονται στο κοινοβούλιο (πριν και μετά την αποχώρηση από την κυβέρνηση) και κυρίως οφείλει να συμβάλλει πιο ουσιαστικά στις θεματικές επεξεργασίες της κεντροαριστεράς. Προσωπικά δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι η καταψήφιση ορισμένων ΣΝ από τους βουλευτές της ΔΗΜΑΡ υποκρύπτει πάντα μια πολιτική δειλία ανάληψης ευθύνης ή ένα κομφορμισμό (που αν υπάρχουν μπορεί να οδηγούν εξ ίσου σε άκριτη υπερψήφιση). Διαισθάνομαι ότι μπορεί να εκφράζει μια ουσιαστική πολιτική διαφοροποίηση η οποία είναι λίγο ως πολύ ασαφής ανάλογα με την ωριμότητα του αγορευτή στη Βουλή, αλλά και δικαιολογημένη με δεδομένη την συνθετότητα των πολιτικών ζητημάτων, την περιορισμένη διαδικασία πολιτικής διαβούλευσης που αναπτύσσουν ιστορικά τα κυβερνητικά πολιτικά κόμματα, την πολιτική παράδοση της αριστεράς και κυρίως της «ριζοσπαστικής» που απεχθάνεται την διατύπωση αντιπροτάσεων, την έλλειψη εμπειρίας διακυβέρνησης από την ανανεωτική αριστερά και εν τέλει τη δυσκολία επιβίωσης της πολιτικής νηφαλιότητας εντός των συμπληγάδων.

Αν συμφωνήσουμε στις παραπάνω παραδοχές θα είμαστε σε καλό δρόμο για μια θετική υπέρβαση της εσωκομματικής κρίσης.

Οι «θεσμικοί τόποι» όπου η κεντροαριστερά είναι ήδη στην εξουσία όπως οι Δήμοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, προσφέρονται για την δημιουργία τέτοιων «παρατάξεων» πολιτικού διαλόγου, όπως αντίστοιχα και οι τόποι όπου η κεντροαριστερά είναι στην αντιπολίτευση, όπως η Περιφέρεια Αττικής, έτσι ώστε το πείραμα να «παίξει» και τους δύο ρόλους: της διακυβέρνησης και της εποικοδομητικής αντιπολίτευσης, και μάλιστα σε μια νέα και άπειρη εξουσία όπως αυτή της παράταξης της κας Δούρου, που έχει να παίξει για πρώτη φορά το στοίχημα της διακυβέρνησης υποστέλλοντας την προεκλογική της έπαρση.

Τα σύνθετα ερωτήματα της εποχής μας απαιτούν σύνθετες πολιτικές λύσεις και αυτές δεν μπορεί παρά να προκύψουν από σύνθετες πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες όμως βασίζονται σε μια απλή αλήθεια: για να ακολουθήσουν την όποια πρωτοβουλία προοδευτικού δημοκρατικού σοσιαλισμού οι απλοί ψηφοφόροι του αθροιστικού ποσοστού που έλαβαν τα κόμματα που αναφέρονται σ΄ αυτήν, θα πρέπει να μπορούν να αναπτύξουν ένα αίσθημα του «ανήκειν» σ΄ αυτό το πολιτικό στοίχημα. Θα σταθούν οι ηγεσίες των κομμάτων –αρχίζοντας από τη ΔΗΜΑΡ που έχει την υποχρέωση μιας πολιτικής στροφής λόγω της εκλογικής της συντριβής- στο ύψος αυτής της απλής απαίτησης της βάσης?