Η σύντομη άνοιξη του πολύχρωμου ελληνικού πολυκομματισμού

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 21 Μαρ 2015

Ο σχετικά υψηλός βαθμός κοινωνικής και γεωγραφικής ομοιογένειας του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα δημιουργούσε ανέκαθεν τις προϋποθέσεις για την εδραίωση ενός δικομματικού κομματικού συστήματος. Η απουσία πολλών και παράλληλων κοινωνικών διαιρέσεων και η περιορισμένη σημασία της γεωγραφίας ως παράγοντα διαφοροποίησης της ψήφου στην Ελλάδα καθιστούσαν μη εκλογικά σημαντική τη συμμετοχή παραπάνω των δύο κομμάτων, καθώς το σύνολο της ζήτησης μπορούσε να εξυπηρετηθεί από δύο μόνο κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία συνήθως συναρτήσει της διάθεσης των εκλογέων να επιβραβεύσουν ή να τιμωρήσουν την εκάστοτε κυβέρνηση είτε για τις οικονομικές της επιδόσεις, είτε για την τήρηση των ηθικών της δεσμεύσεων.

Η αιφνιδιαστική κατάρρευση της οικονομίας και η ένταση του συναισθήματος διάψευσης των προσδοκιών έθρεψαν, στον δρόμο για τις εκλογές του 2012, μια γενικευμένη και παράλληλη προς τους δύο πυλώνες του δικομματισμού τιμωρητική διάθεση. Όπως συμβαίνει πάντα στην αγορά όταν γεννιέται μια νέα ζήτηση, το κενό έσπευσε να καλύψει και στο πεδίο του εκλογικού ανταγωνισμού η προσφορά νέων κομμάτων. Και όπως επίσης συμβαίνει συχνά στην αγορά, όσο τα προσφερόμενα είδη δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη, η ζήτηση κατακερματίζεται προς πολλούς και διαφορετικούς παρόχους. Η ομοιάζουσα με την τυχαία κατανομή ψήφου στις εκλογές του Μαΐου 2012 -με τέσσερα κόμματα να λαμβάνουν μεταξύ 10% και 19% και άλλα έξι μεταξύ 2.5% και 7%- αποτυπώνει την αγωνία της αναζήτησης νέων επιλογών. Καλύπτοντας μάλιστα έναν διευρυμένο χώρο του ιδεολογικού φάσματος, η αποτύπωση των θέσεων των κομμάτων στις εκλογές του Μαΐου 2012 οδήγησε πολλούς στο βεβιασμένο συμπέρασμα ότι ο μετριοπαθής δικομματισμός του ελληνικού συστήματος είχε μετατραπεί σε έναν πολωμένο πολυκομματισμό. Όμως πόσο στέρεη ήταν αυτή η μεταβολή;

Ο διλημματικός χαρακτήρας του διακυβεύματος του Μνημονίου στις εκλογές του Ιουνίου 2012 άσκησε, ίσως συγκυριακά, μια τεχνητή επίδραση συγκέντρωσης, με συνέπεια τα δύο πρώτα κόμματα να σκαρφαλώσουν στο 56% των ψήφων (από 35% το Μάιο). Όμως από το Φθινόπωρο του 2013, η αποδυνάμωση των κομμάτων της ήσσονος αντιπολίτευσης κατέστησε όλο και σαφέστερη την τάση επιστροφής του ελληνικού κομματικού συστήματος στον κλασικό δικομματικό του χαρακτήρα:

(α) Το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπιζε τις φυσικές συνέπειες της συμμετοχής με δεύτερο ρόλο και χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις από τον «μεγαλύτερο εταίρο» σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.

(β) Η ΔΗΜΑΡ αντιμετώπιζε τις συνέπειες της αποχώρησής της από την κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2013, αλλά και της αρχικής της ένταξης σε αυτήν, βαλλόμενη την ίδια στιγμή τόσο από όσους επιθυμούσαν την υιοθέτηση ήπιας και ενδοκυβερνητικής στρατηγικής, όσο και από όσους επιθυμούσαν εξ αρχής τη διατήρηση από το κόμμα αντιπολιτευτικού ρόλου.

(γ) Η Χρυσή Αυγή αντιμετώπιζε τις συνέπειες των συλλήψεων ηγετικών στελεχών της, οι οποίες της στερούσαν τη δυνατότητα μιντιακής προβολής τους μέσω της κοινοβουλευτικής τους παρουσίας, αλλά και των αποκαλύψεων ωμής βίας του κόμματος σε βάρος τρίτων, οι οποίες και αποθάρρυναν τμήμα των ψηφοφόρων της.

(δ) Οι ΑΝΕΛ αντιμετώπιζαν αφενός τις συνέπειες της μειωμένης συνοχής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, αφετέρου τις συνέπειες της προσέγγισής τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στερούσε τμήμα της προσλαμβανόμενης πολιτικής διαφορετικότητάς τους από το ένα κατά τα άλλα εξίσου αντί-μνημονιακό κόμμα.

(ε) Το ΚΚΕ αντιμετώπιζε τις συνέπειες της άρνησής του να υποβαθμίσει καθάριες, πλην όμως ριζοσπαστικές, πολιτικές θέσεις προκειμένου να αξιοποιήσει την ευνοϊκή συγκυρία.

Ο ερχομός της Άνοιξης του 2014, με το αποτυχημένο πείραμα της ανασύνθεσης του ΠΑΣΟΚ και η γρήγορη διόρθωση στην απήχηση του νέο-ιδρυθέντος Ποταμιού, παρά την αρχική δυναμική που εμφάνισε, δεν άλλαξε την εικόνα γρήγορης υποχώρησης της πολυχρωμίας του κομματικού συστήματος. Στις Ευρωεκλογές του 2014, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συγκέντρωσαν το 70% της δύναμης που είχαν συγκεντρώσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012, αναλογία αντίστοιχη αυτών που είχαν καταγραφεί και σε προηγούμενες Ευρωεκλογές σε σχέση με τις χρονικά εγγύτερες σε αυτές βουλευτικές. Η σταδιακή πρόσληψη από την κοινή γνώμη της πολιτικής αντιπαράθεσης ως διχοτομικής, ελλείψει της δυναμικής άλλων κομμάτων, αλλά και λόγω της συνεχιζόμενης ισχύος του μνημονιακού διακυβεύματος, συνέβαλε στη σημαντική πτώση της ζήτησης για τρίτα κόμματα και τελικά στην περαιτέρω αύξηση του ποσοστού του «νέου δικομματισμού» στο 65% στις πρόσφατες εκλογές του Ιανουαρίου 2015.

Με την εξαίρεση των ΑΝΕΛ, των οποίων η επιλογή από τον ΣΥΡΙΖΑ να συμμετέχουν από κοινού σε κυβέρνηση συνεργασίας εμφανώς τους προήγαγε πολιτικά, τα λοιπά εκ των μικρότερων κομμάτων φαίνονται να έχουν περιοριστεί σε δεύτερους ρόλους, όπως ακριβώς συμβαίνει σε ένα δικομματικό σύστημα, με αυξανόμενη μάλιστα πόλωση. Ελλείψει νέων κοινωνικών, γεωγραφικών ή και αξιακών διαιρέσεων, οι τάσεις επιβράβευσης και τιμωρίας των «πολιτικών των Μνημονίων» δείχνουν να καλύπτονται πλήρως από τις δύο κεντρικές επιλογές ψήφου, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ελληνικός πολυκομματισμός τελείωσε νωρίς, γιατί ήταν τελικά συγκυριακός και δεν απέκτησε ποτέ ρίζες σε κοινωνικές, γεωγραφικές ή αξιακές διαιρέσεις.