Πεθαίνει πάντα τελευταία

Πόπη Διαμαντάκου 10 Ιαν 2016

Ξεκινάμε θετικά. Γιατί όπως και να το δούμε, σε αυτά ανήκει η σημερινή ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας προκειμένου να αναδειχθεί αρχηγός στη ΝΔ. Κατ’ αρχήν πυροδότησε διάλογο, αρθρογραφία, έκφραση απόψεων, παντού αλλού φοβάμαι, εκτός από την ίδια την ΝΔ- δημοσίως τουλάχιστον-, αλλά ακόμη κι έτσι, εκδηλώθηκε ισχυρή η τάση της αλλαγής, της αναδιαμόρφωσης «του σκηνικού» και φυσικά ενίσχυσε ελπίδες, για αλλαγή κλίματος.

Η ελπίδα. Ισχύει για τα ανθρώπινα και ως εκ τούτου και για τα πολιτικά πράγματα, αρκεί για τα τελευταία να μην ξεχνάμε, ότι απαιτούν απόλυτη αίσθηση της πραγματικότητας, μνήμη, επίγνωση, διαρκή έλεγχο και ουδεμία σχέση έχουν με την μεταφυσική ή λογοτεχνική ανακούφιση του πλήθους των απελπισμένων περί «δυνάμεων» που συνηγορούν στο σύμπαν, για να αλλάξει σελίδα η ζωή του.

Ως εκ τούτου, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το αίτημα για ανανέωση του πολιτικού συστήματος δεν προέκυψε με την κρίση. Η κρίση, πρωτίστως πολιτισμική και δευτερευόντως οικονομική, απλώς, το μετάτρεψε σε θέαμα. Του χειρότερου εαυτού μας. Μούντζες, γιαουρτώματα, έπη φεισμπουκικών εμφυλίων, λίστες, σκάνδαλα, ενημερωτικοί μαραθώνιοι με θίασο αλληλοσπαρασσόμενων πολιτικών και κομματικών στελεχών να αναμασούν τα περί ανανέωσης, χωρίς στην πραγματικότητα να τα πιστεύουν ή τουλάχιστον, όσοι εξ αυτών βρέθηκαν σε κυβερνητικό πόστο να τα κάνουν πράξη.

Ας θυμηθούμε όμως, εκείνη την εποχή που το πολιτικό θέαμα είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον σε μια χώρα ξεχασμένη στην ευδαιμονία της, πόση έκπληξη έδωσε η υψηλότατη τηλεθέαση του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ανέδειξε αρχηγό τον Κώστα Σημίτη. Και ακολούθως το επόμενο συνέδριο του ιδίου κόμματος και μετά η αθρόα προσέλευση κόσμου στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ, για να συμμετάσχει στην παράδοξη ψηφοφορία-επικύρωση της αρχηγίας του Γιώργου Παπανδρέου. Ουκ ολίγοι, μεταξύ αυτών, από τον χώρο της κεντροαριστεράς, οι οποίοι προσέβλεπαν με ελπίδα σε μια αλλαγή νοοτροπιών, αλλαγή έστω του πολιτικού παραδείγματος.

Όλα αυτά, ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη ενός κόσμου, όχι φυσικά ομοιόμορφου, με πολλές διαφορές, αλλά κοινό στοιχείο ότι  άφηνε ή ήθελε να αφήσει πίσω του τον κομματικό φανατισμό. Ήταν βήματα προς την ωριμότητα ή ενδείξεις της εγγενούς ανωριμότητας, ενός πλήθους έτοιμου πάντα να μαγευτεί από το «νέο», χωρίς να εξετάσει τι ακριβώς το συνιστά. Ένα γιούρια να αλλάξουμε, αλλά χωρίς συνείδηση ή ακόμη χειρότερα, με την ασφάλεια- ανομολόγητη φυσικά-  ότι το «νέο» φέρει κατ’ ουσία όλα τα γνώριμα, καθησυχαστικά συστατικά του παλαιού, με ότι κι αν σημαίνει αυτό, από προνόμια μέχρι πρόσωπα, αλλά μας δίνει και μια επίφαση προοδευτισμού.

Το κλίμα αισιοδοξίας που πλαισίωσε την υποψηφιότητα Μητσοτάκη, για την αρχηγία της ΝΔ, μου θύμισε αυτή τη διαδρομή ενός τόπου, ο οποίος έχει μάθει να λειτουργεί σε συνθήκες διαρκούς προεκλογικής υπερέντασης. Σε ειδικές συνθήκες, δηλαδή, οι οποίες διαρκώς ευαγγελίζονται μια αλλαγή, η οποία φυσικά ποτέ δεν μπορεί να γίνει στην έκταση και την ένταση που προδιαθέτει ο προεκλογικός πυρετός και η επικοινωνιακή του παραζάλη. Η επόμενη ημέρα, όταν πια υπάρχει ο χρόνος να ξεδιπλωθεί η διαφορετικότητα, να εδραιωθούν οι νέες συνθήκες και επιτέλους να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, καταλήγει να είναι πλήρης διάψευση των προσδοκιών. Αναμενόμενο, όταν ο λόγος περί αλλαγής προέρχεται από κόμματα, τα οποία έχουν εξαντλήσει τον κύκλο τους, τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκαν στη μεταπολίτευση και δεν έχουν τολμήσει πριν προτείνουν πρόγραμμα διακυβέρνησης να αλλάξουν το εσωτερικό τους, να διαλύσουν τις ομάδες συμφερόντων και κυρίως να αναδείξουν νέα πρόσωπα, ικανά να εφαρμόσουν όσα νέα υπόσχονται. Προέρχεται από κόμματα απολύτως βασισμένα στο πελατειακό σύστημα, το οποίο διασφαλίζεται από τους μέχρι σήμερα εκλογικούς νόμους.

Κάπως έτσι κράτησα μικρό καλάθι στο κλίμα αισιοδοξίας υπέρ Μητσοτάκη, παρόλο που τόσο ο δημόσιος λόγος του, όσο και η συμπεριφορά του κατά την προεκλογική διαμάχη των υποψηφίων έδειξε στοιχεία, τα οποία έχει ανάγκη το πολιτικό σύστημα.

Είναι προφανές, ότι αισθανθήκαμε μεγαλύτερη οικειότητα και ελπίδα με τον λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, όσοι βρεθήκαμε ενωμένοι στο κίνημα «Μένουμε Ευρώπη». Και αυτή την κίνηση των ευρωπαίων πολιτών, δεν την συγκρότησαν μόνον νεοδημοκράτες. Εξ ου και με ανησύχησε η αρθρογραφία και οι δηλώσεις πολλών που προσπάθησαν να το παρουσιάσουν ως επιτυχία της ΝΔ και κατ’ επέκταση επιτυχία, η οποία πρέπει αποβεί προς όφελος της υποψηφιότητας Μητσοτάκη. Τάχει πληρώσει αυτά η χώρα και δεν είναι ενωτικά.  Βρεθήκαμε πολλοί στο «Μένουμε Ευρώπη» από το Ποτάμι ως το ΠΑΣΟΚ και μη κομματικές αυτοδιοικητικές ομάδες, οικολόγοι και όλοι όσοι θέλουμε να απαλλαγεί η χώρα από την μέγγενη του εθνικολαϊκισμού, όσοι θέλουμε την ανάπτυξη, αποστρεφόμαστε τον κρατισμό, όσοι θέλουμε μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν τη χώρα στην έξοδο από την κρίση. Βρεθήκαμε όμως, ακριβώς αυτοί που αποστρέφονται τον κομματικό φανατισμό, χωρίς σημαίες. Νομίζω σε αυτό έγγειται ήταν η επιτυχία εκείνης της κίνησης και η δύναμή της να ανατρέψει το «όχι».

Γι αυτό ακριβώς το λόγο είχε και ανησυχητικά χαρακτηριστικά η διαδικασία για την ανάδειξη νέου αρχηγού στη ΝΔ. Και δεν εννοώ μόνον το φιάσκο στην οργάνωση της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, που αποκάλυψε πολύ περισσότερα από οργανωτικές αδυναμίες, ούτε την απίστευτη καθυστέρηση στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της δεύτερης, που επιβεβαίωσε ότι απέχει ακόμη η ΝΔ από το να προσδιορίζεται ως σύγχρονο, ευρωπαϊκό κόμμα.

Εννοώ τις εκλογές αρχηγού χωρίς συνέδριο,  όπως γίνεται παντού αλλού. Χωρίς να υπάρξει διάλογος, να ανοίξουν χαρτιά, να διαφανούν τάσεις, να παρακολουθήσουμε και να κατανοήσουμε τις διαφορές πέραν των σχηματικών, εξωτερικών, επικοινωνιακών χαρακτηριστικών των υποψηφίων- τουλάχιστον οι κοινοί θνητοί. Να γνωρίζουμε ποιες συμμαχίες και ποιες ομάδες πρεσβεύουν και τι εντός ενός κόμματος που θέλει να κυβερνήσει. Ενός κόμματος, για το οποίο γνωρίζουμε και έχουμε εμπειρία από τις μέχρι τώρα κυβερνητικές του θητείες, ότι το πελατειακό σύστημα υπήρξε και παραμένει – δεν άλλαξε τίποτε άλλωστε- το συντηρητικό υλικό της ύπαρξής του στην πολιτική σκηνή.

Μερικές τηλεοπτικές συνεντεύξεις υποψηφίων και αποσπασματικές δηλώσεις ένθερμων υποστηρικτών, δεν προσφέρουν τίποτε περισσότερο από χαρακτηριστικά ενός μιντιακού ρόλου, ο οποίος μπορεί να ανταποκρίνεται και να ταιριάζει  με τις φαντασιώσεις του εκάστοτε τηλεοπτικού κοινού, στο οποίο απευθύνεται, αλλά μπορεί να μην έχει καμία σχέση με τον πραγματικό πολιτικό ρόλο. Γι αυτόν τον τελευταίο απαιτούνται πράξεις συγκεκριμένες εντός δεδομένου κομματικού πλαισίου. Η υπόσχεση ότι «το κόμμα θα το αλλάξω» από μόνη της και χωρίς την εικόνα των συμμαχιών, άρα και των προσώπων, άρα και της ιστορίας τους εντός και εκτός ΝΔ, τα οποία θα βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση δεν λέει και πολλά.

Πάντως, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα εξελίξεις θα υπάρξουν. Επειδή τις απαιτούν οι συνθήκες της χώρας. Επειδή δεν τελειώσαμε με το «παλιό», που δεν είναι ούτε ηλικιακό, ούτε έχει σχέση με το τι δηλώνει κανείς, ευρωπαϊστής, μεταρρυθμιστής κλπ, κλπ. Θα αρχίσει η κίνηση προς τα μπρος όταν αλλάξει ο εκλογικός νόμος προς το αναλογικότερο και διαιρεθούν οι μεγάλες περιφέρειες, όταν καταλυθεί το σύστημα των τοπικών κομματαρχών και των εξουσιαστικών φαντασιώσεων των συστημικών κομμάτων.