Το Κίνημα Αλλαγής και τα πλαστά διλήμματα

Τάκης Φραγκούλης 14 Απρ 2018

Το ερώτημα «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ;» δεσπόζει τον τελευταίο καιρό στην πολιτική ζωή του τόπου, όμως απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει τόσο αθώο περιεχόμενο. Το άξιο απορίας είναι πως ακόμη και στελέχη πρώτης γραμμής του Κινήματος Αλλαγής δεν αντιλαμβάνονται το αυτοκτονικό του περιεχόμενο.

Πρόκειται για ένα πλαστό δίλημμα που έχει μια υποβολιμαία αφετηρία, και εκείνοι που το προωθούν «ορθώς» πράττουν αφού ο στόχος τους είναι να πλήξουν την ίδια την προσπάθεια.

Η είσοδος της φράσης τρίτος πόλος στην πολιτική φρασεολογία, πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχει το δικό της σουξέ.

Όλοι γνωρίζουμε, όμως, ότι στα σαράντα χρόνια της μεταπολίτευσης είτε δεν ετέθη ως όρος είτε, ακόμα και αν ετέθη, δεν τελεσφόρησε. Όπως θυμόμαστε, παρότι το εκλογικό σύστημα με το οποίο οδηγηθήκαμε στις εκλογές του 1989 και 1990 περίπου «απαγόρευε» μονοκομματικές κυβερνήσεις, το εκλογικό σώμα είχε αντιδράσει τόσο, που ανέβαζε διαρκώς το εκλογικό ποσοστό της ΝΔ προκειμένου να κυβερνήσει αυτοδύναμη.

Το ΚΚΕ επίσης, με μια αξιοζήλευτη δυναμική αλλά και ιδεολογική υπεροχή, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, δεν κατάφερε να προσελκύσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ώστε να αποτελέσει μια σημαντική πολιτική δύναμη, ένα τρίτο πόλο, απέναντι στους δυο μονομάχους. Ούτε το σύνθημα: «ΚΚΕ δυνατό στη Βουλή και στο λαό», ή το «ΚΚΕ στη Βουλή δεύτερη κατανομή» συγκίνησαν τους πολίτες ακόμη και αυτούς που για δεκαετίες υπήρξαν συνοδοιπόροι του.

Ο δε ΣΥΡΙΖΑ μόνο όταν άρθρωσε μία αυτόνομη και συνολική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας εκτινάχτηκε δημοσκοπικά και ακολούθως και εκλογικά.

Η οικονομική κρίση που έκανε την εμφάνισή της το 2010, δημιουργώντας και πολιτική κρίση όξυνε την αντιπαλότητα των κομμάτων αλλά κυρίως προκάλεσε την αμφισβήτηση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος.

Σε παρόμοιες περιόδους πολιτικών κρίσεων το πολιτικό σύστημα διασπάται, ακριβώς όπως και η κοινωνία, ενώ η αγωνιώδης προσπάθεια των κοινωνικών στρωμάτων να βρουν πολιτική έκφραση δημιουργεί πολιτικές ανακατατάξεις.

Τα παραδοσιακά κόμματα αμφισβητούνται, καινούργια εμφανίζονται, μικρά και περιθωριακά αποκτούν δυναμική.

Αυτό όμως δεν πρέπει να μας παραπλανήσει. Μέσα στην δύνη της πολιτικής κρίσης, μπορεί να εμφανιστούν διάττοντες αστέρες, αλλά η μάχη θα είναι για την πρωτοκαθεδρία, και νικητές θα είναι μόνο δύο, ενώ οι υπόλοιποι είτε θα εξαφανιστούν είτε θα δορυφοροποιηθούν.

Υπό αυτή την έννοια το ΚΙΝΑΛ ή θα διεκδικήσει την μια από τις δύο προνομιούχες θέσεις ή θα παίξει ρόλο κομπάρσου.

Το ερώτημα «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ;» από μόνο του το περιθωριοποιεί, το καθιστά a priori συμπλήρωμα ή στην καλύτερη περίπτωση ρυθμιστικό παράγοντα, ενώ ο ηγετικός ρόλος της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αδιαμφισβήτητος.

Ακόμα και η θέση των «ίσων αποστάσεων» αν και εκ πρώτης όψεως έχει αυτόνομα χαρακτηριστικά, εν τούτοις είναι υπονομευτική, αφού δηλώνει έναν ετεροκαθορισμό που από μόνος του συνιστά αποδοχή του κυρίαρχου ρόλου των δύο «μεγάλων».

Το ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να καταθέσει συνολική κυβερνητική πρόταση, η οποία θα καταγραφεί στην κοινωνία ως θέση ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης. Η σημερινή εικόνα της ηγεσίας του για το κόμμα του οποίου ηγείται και που το κατατάσσει ως, δυνητικά μάλιστα, τρίτο κόμμα, θα το οδηγήσει με βεβαιότητα στην συρρίκνωση και ακολούθως στην περιθωριοποίηση ή και διάλυσή του. Και αυτό δεν αποτελεί εκτίμηση, εικασία ή ισχυρισμό, αλλά βεβαιότητα. Αρκεί μια προσεκτική ματιά στην ιστορία.

Η διεκδίκηση της κυβέρνησης από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ, αυτόνομα ή με συνεργασίες αλλά πάντως ηγεμονικά αποτελεί μονόδρομο.

Τα κόμματα δεν είναι λέσχες ιδεών. Εκπροσωπούν κοινωνικές τάξεις. Και οι κοινωνικές αυτές τάξεις επιθυμούν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Και για να γίνει κάτι τέτοιο -ιδιαίτερα στην Ελλάδα με την ανυπαρξία θεσμικών δομών – τα κόμματα θα πρέπει να βρίσκονται στα κέντρα των αποφάσεων.

Ο χώρος που δυνητικά μπορεί να εκφράσει το ΚΙΝΑΛ είναι ο μεγαλύτερος και πολυπληθέστερος στην πολιτική γεωγραφία του τόπου. Το ζητούμενο είναι να το αντιληφθεί η ηγεσία του και να προβάλει μια πολιτική πρόταση που θα αγγίζει τα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων. Οι εποχές έχουν αλλάξει, η ρητορική της μεταπολίτευσης έχει παρέλθει. Με την ολοκλήρωση του κύκλου διακυβέρνησης από το σύνολο του πολιτικού φάσματος η κοινωνία αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Ταμπού, στερεότυπα και ιδεοληψίες αποδυναμώνονται και μια καινούργια Ελλάδα ξυπνάει. Τα βήματα είναι αργά αλλά είναι πλέον ορατά. Μένει να βρεθεί το πολιτικό υποκείμενο που θα ανακαλύψει τον δυσδιάκριτο βηματισμό της κοινωνίας.

ΥΓ: Όταν τοποθετήσουμε τον πήχη ψηλά μπορεί και να τον υπερπηδήσουμε, όταν όμως τον χαμηλώσουμε το πιθανότερο είναι να σκοντάψουμε.