Ηθικολογικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και πραγματικότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 23 Νοε 2025

Οι αντιπαραθέσεις των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου ουσιαστικά αναδεικνύουν την μεγάλη απόσταση, που χωρίζει το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον από την σύγχρονη πολιτική, η οποία δεν οριοθετεί την δυναμική της εξέλιξης με σημείο αναφοράς τους πολίτες, αλλά νομιμοποιεί την ακολουθούμενη πορεία από τα διάφορα κοινωνικά συστήματα και συμφέροντα, ενώ παράλληλα ηθικολογούν με στόχο την υποβάθμιση των αντιπάλων και με την καλλιέργεια φαντασιώσεων εξιδανικεύουν το μέλλον.

Εκείνο, που δεν κάνουν τα κόμματα, είναι ο σχεδιασμός με ολιστική οπτική και η πραγμάτωση του να λαμβάνουν υπόψη και να καλύπτουν τις ανάγκες, που διαμορφώνει διαρκώς η δυναμική της εξέλιξης, ώστε να αποφεύγονται αρνητικές επιπτώσεις στην προοπτική του χρόνου. Η ηθικολογία δεν είναι εργαλείο για τον σχεδιασμό και την διαχείριση του μέλλοντος, αλλά ουσιαστικά αποστασιοποιεί ακόμη και τους πολίτες από την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι λειτουργική ούτε έχει βιώσιμη προοπτική. Η εμπειρική αποτύπωση της είναι αποκαλυπτική.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα, η αποτύπωση των οποίων στηρίζεται σε τρία κριτήρια. Πρώτο είναι, ότι το εισόδημα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 60% του διάμεσου εισοδήματος. Δεύτερο κριτήριο είναι η ύπαρξη στέρησης τουλάχιστον σε 7 από 13 κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών και τρίτο είναι να ζει κάποιος σε νοικοκυριό με απασχόληση κάτω από το 20% της πλήρους απασχόλησης.

Με βάση αυτά τα δεδομένα σύμφωνα με το Ινστιτούτο ΕΝΑ (Institute for Alternative Policies) «μετά το 2019 υπάρχει αύξηση του ποσοστού φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού τόσο στους απασχολούμενους όσο και στους μη απασχολούμενους και η μείωση στο σύνολο του πληθυσμού οφείλεται αποκλειστικά στην σχετική αύξηση των απασχολούμενων έναντι των μη απασχολούμενων». Εκφράζεται δε η γνώμη, ότι «η συνεισφορά της αύξησης της απασχόλησης στην μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού έχει εξασθενήσει αισθητά και αυτό πιθανότατα σχετίζεται περισσότερο με την ποιότητα και τις αμοιβές και λιγότερο με την ποσότητα των θέσεων εργασίας, που δημιουργούνται».

Συγκεκριμένα από το 2019 έως το 2023 το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 3,4 μονάδες (46,4%), όμως το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε κατά 0,2 μονάδες στο 26,4%. Στους απασχολούμενους το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού είναι 16,4%, στους μη απασχολούμενους 35,5% και στο σύνολο του πληθυσμού (από 18 ετών και πάνω) 26,4%.

Σε σύγκριση δε με τον μέσο μισθό σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα είναι 4,5 φορές χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στο Λουξεμβούργο. Ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα ανέρχεται σε 17.954 ευρώ το 2024, δηλαδή είναι λίγο πιο πάνω από την Βουλγαρία (15.400). Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2024 ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης ήταν 39.800 ευρώ, δηλαδή αυξημένος κατά 5,2% σε σύγκριση με το 2023 (37.800 ευρώ).

Η άσκηση κριτικής από τα κόμματα με ηθικολογική οπτική δεν οδηγεί στην διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών, ούτε και στην άρση των οικονομικών ανισοτήτων τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε εθνικό. Αντιμετώπιση των προβλημάτων μπορούν να δώσουν προτάσεις με μακροπρόθεσμη ολιστική οπτική, οι οποίες στηρίζονται στην ανάλυση της πραγματικότητας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και της δυναμικής, που αναπτύσσεται σε συνθήκες αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η εξιδανίκευση του μέλλοντος με φαντασιώσεις ως προς την ευημερία ουσιαστικά υποσκάπτει την κοινωνική πορεία.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνθήκες στον χώρο της υγείας. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ΟΟΣΑ (Organisation for Evonomic Co-operation and Development, OECD) το ελληνικό κράτος διαθέτει μόλις το 10% των συνολικών του δαπανών για την υγεία, ενώ στην Γερμανία και στην Ιρλανδία η αντίστοιχη δαπάνη είναι 19%.

Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι το 12,1% των Ελλήνων δηλώνει, ότι δεν υποβλήθηκε σε εξέταση ή ανέβαλε θεραπεία, ενώ ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 3,4%. Βασικές αιτίες είναι το αυξημένο κόστος και ακολουθούν ο μεγάλος χρόνος αναμονής και η γεωγραφική δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η «εξαγωγή» γιατρών από την Ελλάδα σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία στο πλαίσιο του International Migration Outlook 2025 η Ελλάδα «προμηθεύει» γιατρούς στα Εθνικά Συστήματα Υγείας σε χώρες, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο. Βασικές αιτίες για την «φυγή» των γιατρών είναι οι χαμηλές αποδοχές και οι προβληματικές συνθήκες εργασίας στο ελληνικό σύστημα υγείας.

Το 35% των Ελλήνων, που μετανάστευσαν το 2023 απορροφήθηκε από την αγορά εργασίας στην Γερμανία. Από το άλλο μέρος το 18,8% των εργαζόμενων μεταναστών στην Ελλάδα απασχολείται στον τομέα της φιλοξενίας και της εστίασης, το 17,3% στις κατασκευές, το 15% στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και το 9% στην γεωργία και στην αλιεία. Ουσιαστικά η χώρα «χάνει» δυναμικό με υψηλή ειδίκευση και σε άλλα πεδία και όχι μόνο γιατρούς, δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται λειτουργικά ο τομέας της γνώσης, αν και είναι πλέον σαφές, ότι, όσο προχωρούμε προς το μέλλον, η ευημερία θα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην επιστημονική γνώση και στις εφαρμογές της στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών. Και αυτό διαμορφώνει συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας ιδιαίτερα στη νέα γενιά με αρνητικές παρενέργειες.

Έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την ALCO με τίτλο «Νέοι και Εργασία 2025», η οποία έγινε σε δείγμα 1.500 εργαζομένων ηλικίας έως 29 ετών, έχει πολύ ενδιαφέρον και αποτυπώνει την πραγματικότητα με πολύ ανησυχητικά ευρήματα.

Μόλις το 20% των νέων εργαζόμενων ζουν μόνοι τους, ενώ το 45% διαμένουν με την οικογένεια τους. Το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 65% στους εργαζόμενους με μερική απασχόληση. Επίσης το 70% δηλώνει, ότι το εισόδημα του δεν επαρκεί για τις βασικές του ανάγκες, ενώ το 62% παραδέχεται, ότι οικονομικά εξαρτάται από τους γονείς του.

Έχει δε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και δείχνει μεγάλες ανισορροπίες στο επίπεδο του πολιτικού σχεδιασμού, ότι το 38% δηλώνει, ότι η εργασία του δεν σχετίζεται με τις σπουδές του, ενώ το 49% θεωρεί, ότι η εκπαίδευση του δεν το προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας.

Ως προς την επίδραση της σύγχρονης εργασίας στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στους νέους το 62% δηλώνει, ότι η εργασία επηρεάζει αρνητικά την προσωπική του ζωή, το 60% βιώνει εξουθένωση, το 46% αισθάνεται, ότι η δουλειά του επιβαρύνει την υγεία ή τον ύπνο του και μόνο το 21% δηλώνει, ότι έχει καλή ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και στην προσωπική ζωή. Αυτά τα ευρήματα ουσιαστικά δείχνουν, ότι οι νέοι αρχίζουν να αισθάνονται, πως εργαλειοποιούνται στο πλαίσιο της εργασίας τους.

Είναι δε πολύ ενδιαφέρον, ότι το 70% βάζει την ψυχική υγεία πάνω από την οικονομική ασφάλεια, ενώ το 73% θεωρεί, πως η εργασία πρέπει να έχει και νόημα πέρα από την αμοιβή. Το 47% την συνδέει με την ταυτότητα του και την αυτοεκτίμηση και το 44% δηλώνει, ότι θα εγκατέλειπε μια δουλειά, που δεν το εκφράζει, ακόμη και με οικονομικό κόστος. Ουσιαστικά η νέα γενιά προσανατολίζεται σε μια εργασιακή απασχόληση, που προσδίδει νόημα στην ζωή της και δεν καλύπτει μόνο οικονομικές ανάγκες.

Επίσης μόνο το 15% εμπιστεύεται τους κρατικούς μηχανισμούς προστασίας, ενώ το 65% εκφράζει δυσπιστία. Παράλληλα το 72% δεν βλέπει επαγγελματικές ευκαιρίες στην χώρα, μόνο το 9% δηλώνει ικανοποιημένο από τις προοπτικές του. Το 46% σκέπτεται σοβαρά να εργασθεί στο εξωτερικό. Τέλος το 79% θεωρεί, ότι η γενιά των γονιών του έζησε σε καλύτερες συνθήκες και το 65% δεν πιστεύει, ότι μπορεί να δημιουργήσει οικογένεια με τις σημερινές συνθήκες.

Βέβαια αυτά τα ευρήματα θα έπρεπε ήδη να έχουν δρομολογήσει την άμεση αλλαγή «πλεύσης» στο πολιτικό σύστημα, διότι με την ισχύουσα πολιτική οπτική η κοινωνική πορεία προς το μέλλον θα αντιμετωπίσει μεγάλες και επικίνδυνες ανισορροπίες και αναταράξεις. Τα γενεσιουργά αίτια σχετίζονται με το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας και τις ανισότητες και αξίες, που παράγει, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά αφορούν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής, όπως πρόσδωση νοήματος σε αυτήν.

Για παράδειγμα το δημογραφικό πρόβλημα δεν επιλύεται μόνο με την οικονομική ενίσχυση ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, αλλά έχει και αξιακή διάσταση, η οποία σχετίζεται με την οπτική βίωσης της ζωής, όπως ο βραχυπρόθεσμος υλικός ευδαιμονισμός ή η ποιότητα ζωής με ηθικό φορτίο (π.χ. ενσυναίσθηση, επαρκή ελεύθερο χρόνο κ.λ.π.) και η βιώσιμη κοινωνική πορεία.  

Ιδιαιτέρως η βιωσιμότητα απειλείται σε μεγάλο βαθμό στην προοπτική του χρόνου, διότι οι πολιτικές επιλογές και η μη λειτουργία των πολιτών ως ατομικών και συλλογικών υποκειμένων την υποσκάπτουν. Για παράδειγμα η προώθηση της εξόρυξης και διάθεσης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, αν και σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών η ηλιακή ενέργεια κοστίζει κατά μέσο όρο 41% λιγότερο από τις φθηνότερες επιλογές ορυκτών καυσίμων, οδηγεί στην επικίνδυνη θερμοκρασιακή άνοδο κατά 2,8 βαθμούς Κελσίου και αυτό συνεπάγεται κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή και όχι μόνο. Τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και η κοινωνία πολιτών «σιωπούν».  

Τόσο η βιωνόμενη πραγματικότητα όσο και η δυναμική της εξέλιξης επιβάλλουν την άμεση επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος και την ενεργοποίηση των πολιτών με κινηματική οπτική για την ανάπτυξη διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες και με τα κόμματα, τα οποία ακόμη δεν συμπορεύονται και πολύ περισσότερο δεν προπορεύονται της εξέλιξης με τον πολιτικό σχεδιασμό, ώστε να διασφαλίζεται η πορεία προς το μέλλον χωρίς επικίνδυνες ανισότητες και ανισορροπίες.

Οι συνθήκες επιβάλλουν την αποστασιοποίηση του πολιτικού συστήματος από την τοξική ηθικολογική αντιπαράθεση και την καλλιέργεια φαντασιώσεων για το μέλλον στο πλαίσιο παράλληλων μονόλογων και παράλληλα την οικοδόμηση ουσιαστικού διαλόγου όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων αλλά και με την κοινωνία πολιτών, ο οποίος θα εδράζεται σε μακροπρόθεσμο ολιστικό σχεδιασμό και θα υπηρετεί το ανθρώπινο και το κοινωνικό συμφέρον.