«Malum consilium quod mutari non potest»

Βασίλης Δεληγκάρης 06 Ιουν 2013

Κάθε μέρα ακούμε ιστορίες καταστροφής για οικογένειες που γνωρίζαμε ότι ζούσαν μέχρι πρότινος καλά, με οικονομική άνεση. Κάθε μέρα ακούμε για φίλους και γνωστούς μας που χάνουν τη δουλειά τους, κάθε μέρα ζούμε με την αγωνία της απόλυσης, κάθε μήνα βλέπουμε πως οι λογαριασμοί και οι φόροι που πληρώνουμε είναι περισσότεροι από τον πενιχρό, πλέον, μισθό μας. Κάθε μήνα που περνάει όλο και περισσότεροι από εμάς δεν πληρώνονται καν, οι γειτονιές γεμίσανε ανέργους που περιφέρονται με θλίψη και ντροπή, χωρίς λεφτά ούτε για τσιγάρο, ούτε για καφέ, ούτε για ένα εισιτήριο… Αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά όσοι ζούμε κανονικά, στην πραγματική ζωή και δεν ανήκουμε φυσικά στην οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας!

Εν τω μεταξύ, το πολιτικό σύστημα, ή για την ακρίβεια ό,τι απέμεινε από αυτό, κινείται όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον δικό του χαβά, τους δικού του ρυθμούς, τις δικές του προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Όποιος πει ότι οι προτεραιότητες αυτές και η πολιτική που παράγουν, αντιστοιχούν με αυτές της ελληνικής κοινωνίας, κινδυνεύει, νομίζω, να λάβει μία περίοπτη θέση δίπλα στους προπαγανδιστές του success story και της κινέζικης ανάπτυξης.

Με απόφαση Σαμαρά(!)… η χώρα πλέον πηγαίνει καλά, οι στόχοι υλοποιούνται και τα καλά αποτελέσματα καταγράφονται στις καλές δημοσκοπήσεις! Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες έχουν κοπάσει εδώ και καιρό και ο δημόσιος πολιτικός διάλογος μπορεί να ασχολείται ακόμη και… με την τσάντα της κυρίας Βούλτεψη!

Τις τελευταίες ημέρες όμως, από το Μαξίμου διαρρέουν πως ο Σαμαράς έχει νεύρα με τον Βενιζέλο, με τον Κουβέλη, με το ΠΑΣΟΚ, που τολμάει, λένε, να μιλάει και να διεκδικεί ορισμένα στοιχειώδη πράγματα για να μην επιδεινωθεί περαιτέρω η κοινωνική κατάσταση… Η πολιτική πραγματικότητα αποδεικνύεται ακόμη μία φορά, δραματικά αναντίστοιχη με τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας και με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Μέσα από όλα αυτά, όμως, προκύπτουν πολιτικές αναγκαιότητες και προτάγματα για την πλήρη ανασύνθεση και αναγέννηση του πολιτικού συστήματος, στον υπαρκτό ιδεολογικά και προγραμματικά διαχωριστικό άξονα κεντροαριστεράς – κεντροδεξιάς, με την επαναδημιουργία δύο νέων, ουσιαστικά, παρατάξεων, μιας δημοκρατικής και μιας συντηρητικής – και την εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών και προγραμματικών εθνικών σχεδίων για την πορεία της χώρας με ορίζοντα δεκαετίας.

Όσον αφορά στο χώρο της δημοκρατικής παράταξης, μια και το θέμα αυτό αποτέλεσε ξανά τις τελευταίες ημέρες στοιχείο του δημόσιου διαλόγου, η γνώμη μου είναι πως η αναγέννηση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνει μόνο «με όρους κοινωνίας» και σύνδεσης με τα προβλήματα και τις ζωτικές διεκδικήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του καθημαγμένου, εξαντλημένου και σε κατάσταση απόγνωσης ελληνικού λαού. Δεν μπορεί να γίνει με όρους «τεχνικών», που κυρίως διευκολύνουν τη διατήρηση στην εξουσία ενός μέρους της πολιτικής ελίτ προερχόμενης από την κεντροαριστερά, η οποία φέρει πολλές και ακέραιες ευθύνες για την σημερινή κατάντια, αλλά με όρους ανατροπής της, κυρίως στο επίπεδο των αντιλήψεων αλλά και των προσώπων.

Δεν μπορεί να γίνει πάνω στο υπάρχον σχέδιο οικονομικής πολιτικής. Το σχέδιο αυτό πρέπει να αλλάξει και αν δεν μπορεί να αλλάξει, σημαίνει ότι είναι ένα κακό σχέδιο. Ο ελληνικός λαός δεν αντέχει άλλο να συνεχίσει με τους όρους και τη λογική συνέχισης της σκληρής, αδιαπραγμάτευτης γραμμής των δανειστών, με τα ατελείωτα, αβάσταχτα πλέον χαράτσια και τα δογματικά τιμωρητικά μνημόνια, που συνεπικουρούνται από τους τραπεζίτες, τους κυβερνητικούς εκπροσώπους τους και την μεγαλοεπιχειματική κρατικοδίαιτη και απολαμβάνουσα φορολογική ασυλία, οικονομική ολιγαρχία.

Η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς μπορεί να γίνει μόνο στη βάση μιας νέας οικονομικής πολιτικής, μετριοπαθούς και λογικής μεν, αλλά πάντως σε πορεία επαναδιαπραγμάτευσης, στην κατεύθυνση της χαλάρωσης της θηλιάς, για να υπάρξουν αναπτυξιακές ανάσες της οικονομίας και ταξική ανακατανομή των φορολογικών βαρών.

Μόνο έτσι, η κατά το ευρύτερα δυνατόν ενωμένη δημοκρατική παράταξη, μπορεί να ανακτήσει το ηθικό πλεονέκτημα για να μπορεί να εκφράσει ξανά τα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της προόδου και της ανάκτησης της εθνικής αξιοπρέπειας.