Η συζήτηση που δεν κάναμε

Μαριλένα Κοππά 24 Αυγ 2012

Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει με το περίφημο Άρθρο 7, τη λήψη σειράς μέτρων ενάντια σε χώρες που συστηματικά παραβιάζουν δημοκρατικές αρχές. Οι δημοκρατικές αυτές αρχές, οριοθετούνται με όρους ατομικών δικαιωμάτων: ελευθερία του λόγου, προάσπιση της ιδιοκτησίας, εκλέγειν και εκλέγεσθαι, κ.ο.κ.

Αυτός είναι άλλωστε ο παγκόσμιος κατώτατος παρανομαστής για την αξιολόγηση ενός καθεστώτος ως δημοκρατικού ή αυταρχικού. Τα κοινωνικά δικαιώματα – υγεία, παιδεία, εργασία, κ.ο.κ. – είναι σε μεγάλο βαθμό «επικουρικά» σε αυτή τη συζήτηση και τελούν άλλωστε υπό αμφισβήτηση εδώ και δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, η προάσπιση των περισσοτέρων κοινωνικών δικαιωμάτων δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες των Βρυξελλών. Κι όμως, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα είναι ένα ξεκάθαρα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Συνεπώς και η υποχώρησή τους αποτελεί επίσης ένα αποκλειστικά ευρωπαϊκό πρόβλημα.

Πρόσφατα αναζητήσαμε μια απάντηση στο ερώτημα εάν είναι νόμιμο – σύμφωνα με τις Συνθήκες τις Ε.Ε. – να επεμβαίνει η τρόικα σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που έχουν συνομολογήσει οι κοινωνικοί εταίροι. Η απάντηση εκκρεμεί. Όσο περιμένουμε με αγωνία τη 12η Σεπτεμβρίου και την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που θα αποφανθεί για το κατά πόσο τα πακέτα στήριξης είναι «νόμιμα», το ερώτημα αυτό ακόμα εκκρεμεί.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα κοινωνικά δικαιώματα συζητήθηκαν στο πλαίσιο της αναθεώρησης των πρώην κουμμουνιστικών συνταγμάτων. Και ακόμα περισσότερο, η συζήτηση αφορούσε τα συντάγματα νεοσύστατων κρατών, όπως τα διάδοχα κράτη της Γιουγκοσλαβίας και της ΕΣΣΔ. Για τους θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου, τα προβλήματα που προκύπτουν όταν ένα σύνταγμα διατηρεί εγγυήσεις κοινωνικών δικαιωμάτων, ήταν τα εξής δύο:

1. Πρώτον, η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών εξαρτάται από τα έσοδα ενός κράτους. Όταν αυτά τα έσοδα είναι ανεπαρκή, το σύνταγμα ουσιαστικά χάνει την αξιοπιστία του και μετατρέπεται σε μια σειρά από υποσχέσεις που ποτέ δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη αξιοπιστίας του κράτους, όσον αφορά την προάσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων, θα οδηγούσε στη συνολική απαξίωση του συντάγματος, δηλαδή την ικανότητα της πολιτείας να εγγυάται ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η διαπίστωση αυτής της «ηθικής επιμόλυνσης» που θα προκαλούσε στην προάσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων η ανεπαρκής φερεγγυότητα του κράτους, οδηγούσε στο εύλογο συμπέρασμα ότι το μετακομμουνιστικό κράτος έπρεπε να δίνει μόνον υποσχέσεις που μπορεί να τηρήσει. Και αυτό σήμαινε το τέλος των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων.

2. Δεύτερον, τα κοινωνικά δικαιώματα ήταν εκτός μόδας. Αναφερόντουσαν σε έναν homo sovieticus, δηλαδή έναν πολίτη που λάμβανε παροχές και δεχόταν στέρηση ατομικών δικαιωμάτων, έναν πολίτη που περίμενε από το κράτος να τον φροντίσει και, κατά προέκταση, να τον κηδεμονέψει.

Στα περισσότερα μετακομμουνιστικά κράτη, τα κοινωνικά δικαιώματα ουσιαστικά υποχώρησαν, αλλά σε συνταγματικό επίπεδο παρέμειναν ως μια λίστα αποτυχημένων εγγυήσεων. Υπήρξαν βέβαια και εξαιρέσεις. Ορισμένοι αποκαλούν το Σύνταγμα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που δημιουργήθηκε με την περίφημη συμφωνία του Dayton, το πιο «αμερικανικό» σύνταγμα στην Ευρώπη. Και πράγματι, το συγκεκριμένο σύνταγμα δεν έχει καμία αναφορά σε κοινωνικά δικαιώματα. Αλλά κανείς δεν γνωρίζει εάν το ξεκάθαρο αυτό διαζύγιο με την ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση, είναι προτιμότερο από τη σημερινή ασάφεια που κυριαρχεί στην Ευρώπη.

Στ’ αλήθεια, πόσο στα σοβαρά παίρνει η Ευρώπη τα κοινωνικά δικαιώματα;

Τα κουμμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης μετεξελίχθηκαν σε σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά και θέλησαν να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους στο πλαίσιο μιας κοινωνίας αναδιανομής, κατά τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης. Τα «πρότυπα» της Δυτικής Ευρώπης, βέβαια, άλλαξαν. Σήμερα, η Δύση είναι αυτή που βλέπει τα κοινωνικά της δικαιώματα ως πηγή «ηθικής επιμόλυνσης» της κανονιστικής της τάξης. Με τις επερχόμενες περικοπές από την Αθήνα έως τη Ρώμη και τη Μαδρίτη, δεν μιλάμε πλέον για «λίπος» και για αναθεώρηση «υπερβολών». Ξαναγράφουμε το κοινωνικό μας συμβόλαιο.

Τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν έχουμε επιλογή, θα μπορούσε κανείς να πει. Το να οριοθετήσουμε όμως το μέγεθος του ερωτήματος, είναι μια επιλογή που έχουμε. Και ίσως, ηθικά και πολιτικά, να αποτελεί και υποχρέωση να το πράξουμε. Είτε τα κοινωνικά δικαιώματα θα τα αποχαιρετήσουμε – ακόμα και ως αρχή – είτε πρέπει να συζητήσουμε πού τελειώνουν οι περικοπές και πού αρχίζει η μετάλλαξη του πολιτεύματος, όχι απλώς στην Ελλάδα, αλλά στην Ευρώπη.

Και αυτή τη συζήτηση πρέπει να την κάνουμε τόσο στην Αθήνα όσο, και κυρίως, στις Βρυξέλλες. Και αυτή θα είναι μια πραγματικά πολιτική συζήτηση.