Από τη στασιμότητα της “Ολοκλήρωσής” της στην “Οικονομία του πολέμου”.
Ο κόσμος αλλάζει με ορμή και βία. Ζούμε μια ιστορική μετάβαση. Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου υποχωρούν, ενώ η παλιά βεβαιότητα ότι οι μεγάλες συγκρούσεις αποτρέπονται με “θεσμούς και διεθνή συνεννόηση” αντικαθίσταται από μια νέα, ωμή πραγματικότητα: την επιστροφή της “ισχύος” ως ρυθμιστή των εξελίξεων. Στο περιβάλλον αυτό, η πολεμική βιομηχανία γνωρίζει ιστορική άνθηση, καταγράφοντας συνεχείς ανόδους στις πωλήσεις και τα κέρδη της, διεκδικώντας ρόλο που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της οικονομίας και υποδεικνύοντας τη δυνατότητά της για έλεγχο της ίδιας της Πολιτικής.
Η τάση αυτή δεν είναι συγκυριακή. Την τελευταία δεκαετία, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται σταθερά — το 2023 ξεπέρασαν τα 2,44 τρισ. δολάρια, ιστορικό υψηλό, σύμφωνα με το SIPRI. Μόνο την περίοδο 2020–2024, οι χώρες της ΕΕ αύξησαν πάνω από 20% τις στρατιωτικές τους δαπάνες, ενώ ο ευρωπαϊκός αμυντικός προϋπολογισμός έφτασε για πρώτη φορά στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980. Η Γερμανία —που για δεκαετίες θεωρούσε την “στρατιωτική ισχύ” ταμπού— δημιούργησε ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για εξοπλισμούς. Η Πολωνία έχει φτάσει στο 4% του ΑΕΠ σε άμυνα, το υψηλότερο στην ΕΕ.
Αυτή η στροφή δεν είναι απλώς αύξηση δαπανών: είναι η εγκαθίδρυση μιας μόνιμης ηγεμονικής αντίληψης της «οικονομίας του πολέμου». Μιας λογικής όπου η ανασφάλεια δεν αντιμετωπίζεται, αλλά "κεφαλαιοποιείται". Όπου η ύφεση των πολεμικών διενέξεων δεν είναι στόχος αλλά εμπόδιο.
Ο φαύλος κύκλος της ανασφάλειας και η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από ένα κράτος εκλαμβάνεται ως απειλή από τα υπόλοιπα, πυροδοτώντας έναν ανταγωνισμό που τρέφει νέες ανασφάλειες. Στατιστικά, το 2023–2024, 21 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ αύξησαν τις αμυντικές τους δαπάνες πολύ πιο γρήγορα από τις κοινωνικές. Στην Ελλάδα, οι δαπάνες για άμυνα ανέρχονται σταθερά πάνω από 3% του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες για υγεία παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (περίπου 8% του ΑΕΠ έναντι 10% στην ΕΕ).
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνικές δομές —υγεία, παιδεία, πρόνοια— αντιμετωπίζονται ως κόστος, ενώ η πολεμικοι εξοπλισμοί ως επένδυση. Η προτεραιότητα της πολιτικής ανατρέπεται: οι δημόσιοι πόροι δεν κατευθύνονται εκεί όπου παράγεται κοινωνική ευημερία, αλλά σε έναν κλάδο που ευδοκιμεί μόνο όταν οι διεθνείς σχέσεις επιδεινώνονται.
Την ίδια στιγμή, ένας τεράστιος χρηματοοικονομικός μηχανισμός έχει αναπτυχθεί γύρω από τις εταιρείες εξοπλισμών: οι μετοχές τους εκτινάσσονται ανάλογα με τις διεθνείς εντάσεις. Το 2024, ο δείκτης αμυντικών μετοχών στις ΗΠΑ είχε απόδοση μεγαλύτερη του 20%, ενώ εταιρείες όπως η Rheinmetall στη Γερμανία είδαν τη χρηματιστηριακή τους αξία να τριπλασιάζεται από το 2022.
Η ειρήνη, για τις αγορές, δεν “αποδίδει”. Η ανασφάλεια όμως αποδίδει.
Η Ευρώπη δεν είναι —και δεν πρέπει να γίνει— Αμερική
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ιστορικά μια εντελώς διαφορετική σχέση με τον στρατιωτικοβιομηχανικό τομέα. Η αμυντική βιομηχανία είναι ενσωματωμένη στον πυρήνα της οικονομίας τους. Περίπου το 40% της παγκόσμιας στρατιωτικής δαπάνης προέρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες όπλων έχουν συμβόλαια άνω των 200 δισ. δολαρίων ετησίως.
Αντίθετα, η Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω στη λογική του κοινωνικού κράτους. Στο ευρωπαϊκό μοντέλο:
- η υγεία είναι δικαίωμα,
- η παιδεία δημόσιο αγαθό,
- η πρόνοια κοινωνική υποχρέωση,
- η διπλωματία εργαλείο ασφάλειας,
- και η κοινωνική συνοχή θεμέλιο σταθερότητας.
Η αμερικανικού τύπου στρατιωτικοποίηση αντιπαρατίθεται με το Ευρωπαϊκό μοντέλο αστικής δημοκρατίας. Δεν κάνει την Ευρώπη πιο αυτόνομη. Την καθιστά πιο εξαρτημένη. Και, το χειρότερο, υπονομεύει το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό πλεονέκτημα: το κοινωνικό της μοντέλο.
Ναι, η Ευρώπη χρειάζεται άμυνα — αλλά όχι εις βάρος των πολιτών της
Οι γεωπολιτικές απειλές είναι πραγματικές. Η Ευρώπη οφείλει να αναπτύξει αξιόπιστες δυνατότητες αποτροπής. Όμως η ασφάλεια δεν μπορεί να βασίζεται μονοσήμαντα στην αύξηση των εξοπλισμών. Πραγματική ασφάλεια σημαίνει επίσης:
- κοινωνική ανθεκτικότητα,
- ισχυρούς θεσμούς,
- ενεργειακή ασφάλεια και ανεξαρτησία,
- τεχνολογική αυτονομία,
- αποτελεσματική διπλωματία.
Αν η Ευρώπη δεν ενδυναμώσει αυτά τα πεδία, τότε τα όπλα της θα είναι ακριβά αλλά πολιτικά ανίσχυρα.
Η Ελλάδα στο μεταίχμιο των επιλογών της
Η Ελλάδα έχει λόγους να διαθέτει ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα — αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Το γεωπολιτικό περιβάλλον το επιβάλλει. Όμως σήμερα η χώρα:
- δαπανά αναλογικά από τα περισσότερα στην Ευρώπη για άμυνα,
- στηρίζει κυρίως ξένες βιομηχανίες,
- υπονομεύει την κοινωνική επένδυση,
- και ενισχύει ελάχιστα την εγχώρια παραγωγική βάση.
Σε μια χώρα όπου η υγεία, η παιδεία και η κοινωνική φροντίδα δοκιμάζονται, οι εξοπλισμοί πρέπει να είναι στοχευμένοι, όχι ανεξέλεγκτοι. Και κυρίως, πρέπει να εντάσσονται σε μια στρατηγική διπλωματίας και σταθερότητας, όχι σε μια εισαγόμενη λογική “οικονομίας του πολέμου”.
Η Ευρώπη χρειάζεται νέα πυξίδα — και η προοδευτική σκέψη οφείλει να την χαράξει
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Μπορεί:
- να μετατραπεί σε απομίμηση των ΗΠΑ, εγκλωβισμένη σε αδιέξοδη κούρσα εξοπλισμών,
ή
- να υπερασπιστεί το μοναδικό της μοντέλο: ειρήνη, κοινωνικό κράτος, ισότητα, δικαιώματα, κανόνες.
Οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν ευθύνη να αρθρώσουν μια στρατηγική που:
- Αναγνωρίζει την ανάγκη άμυνας αλλά απορρίπτει τον μιλιταρισμό.
- Υπερασπίζεται το κοινωνικό κράτος ως κεντρικό πυλώνα ασφάλειας.
- Επανενεργοποιεί τη διεθνή συνεννόηση και την πολυμέρεια.
- Μετατρέπει την αμυντική δαπάνη σε μοχλό ευρωπαϊκής παραγωγικής βάσης, όχι σε μεταφορά πόρων.
- Θέτει ως προτεραιότητα την κοινωνική ευημερία και την πράσινη μετάβαση.
Η Ευρώπη δεν γεννήθηκε για να γίνει δύναμη πολέμου. Γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη να αποτραπεί ο πόλεμος.
Αν χάσει αυτό το νήμα, θα χάσει τον λόγο ύπαρξής της.
Αν το ξαναπιάσει, μπορεί να γίνει ξανά φάρος δημοκρατίας και κοινωνικής προόδου.