Σώζοντας τη Σώτη και όχι την ελαφρότητα του κακού

Δημήτρης Σκουρέλλος 02 Ιουν 2018

«Η ελευθερία μας είναι η ελευθερία του άλλου» ? Στη μνήμη της Βάγιας και του Γιώργου

 

Προσπερνώ τα περί Μάρκο Πόλο (άλλωστε το πιθανότερο μοιάζει ο τελευταίος να μην υπήρξε ο αφηγητής των ιστοριών που του αποδίδονται, ούτε βέβαια να ενσάρκωσε κάποιον που όντως επισκέφθηκε κάποτε την αυλή του Κουμπλάι Χαν). Τον θεωρούμε αληθοφανή ιστορητή όμως γιατί ακόμη γοητεύουν οι διηγήσεις που κυκλοφορούν με το όνομά του, με τον ίδιο τρόπο που μας γοητεύει και ο ειλικρινής αλλά ψευδολόγος Ηρόδοτος.

Είναι θέμα πηγών και κύρους. Η πειθώ προκύπτει (αν όχι από τη μεροληψία μας) από το κύρος που αναγνωρίζουμε στον πλάνητα  ή τον αληθοεπή. Ο συστηματικός και τεκμηριωτικός Ηρόδοτος στάθηκε «κακοήθης» για όσους αντιστρατεύονταν την ενωτική κοσμοθεωρία του (τον Πλούταρχο, τους αντισημίτες Αντωνίνους και τους άλλους εισηγητές της πολιτισμικής καθαρότητας), λατρεύτηκε ωστόσο από τους Διαφωτιστές. Ο Μεγαλέξανδρος απουσιάζει από τη συμβολολογία της Χρυσής Αυγής, γιατί μαζί με την Ελλάδα και τη Μακεδονία «νόθευσε» και τον ελληνισμό (αν και «ελληνισμός» είναι ο όρος που ακριβώς αποδίδει το, εκούσιο ή μη, κοσμοδημιούργημά του). Προς τι η χάραξη συναφειών με τη δικαστική ταλαιπωρία της Σώτης Τριανταφύλλου;

Αθωώθηκε, αλλά μας απογοητεύει! Με το κύρος της απενοχοποιεί την ισλαμοφοβία, ενώ τα ρατσιστικά κλισέ στο στόμα ή τη γραφίδα της αναβαπτίζονται σε αστεϊσμούς ή απλώς αφοριστικές διαπιστώσεις γενικής ισχύος (με τη μόνη γενική ισχύ που απομένει να είναι «η κοινοτυπία του κακού»).

Όλοι/ες όσοι/ες τη συμπαθούμε δεν αναλογιζόμαστε ότι, υπερασπιζόμενοι/ες τη Σώτη στην πρόσφατη δίκη της, αρχίσαμε να λιθοβολούμε την αντιρατσιστική νομοθεσία. Δεν αντιλαμβανόμαστε συνεχίζοντας πως έτσι  χάνουμε το κύρος του χώρου μας, το οποίο αντλεί και από την αντιρατσιστική μας στάση. Αντί να βάζουμε εαυτούς σε περισυλλογή, που και εμείς ανεχόμαστε τη λήθη της δολοφονίας Φύσσα (του Ματτεόττι των ημερών μας), επιτρέπουμε να εννοηθεί (από εχθρούς και φίλους) ότι βαθιά μέσα μας αποτελούμε χωριστικούς ευνοιοκράτες, αφού επιδιώκουμε οι νόμοι να εφαρμόζονται επιλεκτικά, στους «άλλους» (τους ακροδεξιούς τύπου Σώρα), με τους «δικούς μας» να μένουν στο απυρόβλητο.

Θέλουμε αντιρατσιστικό νόμο; Αγωνιζόμαστε, προτιμούμε, πιστεύουμε σε μια συνεκτική ειρηνική κοινωνία δίχως μισαλλοδοξίες ή ο ευρωπαϊσμός μας θα συμμαχούσε στο ευρωκοινοβούλιο με το φάντασμα του Φόρταουν;  Γιατί άσκεφτα δίνουμε αξία σε απαράδεκτα επιχειρήματα, όπως «ο αντιρατσιστικός νόμος δεν εφαρμόζεται σε όλους», «η Σώτη δεν είναι ρατσίστρια, υπάρχουν όμως πολλοί που είναι». Φοβάμαι μήπως δεν πρόκειται για μεροληψία υπέρ της Τριανταφύλλου. Κατ’ ουσίαν συγκαλύπτουμε τις προκαταλήψεις μας, διατηρώντας επιφυλάξεις έναντι της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, γιατί μάλλον δεν έχουμε πείσει (ή δεν έχουμε πειστεί) για την αναγκαιότητά  της.

Άλλος ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστούμε τη Σώτη: να της πούμε ξεκάθαρα ότι μας λύπησε. Την είχαμε πολύ ψηλά: θα μπορούσε να επανέλθει στον κολοφώνα που βρισκόταν, αν απλώς είχε παραδεχθεί το λάθος της ή αν τώρα (μετά την αθώωση) ζητούσε συγγνώμη από τις βιαζόμενες στην Ινδία γυναίκες, στο πλευρό των οποίων βροντοφωνάζοντας βρίσκονται και σήμερα οι πιστοί και πιστές του Ισλάμ εκείνης της χώρας.

Δεν προστατεύω καμιά θρησκεία. Πιστέψτε: τη «Σώτη» υπερασπίζομαι, την ταυτότητα που η Τριανταφύλλου επιλέγει για τον εαυτό της, την αυτοεικόνα της, ακριβώς ό,τι προβάλλει στον καθρέπτη όταν τον κοιτάζει απαρέμβλητα στην ησυχία του σπιτιού της, στην ακεραιότητα της αυτοσυνείδησής της.

Δε στάθηκαν λίγοι, πριν μια εικοσαετία, οι υπερασπιστές του Γκαροντύ, και λόγω φιλίας και πρότερης κοινής διαδρομής: σίγουρα δεν θα θέλαμε να βρεθούμε ανάμεσά τους, να μοιραστούμε ίδιες επάλξεις. Η διαφορά της Ελλάδας από τη Γαλλία είναι η παντελής πνευματική φτώχεια μας. Το πνευματικό κενό μας ελπίζαμε να καλύψουμε από καιρό. Ίσως γι’ αυτό στραφήκαμε στη Σώτη, ελλείψει άλλων δημοφιλών. Γι’ αυτό γελάστηκε για την αυθεντία της, νόμισε πως απολάμβανε του αλάθητου (ή ευφυώς αναγνώρισε πόσο αδαείς ήμαστε και είμαστε).

Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας τα λόγια μου. Μαζί και αυτοεκτίμησης. Τη χρειαζόμαστε πολύ στο χώρο μας. Ας στραφούμε στους πνευματικούς πυλώνες που στέκουν, μολονότι δεν έλκουν την ίδια δημοτικότητα με τη Σώτη, καθώς μοιάζουν με «καλαμιές στον κάμπο»: το Θανάση Τριαρίδη και τον «ενοχλητικό» κύκλο του, το Δημήτρη Δημητριάδη, τη Μεταρρύθμιση και τους φίλους της, τον πανταχόθεν βαλλόμενο Γρηγόρη Βαλλιανάτο, το «μισητό», το μηνυτή Πάνο Δημητρά, τους κάθε λογής φερόμενους ως πράκτορες, τους λοιδορούμενους, τρελούς, τους πένητες, περιθωριακούς, τους αγνώστους, γνωστούς, τους μανιακούς, τους αφανείς, τους «φλεγόμενους» (δανείζομαι το χαρακτηρισμό από το σπουδαίο ποιητή Νίκο Σφαμένο). Τους/Τις συνεπείς, όπως ήταν η Βάγια Βογιατζή, ο Γιώργος Καριπίδης, ο Κώστας Χαντακής, ο Αντώνης Χελιδώνης, όπως αναμφίβολα είναι η διανοητική και ηθική κορυφή ενός Λευτέρη Λαοκράτη Χαλβατζή (ας με συμπαθά για την αναφορά). Είναι ανώφελο να καταδικάζουμε τις ιδέες μας στο περιθώριο, για να μείνουμε «καθώς πρέπει», εκλεκτικοί αλλά μη εκλεκτικιστές, σαν «Βολταίροι» της μισαλλοδοξίας, δυστυχώς όχι του πανανθρώπινου βολταιρισμού.