Hannah Arendt και η αναπάντεχη επικαιρότητά της

Μάχη Γεωργακοπούλου 07 Δεκ 2025

Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο της Hannah Arendt, η παρουσία της εξακολουθεί να αιωρείται στον δημόσιο λόγο σαν μια διανοητική σφήνα που διαρρηγνύει τις εύκολες βεβαιότητες.

Κι όμως, παρά τη συχνή επίκλησή της, το έργο της, όπως εύστοχα μας υπενθύμισε σε πρόσφατο άρθρο η New York Times, δεν προσφέρεται για αγιοποίηση. Η Arendt δεν είναι το «είδωλο» του πολιτικού ήθους αλλά ένας αυστηρός καθρέφτης που απαιτεί στοχασμό και ηθική εγρήγορση. Η ίδια η σκέψη της αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια να μεταμορφωθεί σε «έτοιμο πλαίσιο» ή πολιτικό σλόγκαν.

Επειδή η Arendt δεν σου δίνει μια ιδεολογία για να ταυτιστείς, σου λέει κάτι πιο άβολο: ότι πρέπει να υπερασπιστείς την αλήθεια ενεργά, με δράση και κρίση, όχι με επίκληση στο όνομά της.

Το corpus της Arendt δεν συγκροτείται ως συνεκτικό δόγμα, μοιάζει περισσότερο με ένα διανοητικό αρχιπέλαγος με νησίδες στοχασμού, συχνά ανομοιογενείς. Σε μια εποχή που διψά για απλουστευτικές συνταγές, η Arendt επιμένει στη δυσκολία.

Η πολιτική, μας λέει, δεν είναι μηχανισμός ισχύος αλλά πεδίο ανάληψης ευθύνης μεταξύ ίσων, ένας χώρος όπου η πράξη υπερβαίνει τη σκοπιμότητα.

Η έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», συχνά παραμορφωμένη στα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι σύνθημα αλλά μια επώδυνη υπαρξιακή εγγραφή. Η Arendt διαπίστωσε ότι οι μεγάλες ηθικές εκτροπές δεν προκύπτουν πάντα από δαιμονική πρόθεση αλλά από μια αποψιλωμένη σκέψη, μια συρρίκνωση της κριτικής ικανότητας σε σημείο αδρανοποίησης. Το κακό, στη διατύπωσή της, δεν είναι πάντοτε εκκωφαντικό, μπορεί να είναι άχρωμο, άοσμο, γραφειοκρατικά ήπιο. Και αυτό το καθιστά επικίνδυνο.

Στο δικό μας περιβάλλον, όπου η πληροφορία επιταχύνεται ενώ η κρίση επιβραδύνεται, η παρακαταθήκη της Arendt γίνεται σχεδόν προφητική. Η διάβρωση της πραγματικότητας από την παραπληροφόρηση, η πολιτική ατροφία που γεννά ο αλγοριθμικός κατακερματισμός, η «αισθηματοποίηση» του δημόσιου λόγου, όλα αυτά συνιστούν συμπτώματα μιας κοινωνίας που χάνει τη διαύγειά της. Η Arendt μας θυμίζει ότι χωρίς κοινό κόσμο, χωρίς μια elementa communis της αλήθειας και των γεγονότων, η δημοκρατία εκκρεμεί, αιωρείται, αδυνατεί να συγκροτηθεί.

Αυτός είναι και ο λόγος που η μετατροπή της Arendt σε πολιτικό ή ηθικό τοτέμ συνιστά παρανόηση. Η Arendt δεν έγραφε για να μνημονεύεται. Έγραφε για να μας αναγκάσει να σκεφτούμε. Να σκεφτούμε κόντρα στη ροπή μας προς απλούστευση, κόντρα στην άνεση της ιδεολογικής ταύτισης, κόντρα στο καταπραϋντικό ψέμα της βεβαιότητας. Η σκέψη, για εκείνη, ήταν μορφή αντίστασης. Και η αντίσταση, μορφή ελευθερίας.

Σε μια συγκυρία όπου ο δημόσιος διάλογος συχνά εκπίπτει σε ανταλλαγή ταυτοτικών κραυγών, η Arendt παραμένει πρόκληση, μας καλεί να εγκαταλείψουμε τον διανοητικό αυτοματισμό, να ασκηθούμε στη νοητική εγκράτεια, να ξανασκεφτούμε την πολιτική όχι ως πεδίο αντιπαλότητας αλλά ως προσπάθεια συγκρότησης του κοινού μας κόσμου. Η συμβολή της δεν βρίσκεται σε κάποια έτοιμη μεθοδολογία αλλά στην υπενθύμιση ότι η δημοκρατία δεν λειτουργεί με ρυθμούς αδράνειας, απαιτεί κρίση, θάρρος και την επίπονη τέχνη της σκέψης.

Η Arendt προειδοποίησε ότι η δημοκρατία διαβρώνεται όταν τα γεγονότα χάνουν το κύρος τους, όταν ο δημόσιος διάλογος κατακλύζεται από θόρυβο, όταν η αλήθεια γίνεται ζήτημα προσωπικής ερμηνείας.

Στη σημερινή ελληνική κοινωνία με τα rebranding πολιτικών που διάλυσαν την κοινωνία, με την τοξική υπερφόρτωση των social media, τις θεωρίες συνωμοσίας και την εύκολη πόλωση, η διάγνωση της Arendt ακούγεται σχεδόν προφητική. Μια δημοκρατία χωρίς κοινή πραγματικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Μετατρέπεται σε άθροισμα μικρών ανομοιογενών ομάδων, όχι σε πολιτική κοινότητα.

Το κακό, έλεγε, δεν το παράγουν μόνο οι φανατικοί αλλά και οι αμέριμνοι. Εκείνοι που δεν σκέφτονται. Εκείνοι που υπακούν χωρίς να κρίνουν.

Στην εποχή μας ζούμε αυτό που εκείνη προέβλεψε: την εκλέπτυνση της ασημαντότητας, την επιτάχυνση της σύγχυσης, την αποσύνθεση του κοινού μας κόσμου. Και μέσα σ’ αυτό το λασπώδες τοπίο της μετα-αλήθειας, η Arendt υψώνει μια απαγορευτική προειδοποίηση: χωρίς σκέψη, χωρίς στοχασμό, χωρίς το άχθος της συνείδησης, η ελευθερία γίνεται κέλυφος, κούφιο σύμβολο, ίχνος μιας ανενεργής υπόσχεσης.

Η περίφημη «κοινοτοπία του κακού» δεν είναι ένα αφηρημένο μότο αλλά η διαύγεια μιας σχεδόν αρχαιοτραγικής διάγνωσης, ότι ο άνθρωπος μπορεί να εκτελεί το κακό χωρίς πάθος, χωρίς μίσος, χωρίς ιδεολογικό μένος, απλώς από διανοητική ατροφία. Όταν η κρίση αδρανεί, η υπακοή μετατρέπεται σε συνενοχή.

Σε μια χώρα όπου η πολιτική συχνά βιώνεται ως θέαμα και όχι ως πράξη, η υπενθύμιση αυτή είναι καίρια. Η παθητικότητα, η κυνική αποστασιοποίηση, η αίσθηση ότι «δεν αλλάζει τίποτα» διαβρώνουν σιωπηλά τον κοινωνικό ιστό. Για την Arendt, η δημοκρατία χρειάζεται πολίτες που σκέφτονται, όχι απλώς αντιδρούν.

Στο περιβάλλον αβεβαιότητας που ζούμε με τεχνολογικές ανατροπές, γεωπολιτικές πιέσεις, κοινωνικές εντάσεις, η Arendt μας καλεί σε μια εσωτερική παιδεία: την παιδεία της κρίσης, της επίμονης σκέψης, της ευθύνης απέναντι στα γεγονότα και τους άλλους.

Αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι όμως το μόνο σταθερό θεμέλιο μιας ώριμης δημοκρατίας.

Κλείνοντας, η Arendt προειδοποίησε ότι ο ολοκληρωτισμός ξεκινά όταν τα γεγονότα γίνονται δευτερεύοντα.

«Το συνεχές ψέμα δεν αποσκοπεί στο να κάνει τον λαό να πιστέψει ένα ψεύδος, αλλά στο να διασφαλίσει ότι κανείς δεν θα πιστεύει πια τίποτα.

Ένας λαός που δεν μπορεί πλέον να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, δεν μπορεί να διακρίνει ούτε το σωστό από το λάθος.

Με έναν τέτοιο λαό, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».

Χάνα Άρεντ